πετάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετάω < πετ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πετῶ, συνηρημένος τύπος του πετάω < δείτε αρχαία ελληνική πέτομαι[1][2] < θέμα πετ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (πετάω) (δείτε και: πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπετάω/πετώ, αόρ.: πέταξα, παθ.φωνή: πετάγομαι/πετιέμαι, π.αόρ.: πετάχτηκα, μτχ.π.π.: πεταγμένος/πεταμένος
- (αμετάβατο) μετακινούμαι στον αέρα
- ↪ Πετάω για Σίδνεϊ σε μία ώρα
- (μεταφορικά) είμαι πολύ ικανός, αποδίδω στο έπακρο των δυνατοτήτων μου, νιώθω αγαλλίαση, μεγάλη χαρά
- ↪ Πετάει σήμερα η ομάδα
- ↪ Ο γιος μας πετάει απ' τη χαρά του, πέτυχε στις εξετάσεις.
- (μεταφορικά) πηγαίνω κάπου κοντά πολύ γρήγορα ή μεταφέρω κάποιον άλλον
- ↪ Θέλεις να σε πετάξω με το αμάξι να μην ταλαιπωρείσαι με τις συγκοινωνίες;
- (μεταβατικό) ρίχνω
- (μεταβατικό) απορρίπτω κάτι ως άχρηστο, π.χ. βάζοντάς το σε κάδο σκουπιδιών
- ↪ Θα πετάξω τα παλιά σου παπούτσια, γιατί τρύπησαν.
- (μεταφορικά) σκορπώ (για χρήματα)
- ↪ Μην πετάς λεφτά, αυτά τα παπούτσια φοριώνται ακόμη!
- (μεταφορικά) διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο
- ↪ Όταν όμως το παρατράβηξε, τον πέταξαν έξω πυξ λαξ
- (μεταφορικά) μιλάω απότομα σε κάποιον
- ↪ Πού πας εσύ πάλι; του πέταξε ανακριτικά.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πετ-
πετ-
θέμα πετ- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
- αναπεταρίζω
- αναπετάρισμα
- ξεπετάω, ξεπετώ
- ξεπέταγμα
- ξεπεταρούδι
- παραπετάω, παραπετώ
- πέταγμα (στο ουρανό),
- πέταλο & συγγενικά
- πέταμα (στα σκουπίδια)
- πετάμενο
- πεταμένος
- πεταρίζω
- πετάρισμα
- πεταρούδι
- πεταχτός
- πετεινά
- πετεινάρι
- πετεινός
- πετονιά
- πετόσφαιρα
- πετοσφαίριση
- πετούμενος
- προπετής, προπέτης
- τσαλαπετεινός
- του πεταματού (λαϊκότροπο)
- υψιπετής, υψιπέτης
άλλα θέματα, μεταπτωτικές βαθμίδες
- ποτ- → δείτε τη λέξη ποταμός
- πτε- → δείτε τις λέξεις φτερό και πτερόν
- πτη- → δείτε τις λέξεις πτήση και πτηνό
- πτ-, πτω- → δείτε τις λέξεις πτώση και πίπτω
για θέμα πετα- δείτε πέταλο, πετάννυμι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πετάω - πετώ | πετούσα - πέταγα | θα πετάω - πετώ | να πετάω - πετώ | πετώντας | |
β' ενικ. | πετάς | πετούσες - πέταγες | θα πετάς | να πετάς | πέτα - πέταγε | |
γ' ενικ. | πετάει - πετά | πετούσε - πέταγε | θα πετάει - πετά | να πετάει - πετά | ||
α' πληθ. | πετάμε - πετούμε | πετούσαμε - πετάγαμε | θα πετάμε - πετούμε | να πετάμε - πετούμε | ||
β' πληθ. | πετάτε | πετούσατε - πετάγατε | θα πετάτε | να πετάτε | πετάτε | |
γ' πληθ. | πετάν(ε) - πετούν(ε) | πετούσαν(ε) - πέταγαν - πετάγανε | θα πετάν(ε) - πετούν(ε) | να πετάν(ε) - πετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πέταξα | θα πετάξω | να πετάξω | πετάξει | ||
β' ενικ. | πέταξες | θα πετάξεις | να πετάξεις | πέτα - πέταξε | ||
γ' ενικ. | πέταξε | θα πετάξει | να πετάξει | |||
α' πληθ. | πετάξαμε | θα πετάξουμε | να πετάξουμε | |||
β' πληθ. | πετάξατε | θα πετάξετε | να πετάξετε | πετάξτε | ||
γ' πληθ. | πέταξαν πετάξαν(ε) |
θα πετάξουν(ε) | να πετάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πετάξει | είχα πετάξει | θα έχω πετάξει | να έχω πετάξει | ||
β' ενικ. | έχεις πετάξει | είχες πετάξει | θα έχεις πετάξει | να έχεις πετάξει | έχε πεταγμένο | |
γ' ενικ. | έχει πετάξει | είχε πετάξει | θα έχει πετάξει | να έχει πετάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε πετάξει | είχαμε πετάξει | θα έχουμε πετάξει | να έχουμε πετάξει | ||
β' πληθ. | έχετε πετάξει | είχατε πετάξει | θα έχετε πετάξει | να έχετε πετάξει | έχετε πεταγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν πετάξει | είχαν πετάξει | θα έχουν πετάξει | να έχουν πετάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πεταγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πεταγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πεταγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πεταγμένο |
Παθητική φωνή: πετιέμαι, μετοχές: πεταγμένος, πεταμένος [3]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πετιέμαι | πετιόμουν(α) | θα πετιέμαι | να πετιέμαι | ||
β' ενικ. | πετιέσαι | πετιόσουν(α) | θα πετιέσαι | να πετιέσαι | ||
γ' ενικ. | πετιέται | πετιόταν(ε) | θα πετιέται | να πετιέται | ||
α' πληθ. | πετιόμαστε | πετιόμαστε πετιόμασταν |
θα πετιόμαστε | να πετιόμαστε | ||
β' πληθ. | πετιέστε | πετιόσαστε πετιόσασταν |
θα πετιέστε | να πετιέστε | πετιέστε | |
γ' πληθ. | πετιούνται | πετιόνταν(ε) πετιούνταν πετιόντουσαν |
θα πετιούνται | να πετιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πετάχτηκα | θα πεταχτώ | να πεταχτώ | πεταχτεί | ||
β' ενικ. | πετάχτηκες | θα πεταχτείς | να πεταχτείς | πετάξου | ||
γ' ενικ. | πετάχτηκε | θα πεταχτεί | να πεταχτεί | |||
α' πληθ. | πεταχτήκαμε | θα πεταχτούμε | να πεταχτούμε | |||
β' πληθ. | πεταχτήκατε | θα πεταχτείτε | να πεταχτείτε | πεταχτείτε | ||
γ' πληθ. | πετάχτηκαν πεταχτήκαν(ε) |
θα πεταχτούν(ε) | να πεταχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πεταχτεί | είχα πεταχτεί | θα έχω πεταχτεί | να έχω πεταχτεί | πεταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις πεταχτεί | είχες πεταχτεί | θα έχεις πεταχτεί | να έχεις πεταχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πεταχτεί | είχε πεταχτεί | θα έχει πεταχτεί | να έχει πεταχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πεταχτεί | είχαμε πεταχτεί | θα έχουμε πεταχτεί | να έχουμε πεταχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πεταχτεί | είχατε πεταχτεί | θα έχετε πεταχτεί | να έχετε πεταχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πεταχτεί | είχαν πεταχτεί | θα έχουν πεταχτεί | να έχουν πεταχτεί |
Παθητική φωνή: πετάγομαι, μετοχές: πεταγμένος, πεταμένος
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πετάομαι | πεταόμουν(α) | θα πετάομαι | να πετάομαι | ||
β' ενικ. | πετάεσαι | πεταόσουν(α) | θα πετάεσαι | να πετάεσαι | ||
γ' ενικ. | πετάεται | πεταόταν(ε) | θα πετάεται | να πετάεται | ||
α' πληθ. | πεταόμαστε | πεταόμαστε πεταόμασταν |
θα πεταόμαστε | να πεταόμαστε | ||
β' πληθ. | πετάεστε | πεταόσαστε πεταόσασταν |
θα πετάεστε | να πετάεστε | (πετάεστε) | |
γ' πληθ. | πετάονται | πετάονταν πεταόντουσαν |
θα πετάονται | να πετάονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πετχτηκα | θα πετχτώ | να πετχτώ | πετχτεί | ||
β' ενικ. | πετχτηκες | θα πετχτείς | να πετχτείς | πετξου | ||
γ' ενικ. | πετχτηκε | θα πετχτεί | να πετχτεί | |||
α' πληθ. | πετχτήκαμε | θα πετχτούμε | να πετχτούμε | |||
β' πληθ. | πετχτήκατε | θα πετχτείτε | να πετχτείτε | πετχτείτε | ||
γ' πληθ. | πετχτηκαν πετχτήκαν(ε) |
θα πετχτούν(ε) | να πετχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πετχτεί | είχα πετχτεί | θα έχω πετχτεί | να έχω πετχτεί | πεταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις πετχτεί | είχες πετχτεί | θα έχεις πετχτεί | να έχεις πετχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πετχτεί | είχε πετχτεί | θα έχει πετχτεί | να έχει πετχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πετχτεί | είχαμε πετχτεί | θα έχουμε πετχτεί | να έχουμε πετχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πετχτεί | είχατε πετχτεί | θα έχετε πετχτεί | να έχετε πετχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πετχτεί | είχαν πετχτεί | θα έχουν πετχτεί | να έχουν πετχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πεταγμένος - είμαστε, είστε, είναι πεταγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πεταγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πεταγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πεταγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πεταγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πεταγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πεταγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετακινούμαι στον αέρα
ρίχνω κάτι στον αέρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πετώ, πετάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «πετώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Ρήμα
επεξεργασίαπετάω
- άλλη μορφή του πετῶ
Πηγές
επεξεργασία- πετάω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετάω < αρχαία ελληνική πέταμαι, μεταπλασμός από τον αόριστο β΄ ἔπτην, τον παθητικό αόριστο πετασθῆναι, τους μέλλοντες πτήσομαι, πετήσομαι. Από το θέμα πετ- δημιουργήθηκε αόριστος ἐπέτασα απ' όπου πετῶ [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- (πετάω)
Ρήμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε αρχαία ελληνική πέτομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πετώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πετάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.