Δείτε επίσης: demonstration

  Ετυμολογία

επεξεργασία
démonstration < λατινική demonstratio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.mɔ̃s.tʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
démonstration démonstrations