rap
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rap | raps |
rap (en)
- χτύπημα με κάτι σκληρό
- (μη μετρήσιμο) το φταίξιμο, η ευθύνη για κάτι
- έκφραση: take the rap he took the rap - πήρε πάνω του το φταίξιμο (ενώ δεν έφταιγε)
- (μουσική) το ραπ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | rap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | raps |
αόριστος | rapped |
παθητική μετοχή | rapped |
ενεργητική μετοχή | rapping |
rap (en)
- χτυπώ
- I heard someone rapping on the door
- συλλαμβάνω ή φυλακίζω ή καταδικάζω
- χτυπώ (κριτικάρω)
- απαγγέλλω ρυθμικά στο ρυθμό της μουσικής ραπ