τσακμάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσακμάκι | τα | τσακμάκια |
γενική | του | τσακμακιού | των | τσακμακιών |
αιτιατική | το | τσακμάκι | τα | τσακμάκια |
κλητική | τσακμάκι | τσακμάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσακμάκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چاقماق (çakmak) (τουρκική çakmak) + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσακμάκι ουδέτερο
- είδος αναπτήρα που χρησιμοποιεί τσακμακόπετρα
- (συνεκδοχικά) ο αναπτήρας
- ※ «Φέρε, Αμαλία, και την καπνοσύριγγα του πατέρα σου, καπνίζετε, κύριε;» Ο Ρωμαίος προτίμησε να ανάψει το τσιμπούκι του. Έβγαλε ευθύς την ταμπακέρα με τον ψιλοκομμένο καπνό, γέμισε το εβένινο τσιμπούκι και το άναψε με το ασημοποίκιλτο τσακμάκι του (Ελένη Πριοβόλου, Όπως ήθελα να ζήσω, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011 [1])