Αυτοκρατορία της Νίκαιας
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αυτοκρατορία της Νίκαιας | |||||
| |||||
---|---|---|---|---|---|
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1254, έτος θανάτου του Ιωάννη Γ'.
| |||||
Πρωτεύουσα | Νίκαια | ||||
Γλώσσες | Μεσαιωνικά Ελληνικά | ||||
Θρησκεία | Ανατολικός Χριστιανισμός | ||||
Πολίτευμα | Μοναρχία | ||||
Αυτοκράτορας | |||||
- | 1205–1222 | Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης (πρώτος) | |||
- | 1222–1254 | Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης | |||
- | 1254–1258 | Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης | |||
- | 1258–1261 | Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης | |||
- | 1259–1261 | Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος (τελευταίος) | |||
Ιστορία | |||||
- | Ίδρυση | 1204 | |||
- | Κατάλυση | Ιούλιος 1261 | |||
Νόμισμα | Σόλιδος | ||||
Σήμερα | Ελλάδα Τουρκία Βουλγαρία Βόρεια Μακεδονία Αλβανία |
Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν ένα από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που ιδρύθηκαν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας, στις 13 Απριλίου του 1204. Έδρα της ήταν η Νίκαια της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία. Την περίοδο εκείνη είχε μεταφερθεί στη Νίκαια και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το 1261 ο αυτοκράτορας της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας κατόρθωσε την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, κατέλυσε τη Λατινική αυτοκρατορία και επανασύστησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η κατάσταση του Βυζαντίου το 1204
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Βυζαντινή αυτοκρατορία των πρώτων χρόνων του 13ου αιώνα βρισκόταν σε αναταραχή και σε παρακμή. Η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, η διαφθορά στον κρατικό μηχανισμό γιγαντωνόταν, ενώ η εκμετάλλευση του λαού από τους κρατικούς αξιωματούχους και η συστηματική παραμέληση των επαρχιών από τους αυτοκράτορες είχε αποξενώσει τις επαρχίες από την πρωτεύουσα. Οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι είχαν επαναστατήσει και είχαν κερδίσει την ανεξαρτησία τους περιορίζοντας τα εδάφη της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, ενώ στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι είχαν σταθεροποιηθεί και απειλούσαν όσες περιοχές είχαν μείνει στην εξουσία του αυτοκράτορα. Είχαν εμφανισθεί αρκετοί τοπάρχες σε όλη την επικράτεια, όπως ο Ισαάκιος Κομνηνός, ο Λέων Σγουρός και ο Μανουήλ Μαυροζώμης που δεν αναγνώριζαν την εξουσία του αυτοκράτορα και είχαν αποσχίσει ολόκληρες επαρχίες από την αυτοκρατορία.
Το 1185 ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος πήρε με πραξικόπημα την εξουσία. Αποδείχθηκε πραγματικά ακατάλληλος για αυτοκράτορας και το 1195, ο αδελφός του, Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, του πήρε την εξουσία με πραξικόπημα, τον έριξε στη φυλακή και τον τύφλωσε. Όμως αποδείχθηκε εξίσου ανίκανος με τον αδελφό του να διοικήσει την αυτοκρατορία. Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος κατέφυγε στη Δύση και κατάφερε το 1202, κάνοντας μεγάλες και δελεαστικές υποσχέσεις, να πάρει τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας με το μέρος του και να κατευθύνει τη σταυροφορία στην Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούλιο του 1203 ο Αλέξιος Γ΄ είχε εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και ο Ισαάκιος Β΄ ανέβηκε ξανά στον θρόνο με συναυτοκράτορα τον γιο του, Αλέξιο, ως Αλέξιο Δ΄. Οι υποσχέσεις, όμως, που είχε δώσει ο Αλέξιος στους σταυροφόρους ήταν αδύνατο να υλοποιηθούν δεδομένης της τραγικής κατάστασης που βρισκόταν η αυτοκρατορία. Μέτα από μερικούς μήνες, και ενώ η υπομονή των σταυροφόρων είχε εξαντληθεί, ο Αλέξιος έχασε τον θρόνο του από έναν άλλο Αλέξιο, τον Αλέξιο Δούκα Μούρτζουφλο. Οι οργισμένοι σταυροφόροι επιτέθηκαν και κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη στις 13 Απριλίου του 1204. Ακολούθησαν μεγάλες καταστροφές, σφαγές και λεηλασίες. Οι σταυροφόροι και οι Βενετοί ήταν αποφασισμένοι τώρα να αντικαταστήσουν την αυτοκρατορία των Σχισματικών Ελλήνων με μία δική τους αυτοκρατορία.
Ίδρυση και Επιβίωση (1204-1214)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την κρίσιμη εκείνη περίοδο κατά την οποία φαινόταν ότι η αυτοκρατορία είχε καταστραφεί, γεννήθηκε η ελπίδα για νίκη επί των σταυροφόρων και για επιστροφή στις ημέρες ακμής της αυτοκρατορίας. Μαζί με τα σταυροφορικά κράτη που δημιουργούνταν στον ελλαδικό χώρο και στη Μικρά Ασία δημιουργούνταν και κράτη από πρώην Βυζαντινούς αξιωματούχους και αριστοκράτες με στόχο την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Αυτά ήταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου που ιδρύθηκε από τον Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας που ιδρύθηκε από τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνούς, και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας που ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Λάσκαρη.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης είχε παντρευτεί την Άννα Αγγελίνα, κόρη του Αλέξιου Γ΄. Ήταν ο μόνος διοικητής που είχε καταφέρει να εμποδίσει τους σταυροφόρους να καταλάβουν το τμήμα του τείχους που προστάτευε κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Είχε παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν κάθε οργανωμένη αντίσταση είχε καταρρεύσει. Ο αδελφός του, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Λάσκαρης, είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτορας την ώρα που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των σταυροφόρων. Ο Θεόδωρος κατέφυγε στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου μαζί με τη γυναίκα του. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου άρχισαν σιγά σιγά να φτάνουν και άλλοι Βυζαντινοί, και ένας πυρήνας αντίστασης άρχισε να δημιουργείται. Ο ίδιος ο Θεόδωρος, όμως, πήρε επισήμως τον τίτλο του αυτοκράτορα έναν χρόνο αργότερα, το 1205.
Η Νίκαια βρίσκεται αρκετά κοντά στην Κωνσταντινούπολη και η θέση της ήταν ιδανική ως ορμητήριο για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Όμως, η εξουσία του Θεοδώρου περιοριζόταν στην περιοχή γύρω από τη Νίκαια και δεν μπορούσε να ελπίζει για βοήθεια από αλλού. Στριμωγμένη ανάμεσα στους σταυροφόρους, στους Σελτζούκους του Ρουμ (του Ικονίου), και στους άλλους Βυζαντινούς τοπάρχες της Μικράς Ασίας, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας στην αρχή βρισκόταν σε αρκετά μειονεκτική θέση.
Στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία με πρώτο αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Οι σταυροφόροι προχώρησαν σε συμφωνία διαμοιρασμού των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένας σταυροφορικός στρατός με αρχηγό τον Ερρίκο της Φλάνδρας, αδελφό του Βαλδουίνου, αποβιβάστηκε στη Μικρά Ασία με σκοπό να καταλάβει και να μοιράσει τα εδάφη εκεί όπως είχε συμφωνηθεί στη συνθήκη διαμοιρασμού. Ο Θεόδωρος προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει, αλλά ηττήθηκε σε δύο μάχες, στο Ποιμανηνό και στην Προύσα το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1204-1205. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για τους Βυζαντινούς της Νίκαιας, που αντιμετώπιζαν για δεύτερη φορά την καταστροφή. Την ίδια περίοδο, όμως, ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος φερόμενος απερίσκεπτα προκάλεσε τον βασιλιά των Βουλγάρων, Καλογιάννη, ή Ιωαννίτση σε πόλεμο. Σε μάχη που έγινε κοντά στην Αδριανούπολη το 1205 οι σταυροφόροι ηττήθηκαν, ο Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε και οι κτήσεις της Λατινικής Αυτοκρατορίας στη Θράκη χάνονταν η μία μετά την άλλη. Οι σταυροφόροι εγκατέλειψαν προσωρινά την επιθετική προσπάθεια στη Μικρά Ασία και τα στρατεύματά τους αποχώρησαν για να υπερασπίσουν την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη από τους Βουλγάρους.
Ο Θεόδωρος κέρδισε χρόνο και τον αξιοποίησε στο έπακρο. Το 1207 νίκησε τον Δαβίδ Κομνηνό που είχε κυριαρχήσει στην Παφλαγονία και είχε φτάσει μέχρι την Ηράκλεια την Ποντική και απειλούσε τη Νικομήδεια και τον ανάγκασε να υποχωρήσει στη Σινώπη. Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε συμφωνία διετούς ανακωχής με τον νέο Λατίνο αυτοκράτορα, Ερρίκο. Παράλληλα, αποφάσισε να νομιμοποιήσει τον αυτοκρατορικό του τίτλο. Κάλεσε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη να πάει στη Νίκαια και να τον στέψει αυτοκράτορα. Ο Ιωάννης συμφώνησε, αλλά πέθανε το 1206 προτού προλάβει να κάνει τη στέψη. Τη Σαρακοστή του 1208 έγινε σύνοδος των ιεραρχών της Ανατολής στη Νίκαια και εξέλεξε νέο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον Μιχαήλ, ο οποίος την Κυριακή του Πάσχα έστεψε τον Θεόδωρο αυτοκράτορα στη Νίκαια. Το 1209 ο Θεόδωρος απέκρουσε έναν σταυροφορικό στρατό υπό τον Peter of Bracheuil που προσπάθησε να καταλάβει τη Βιθυνία. Αλλά η μεγαλύτερη επιτυχία του Θεόδωρου ήρθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1210 ο Αλέξιος Γ΄, κατέφυγε στην αυλή του σουλτάνου του Ικονίου, Καϋχοσρόη Α' και του ζήτησε τη βοήθειά του για να γίνει αυτοκράτορας στη Νίκαια. Οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας αλλά ηττήθηκαν σε αποφασιστική μάχη στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου το 1211. Σε αυτήν τη μάχη ο Καϋχοσρόης σκοτώθηκε από τον Θεόδωρο σε μονομαχία, ενώ ο Αλέξιος Γ΄ πιάστηκε αιχμάλωτος. Αυτή η νίκη παγίωσε την εξουσία του Θεόδωρου και του έδωσε τη δυνατότητα να προσθέσει και άλλες περιοχές υπό την εξουσία του στη δυτική Μικρά Ασία. Όμως η τελευταία σύγκρουση του Θεόδωρου με τους Φράγκους της Κωνσταντινούπολης κατέληξε σε ήττα. Τον Οκτώβριο του 1211, στον ποταμό Ρυνδακό της Βιθυνίας, οι Φράγκοι πέτυχαν σημαντική νίκη επί των στρατευμάτων του Θεόδωρου. Με τη Συνθήκη του Νυμφαίου, το 1214, συμφωνήθηκε ειρήνη ανάμεσα στα δύο κράτη, η Λατινική Αυτοκρατορία κέρδιζε την Τρωάδα και μεγάλο κομμάτι της Μυσίας και της Βιθυνίας ενώ η υπόλοιπη περιοχή μέχρι τα σύνορα με τους Σελτζούκους αναγνωρίστηκε ως επικράτεια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Αυτοκρατορική ειρήνη (1214-1223)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Συνθήκη του Νυμφαίου αποτελούσε μία αμοιβαία αναγνώριση της κατάστασης όπως είχε διαμορφωθεί. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας άρχισε να αναγνωρίζεται ως μία νόμιμη κρατική οντότητα από όλο και περισσότερα κράτη. Ο Θεόδωρος μέχρι το 1214 είχε σταθεροποιήσει την εξουσία του μέχρι και την Παφλαγονία. Τον ίδιο χρόνο ο νέος σουλτάνος του Ικονίου, Καΰκαούς Α΄, πολιόρκησε και κατέλαβε τη Σινώπη. Ο Δαβίδ Κομνηνός σκοτώθηκε και ο Αλέξιος Κομνηνός αναγκάστηκε να γίνει υποτελής των Σελτζούκων του Ικονίου. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιορίστηκε ανατολικά της Σινώπης και δεν απασχόλησε στρατιωτικά ξανά τη Νίκαια. Τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι τον θάνατό του, ο Θεόδωρος ασχολήθηκε με την εσωτερική οργάνωση της αυτοκρατορίας του. Στη Νίκαια δημιούργησε μία καινούρια μικρή έκδοση της παλιάς Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήδη από το 1208 με την εκλογή πατριάρχη και με την επακόλουθη στέψη του Θεόδωρου ως αυτοκράτορα, δύο σημαντικά σύμβολα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ξαναβρίσκονταν στη Νίκαια. Το 1219 παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο τη Μαρία του Κουρτεναί (ο δεύτερος ήταν με τη Φιλίππα της Αρμενίας), κόρη της αυτοκράτειρας Γιολάντας και του Πέτρου του Κουρτεναί, φιλοδοξώντας να ασκήσει την αντιβασιλεία στη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Τα σχέδιά του εμποδίστηκαν από τον Βενετό βαΐλο της Κωνσταντινούπολης και τον Λατίνο πατριάρχη. Το ίδιο έτος οι Βενετοί συνήψαν εμπορική συμφωνία με τον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος και τους παραχώρησε το δικαίωμα να εμπορεύονται χωρίς δασμούς στο κράτος του. Στο σχετικό έγγραφο που σώζεται στα λατινικά ο Θεόδωρος αναφέρεται ως Theodorus in Christo Deo fidelis imperator et moderator Romeorum et semper Augustus Commanus Lascarus. Το 1222 ο Θεόδωρος πέθανε. Στον γαμπρό και διάδοχό του, Ιωάννη Γ' Δούκα Βατάτζη παρέδιδε ένα ισχυρό και σταθερό κράτος. Υπήρχαν, όμως, κάποιοι που δε συμφωνούσαν με τη διαδοχή αυτή. Ήταν τα αδέλφια του αποθανόντος Θεόδωρου, Ισαάκιος και Αλέξιος, που ζήτησαν βοήθεια από τον Λατίνο αυτοκράτορα Ροβέρτο του Κουρτεναί για να νικήσουν τον Ιωάννη και να πάρουν τον θρόνο. Ο Ροβέρτος συμφώνησε και στις αρχές του 1223 φραγκικός στρατός διεκπεραιώθηκε στη Μικρά Ασία. Η ειρήνη είχε τελειώσει και η Νίκαια ριχνόταν ξανά στον αγώνα εναντίον των Λατίνων.
Εξάπλωση (1224-1260)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1224 στη μάχη του Ποιμανηνού ο Ιωάννης νίκησε τους Φράγκους και στη συνέχεια κατέλαβε όλα τα εδάφη των Λατίνων στη Μικρά Ασία εκτός από τη Νικομήδεια και την ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα ο Ιωάννης προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Με τη βοήθεια στόλου που ναυπηγήθηκε κοντά στη Λάμψακο (απ’ όπου εξεδιώχθησαν οι Ενετοί) τα στρατεύματα του Βατάτζη διέσχισαν τον Ελλήσποντο και κυρίευσαν αρκετές πόλεις της Θράκης, ενώ οι Λατίνοι περιορίστηκαν πίσω από τα τείχη της Πόλης. Από τα νησιά του Αιγαίου κατελήφθησαν η Χίος, η Λέσβος, η Σάμος, η Ικαρία, η Κως και άλλα μικρότερα. Το σημαντικό νησί της Ρόδου, καθώς και άλλα των Δωδεκανήσων, το κυβερνούσε ο βυζαντινός άρχοντας Λέων Γαβαλάς, σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. Μετά από αρκετές αμφίρροπες συγκρούσεις, το 1233 δέχθηκε την επικυριαρχία του Ιωάννη.
Τον ίδιο καιρό, όμως, η Νίκαια βρέθηκε ξανά σε σύγκρουση με ένα βυζαντινό κράτος. Αυτή τη φορά ήταν τόσο ιδεολογική όσο και στρατιωτική. Το 1224 ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και το Δεσποτάτο της Ηπείρου πρόβαλε ως η επικρατέστερη δύναμη στην κούρσα για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η πρώτη σύγκρουση με το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήρθε το 1225 για την κατοχή της Αδριανούπολης. Οι κάτοικοι της πόλης έστειλαν πρεσβεία στον Βατάτζη ζητώντας του να στείλει δυνάμεις για την εκδίωξη της φραγκικής φρουράς. Ο τελευταίος άδραξε την ευκαιρία και το απόσπασμα που έστειλε κατέλαβε αναίμακτα την πόλη. Επίσης αναίμακτα αποχώρησαν, όταν ο Θεόδωρος Δούκας, ευρισκόμενος στη Θράκη, έσπευσε με τον στρατό του να εκδιώξει τη μικρασιατική φρουρά. Κατά τη στιγμή της παράδοσης, ο διοικητής των Νικαέων Ιωάννης Καμμύτζης δεν αφίππευσε, ούτε προσκύνησε τον Θεόδωρο μην αναγνωρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο άλλον αυτοκράτορα Ρωμαίων, πέραν του Βατάτζη. Τα πνεύματα οξύνθηκαν (ο Θεόδωρος λίγο έλειψε να προβεί σε χειροδικία εναντίον του Καμμύτζη), αλλά τελικά δεν δόθηκε συνέχεια. Το γεγονός αυτό είναι χαρακτηριστικό της έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ηπείρου και Νικαίας. Μάλιστα, ο Καμμύτζης για την πράξη αυτή, τιμήθηκε με αξιώματα από τον Βατάτζη, κατά την επιστροφή του στη Νίκαια, αφού έδειξε στους κατοίκους της Θράκης ότι μόνον ο μονάρχης της Νικαίας ήταν ο γνήσιος αυτοκράτωρ Ρωμαίων. Το 1225 ή το 1227 ο Θεόδωρος εγκατέλειψε τον τίτλο του δεσπότη που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον αρχιεπίσκοπο Οχρίδας στη Θεσσαλονίκη. Το 1230 ο Θεόδωρος πήρε την απόφαση να επιτεθεί στους Βούλγαρους για να εξασφαλίσει τα νώτα του για την προέλαση κατά της Κωνσταντινούπολης, αλλά αυτό απεδείχθη ότι ήταν μία λανθασμένη απόφαση. Ο Ιωάννης Ασάν Β΄, τσάρος της Βουλγαρίας, τον νίκησε στη μάχη της Κλοκοτνίτσα. Ο Θεόδωρος αιχμαλωτίστηκε και η δύναμη της Ηπείρου καταστράφηκε. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Θράκη, τη Μακεδονία και την Αλβανία, αφήνοντας τα υπόλοιπα εδάφη της Ηπείρου μοιρασμένα ανάμεσα στον αδελφό και τους γιους του Θεόδωρου ως υποτελείς των Βουλγάρων. Ο τελευταίος διεκδικητής του αυτοκρατορικού τίτλου είχε τεθεί εκτός μάχης.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ 1225 και 1231 ο Ιωάννης είχε αναλάβει μία εκστρατεία για να εξασφαλίσει και να ενισχύσει τα σύνορα της αυτοκρατορίας του στη Μικρά Ασία. Τώρα, ο μόνος ισχυρός αντίπαλος που είχε απομείνει στην προσπάθεια για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν οι Βούλγαροι. Αλλά αυτή τη φορά η λύση ήταν διπλωματική. Ο Ιωάννης Β΄ Ασάν και ο Ιωάννης Βατάτζης συμμάχησαν εναντίον των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης. Η συμμαχία επισφραγίστηκε με τον γάμο του γιου του Βατάτζη, Θεόδωρου, και της κόρης του Ιωάννη Β΄ Ασάν, Ελένης. Όμως, οι δύο κοινές τους προσπάθειες για την κατάληψη της Πόλης κατέληξαν σε αποτυχία. Στην πρώτη, το 1235, οι ιταλικές ναυτικές δυνάμεις βοήθησαν τον αντιβασιλέα της Λατινικής αυτοκρατορίας, Ιωάννη Ντε Μπριέν, ενώ στη δεύτερη, το 1236, η βοήθεια ήρθε από τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γοδεφρείδο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Ο Ιωάννης Β΄ Ασάν μετά από αυτές τις αποτυχίες έλυσε τη συμμαχία, καταλαβαίνοντας ότι ο Βατάτζης κέρδιζε περισσότερα από τη συμμαχία από ότι αυτός. Μάλιστα συμμετείχε σε επιχείρηση των Λατίνων κατά των θέσεων της Νίκαιας στη Θράκη, αλλά τελικά αποστασιοποιήθηκε και από τους δύο αντιπάλους. Το 1241 ο Ιωάννης Ασάν Β΄ πέθανε, ενώ ήδη είχε γίνει μία μογγολική επιδρομή στη Βουλγαρία. Το 1242 μία νέα μογγολική επιδρομή αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο τη Βουλγαρία και έδωσε την ευκαιρία στον Ιωάννη Βατάτζη να δράσει ανενόχλητος στην Ευρώπη. Ήδη από το 1239 είχε βοηθήσει τον αδελφό του Θεόδωρου Δούκα, Μανουήλ, με στρατό και στόλο για να καταλάβει τη Θεσσαλία. Το 1241 προσκάλεσε τον Θεόδωρο Δούκα στη Νίκαια και τον κράτησε ως αιχμάλωτο. Το 1242 έφτασε με τον στρατό του στη Θεσσαλονίκη, και χρησιμοποιώντας τον Θεόδωρο σαν μεσολαβητή, και υποχρέωσε τον Ιωάννη Δούκα, γιο του Θεόδωρου, να παραιτηθεί από τον αυτοκρατορικό τίτλο, που είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί το 1241, και να περιοριστεί στον τίτλο του δεσπότη αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του αυτοκράτορα της Νίκαιας.
Μετά από αυτό, ανησυχητικά νέα από την ανατολή ανάγκασαν τον Βατάτζη να επιστρέψει γρήγορα στη Μικρά Ασία, χωρίς να πετύχει κάτι άλλο στην περιοχή. Ένας μογγολικός στρατός είχε καταλάβει την Αρμενία και εισέβαλε στα εδάφη των Σελτζούκων του Ικονίου. Μπροστά στον κοινό κίνδυνο, οι Σελτζούκοι του Ικονίου και οι Βυζαντινοί της Νίκαιας συμμάχησαν. Όμως η συμμαχία αυτή δεν άλλαξε καθόλου την πορεία των πραγμάτων. Οι Σελτζούκοι και οι Βυζαντινοί της Τραπεζούντας ηττήθηκαν στη μάχη του Κιοσέ Νταγ το 1243. Ο Ιωάννης ανησυχούσε μήπως η Νίκαια ήταν ο επόμενος στόχος των Μογγόλων αλλά οι φόβοι του δεν επαληθεύθηκαν. Οι Μογγόλοι απεχώρησαν από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας το κράτος των Σελτζούκων του Ικονίου σε μία χαοτική κατάσταση. Οι Σελτζούκοι τώρα ήταν αρκετά αδύναμοι για να απειλήσουν τη Νίκαια.
Το 1246 ο Ιωάννης εκστράτευσε ξανά στην Ευρώπη. Μαθαίνοντας ότι ο βασιλιάς της Βουλγαρίας, Καλλιμάν, πέθανε αφήνοντας στον θρόνο τον ανήλικο αδελφό του, Μιχαήλ Ασάν, επετέθη κατά των Βουλγάρων. Ο Ιωάννης έφτασε μέχρι τις πηγές του ποταμού Έβρου και τον Αξιό. Σημαντικές πόλεις, όπως οι Σέρρες, η Βέροια, το Μελένικο και τα Σκόπια περιήλθαν στον έλεγχο της Νίκαιας, οι περισσότερες εξ αυτών αμαχητί. Τέλος, στράφηκε κατά της Θεσσαλονίκης, όπου τον κάλεσαν οι δυσαρεστημένοι με τον διάδοχο του Ιωάννη Δούκα, τον δεσπότη Δημήτριο (1244-46) και την κατέλαβε οριστικά το 1246. Τον επόμενο χρόνο κατέλαβε μερικές πόλεις της Θράκης που είχαν απομείνει στα χέρια των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν μπόρεσε να επιχειρήσει μία νέα πολιορκία της Κωνσταντινούπολης γιατί ο συνασπισμένος στόλος Γένουας και Πριγκιπάτου της Αχαΐας επιτέθηκε κατά της Ρόδου και απέσπασε μεγάλο μέρος των δυνάμεών που είχε συγκεντρώσει για την πολιορκία για την υπεράσπιση του νησιού. Ακόμη, ανάγκασε τον Μιχαήλ Β΄, ηγεμόνα της Ηπείρου, να τον αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα. Σε αντάλλαγμα ο Μιχαήλ πήρε τον τίτλο του δεσπότη. Τη συμφωνία τους επισφράγισε ο γάμος της εγγονής του Ιωάννη, Μαρίας, με τον γιο του Μιχαήλ, Νικηφόρο, το 1249. Όμως, το 1251 ο Μιχαήλ κινήθηκε εναντίον του Ιωάννη και επιχείρησε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς για αυτόν οι στρατηγοί του προσχώρησαν στον Ιωάννη και έτσι αναγκάστηκε να δεχθεί την ειρήνη στη Λάρισα το 1252. Με τη συμφωνία ειρήνης, οι Ηπειρώτες αναγκάζονταν να παραδώσουν στην αυτοκρατορία της Νίκαιας τα Βελεσά και τον Πρίλαπο. Το 1254 ο Ιωάννης πέθανε, αφήνοντας στον γιο και διάδοχό του, Θεόδωρο, ένα στρατιωτικά και οικονομικά εύρωστο κράτος. Το όνειρο της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης ήταν θέμα χρόνου να πραγματοποιηθεί.
Ο Θεόδωρος Β΄ βασίλευσε μόνο τέσσερα χρόνια. Στη διάρκεια της βασιλείας του η Αυτοκρατορία της Νίκαιας ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Μετά την άνοδο του Θεόδωρου στον θρόνο οι Βούλγαροι προσπάθησαν να ανακαταλάβουν τα εδάφη που είχαν χάσει από τον Ιωάννη Βατάτζη το 1246. Ο Θεόδωρος κατάφερε να τους αποκρούσει δύο φορές και να συνάψει συνθήκη ειρήνης μαζί τους το 1256 με την οποία τα σύνορα θα παρέμεναν ως είχαν πριν τον πόλεμο. Ακόμη, τον ίδιο χρόνο ανάγκασε τον δεσπότη Μιχαήλ της Ηπείρου να του παραχωρήσει το Δυρράχιο και τα Σέρβια. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, κέρδισε την εχθρότητα του Μιχαήλ και μεταξύ της Ηπείρου και της Νίκαιας ξεκίνησε πόλεμος, κατά τον οποίο οι Ηπειρώτες είχαν κάποιες επιτυχίες όπως την κατάληψη της Βέροιας και της Καστοριάς. Ο Θεόδωρος πέθανε το 1258 πριν να δει το τέλος του πολέμου. Ο γιος και διάδοχός του, Ιωάννης, ήταν ακόμη ανήλικος, και ο Θεόδωρος λίγο πριν πεθάνει όρισε ως επίτροπό του ένα στενό του συνεργάτη, τον Γεώργιο Μουζάλωνα. Η αριστοκρατία, όμως, ήταν εχθρική προς το πρόσωπο του Γεωργίου. Λίγες μέρες μετά ο Γεώργιος Μουζάλων και οι αδελφοί του δολοφονήθηκαν και νέος επίτροπος ανέλαβε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, που απαίτησε να στεφθεί συναυτοκράτορας μαζί με τον ανήλικο Ιωάννη, πράγμα που έγινε.
Το 1259 ο Μιχαήλ της Ηπείρου συμμάχησε με τον Πρίγκηπα της Αχαΐας, Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, και με τον Βασιλιά της Σικελίας, Μανφρέδο Χοενστάουφεν. Από αυτήν τη συμμαχία απειλούταν άμεσα η Θεσσαλονίκη, και μαζί της η θέση ισχύος της Νίκαιας στα Βαλκάνια και το προβάδισμά της στον αγώνα για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ο Μιχαήλ έστειλε στρατό για να αντιμετωπίσει αυτήν την απειλή με επικεφαλής τον αδελφό του και σεβαστοκράτορα, Ιωάννη Παλαιολόγο, και τον Θεόδωρο Δούκα, αδελφό του δεσπότη Μιχαήλ. Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν τον ίδιο χρόνο στη μάχη της Πελαγονίας. Ο στρατός της Νίκαιας θριάμβευσε, οι αντίπαλοι της κατατροπώθηκαν και μάλιστα ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος πιάστηκε αιχμάλωτος. Στη συνέχεια ο στρατός της Νίκαιας προχώρησε νοτιότερα, κατέλαβε την Άρτα και λεηλάτησε τη Θήβα. Αν και τον επόμενο χρόνο ο δεσπότης Μιχαήλ ανακατέλαβε την Άρτα, το αποτέλεσμα της μάχης της Πελαγονίας είχε γείρει την πλάστιγγα στο μέρος της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης - Επανίδρυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1261)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1260 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος επιχείρησε μία επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, που όμως απέτυχε. Καταλαβαίνοντας ότι χρειαζόταν ισχυρό στόλο για να αντιμετωπίσει τον βενετικό στόλο που υπερασπιζόταν την πόλη, υπέγραψε το 1261, στο Νυμφαίο της Μικράς Ασίας, συνθήκη με τη Γένουα, με την οποία της παραχωρούσε εμπορικά προνόμια στην αυτοκρατορία και ένα ειδικό τομέα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη με αντάλλαγμα τη ναυτική βοήθεια Γένουας για επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης.
Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, όμως, αποδείχτηκε ευκολότερη υπόθεση από ότι υπολόγιζε ο Μιχαήλ. Τον Ιούλιο του 1261 έστειλε τον στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο με μικρή δύναμη, για αναγνωριστική αποστολή στα σύνορα με τη Βουλγαρία με τη διαταγή να περάσει κοντά στην Κωνσταντινούπολη και να κάνει μία επίδειξη δύναμης. Περνώντας έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ο Στρατηγόπουλος πληροφορήθηκε ότι το σύνολο της φρουράς της πόλης και του βενετικού στόλου έλειπαν σε μία επιχείρηση για την κατάληψη του νησιού Δαφνουσία του Ευξείνου Πόντου. Έτσι, με ξαφνική επίθεση στη σχεδόν αφύλακτη πόλη ο Στρατηγόπουλος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιουλίου του 1261. Οι Βενετοί, όταν πληροφορήθηκαν τα συμβάντα, έσπευσαν να επιστρέψουν, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να παραλάβουν τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο λιμάνι και να διασώσουν τον Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο Β΄. Η λατινική κυριαρχία έφτασε έτσι άδοξα στο τέλος της ύστερα από 57 χρόνια.
Στις 15 Αυγούστου 1261 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος μπήκε στην πόλη και στέφθηκε για δεύτερη φορά αυτοκράτορας, αυτή τη φορά χωρίς τον Ιωάννη Δ΄ που παραγκωνίσθηκε τελείως και λίγο καιρό αργότερα τυφλώθηκε.
Με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επανιδρύθηκε και κράτησε μέχρι και το 1453, οπότε και κατελήφθη υπό των Οθωμανών Τούρκων. Η πορεία της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας έληξε.
Αυτοκράτορες της Νίκαιας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης (1204-1222)
- Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254)
- Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (1254-1258)
- Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρης (1258-1261)
- Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (συναυτοκράτορας 1259-1261, έπειτα ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]