φυσικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσικός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαφυσικά
- βεβαίως, ασφαλώς
- Φυσικά και τον χώρισε, αφού την απατούσε, έπαιζε τζόγο και από πάνω την έδερνε
- αυτονόητα
- Φυσικά και δεν παίζουμε με αληθινά πολυβόλα παιδί μου!
- με φυσικότητα, ειλικρίνεια, απροσποίητα
- Είπε το ψέμα τόσο φυσικά που όλοι τον πίστεψαν
Σημειώσεις
επεξεργασία- Τα "Φυσικά" είναι έργο του Αριστοτέλη.
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφυσικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φυσικό