Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άμερσφοορτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 52°9′0″N 5°22′48″E / 52.15000°N 5.38000°E / 52.15000; 5.38000

Άμερσφοορτ

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Άμερσφοορτ
52°9′0″N 5°22′48″E
ΧώραΟλλανδία
Διοικητική υπαγωγήΟυτρέχτη[1]
Ίδρυση1259
Διοίκηση
 • Σώμαcollege van burgemeester en wethouders of Amersfoort
 • mayor of AmersfoortLucas Bolsius (από 2010)
Έκταση63,86 km²[2]
Υψόμετρο3 μέτρα
Πληθυσμός157.462 (1  Ιανουαρίου 2021)[3]
Ταχ. κωδ.3800–3829
Τηλ. κωδ.033
Ζώνη ώραςUTC+01:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Άμερσφοορτ (ολλανδικά: Amersfoort, uitspraak ) είναι πόλη και έδρα δήμου της ολλανδικής επαρχίας της Ουτρέχτης. Ο δήμος έχει έκταση 63,78 χιλιόμετρα και πληθυσμό 149.653 κατοίκους (2012). Είναι η 2η σε πληθυσμό πόλη της επαρχίας και η 15η της Ολλανδίας. Θεωρείται το γεωγραφικό κέντρο της χώρας.

Το Άμερσφοορτ είναι αναπτυσσόμενη πόλη, με οικονομία που βασίζεται στη βιομηχανία και στη βιοτεχνία, ενώ αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους σιδηροδρομικούς κόμβους της Ολλανδίας και σημαντικό στρατιωτικό κέντρο.

Οι κάτοικοι ονομάζονται Άμερσφοορτερς (Amersfoorters).

Άποψη της πόλης με την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στο κέντρο
Άποψη της πόλης με την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στο κέντρο

Η ονομασία της πόλης προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά Amer(s)+foort. Άμερ (Amer) ονομαζόταν παλαιότερα ο μικρός ποταμός Έιμ (Eem) που περνά μέσα από την πόλη. Αυτός σχηματιζόταν από τρία μικρότερα επί μέρους παρακλάδια (ρέματα) τα οποία, στο σημείο συμβολής τους, δημιουργούσαν ένα φυσικό πέρασμα/διάβαση (voorde). Έτσι, Άμερσφοορτ, σημαίνει στην κυριολεξία «διάβαση στον (ποταμό) Έιμ».

Οι πρώτοι άνθρωποι (κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες) φαίνεται να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήδη από τη Μεσολιθική περίοδο, όπως αποδεικνύουν ανασκαφικά ευρήματα. Ίχνη οικισμών από τη Νεολιθική περίοδο, δεν έχουν ανακαλυφθεί έως σήμερα, αλλά διάφορα ευρήματα (π.χ. κούπες φαγητού) δείχνουν ότι, πιθανότατα, η κατοίκηση της περιοχής συνεχίστηκε. Αλλά και από τις Εποχές Χαλκού και Σιδήρου έχουν βρεθεί τάφοι σε λόφους όπως και ίχνη κατοίκησης.

Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή δεν φαίνεται να υπάρχουν ίχνη μόνιμης εγκατάστασης, παρά μόνον περιστασιακής.

Οι πρώτες αναφορές με το όνομα της πόλης έρχονται από το 1028, οπότε γίνεται λόγος για κάποιες εγκαταστάσεις αγροτών. Η στρατηγική θέση της περιοχής υπήρξε η αιτία που, η Επισκοπή της Ουτρέχτης, αποφάσισε να εκμεταλλευθεί την Κοιλάδα Χέλντερ (de Gelderse Vallei). Έτσι, αποφασίστηκε η επίσημη -με καταστατικό- δημιουργία οικισμού, γύρω στο πρώτο μισό του 12ου αιώνα, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η Εκκλησία του Αγ. Γεωργίου.

Πίνακας του 1864, όπου διακρίνονται τα σπίτια του Τείχους και ο Πύργος των Κλεφτών
Πίνακας του 1864, όπου διακρίνονται τα σπίτια του Τείχους και ο Πύργος των Κλεφτών

Η πόλη απέκτησε Χάρτα Δικαιωμάτων το 1259, με τον χαρακτηρισμό της ως oppidum, δηλαδή οχυρό, οπότε κτίστηκαν τείχη και πύλες εισόδου. Οι αναφορές για τα τείχη έρχονται από τα τέλη του 13ου αιώνα (μήκος 1550 μέτρα και τάφροι γύρω από αυτά). Ίχνη από αυτά τα πρώτα τείχη, μπορεί κανείς να δει ακόμη και σήμερα, στο ιστορικό κέντρο της πόλης.

Το 1340 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε τα μισά από τα οικοδομήματα της πόλης. Το 1380 άρχισε η ανέγερση νέου τείχους που ολοκληρώθηκε το 1450. Είχε συνολικό μήκος 2850 μέτρων και σχεδόν τριπλασίασε το εμβαδόν της οχυρωμένης πόλης. Τότε κτίστηκαν και οι σπουδαιότερες πύλες του Άμερσφοορτ, μερικές από τις οποίες υφίστανται μέχρι τις μέρες μας, αντίθετα με το τείχος του οποίου έχουν απομείνει λιγοστά σημεία από την αρχική κατασκευή. Πάντως, η σημερινή οικοδόμηση στην περιοχή του τότε υφισταμένου τείχους, ακολουθεί την αρχική του πορεία, όπως στην περιοχή Μύρχουιζεν (de Muurhuizen) (=Σπίτια του Τείχους).

Κατά τον Μεσαίωνα η πόλη γνώρισε οικονομική άνθηση λόγω του ότι θεωρήθηκε «θαυματουργή πόλη» -εξ αιτίας ενός αγάλματος της Παναγίας- και, πλήθη κόσμου συνέρρεαν σ' αυτήν για προσκύνημα. Κατά τη διάρκεια του Ογδοηκονταετούς Πολέμου κατελήφθη από τις Συμμαχικές Πολιτείες (Staatsen) και, ένα χρόνο αργότερα από τους Ισπανούς. Το 1579 ανακαταλήφθηκε από τους Ολλανδούς και συμπεριελήφθη στην Ένωση της Ουτρέχτης. Η οικονομία της πόλης, όμως, γνώρισε κάμψη και ο πληθυσμός έμεινε στάσιμος, αφού μέχρι τον 19ο αιώνα το Άμερσφοορτ δεν ξεπέρασε τους 8.000 κατοίκους.

Το 1850 οι πολίτες γκρέμισαν μεγάλο μέρος των τειχών και των πυλών της πόλης και το οικοδομικό υλικό χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία δρόμων και πλατειών. Κατόπιν παρέμβασης του Γουλιέλμου Β’ (Willem II) απεφεύχθη η κατεδάφιση τριών σημαντικών πυλών της πόλης (βλ. Πύλες) -σώζονται ως σήμερα- και μέρους των τειχών.

Η ανάπτυξη επέστρεψε μαζί με το σιδηρόδρομο, που ήλθε στην πόλη το 1863. Από τότε το Άμερσφοορτ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους ολόκληρης της Ολλανδίας. Το 1870 αποφασίστηκε από την κυβέρνηση, η πόλη να γίνει στρατιωτικό κέντρο, λόγω της παρουσίας σημαντικών πεδίων εκπαίδευσης στην περιοχή (Vlasakkers, Leusderheide), αλλά και των σιδηροδρομικών γραμμών που τη συνέδεαν με όλη τη χώρα.

Τον Μάιο του 1940 οι αρχές της Ολλανδίας αποφάσισαν την εκκένωση μεγάλου μέρους της πόλης (43.000 κάτοικοι), λόγω των αναμενομένων μαχών στην περιοχή, εξαιτίας του χαρακτηρισμού του Άμερσφοορτ ως υψίστης σημασίας στρατιωτική τοποθεσία. Τέσσερις μέρες μετά οι κάτοικοι επέστρεψαν, αλλά την πόλη κατέλαβαν οι Γερμανοί και ίδρυσαν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η εβραϊκή κοινότητα της πόλης αποδεκατίστηκε (περίπου 640 άνθρωποι).

Στη δεκαετία του ’70 αποφασίστηκε να «μειωθεί» ο συσχετισμός του Άμερσφοορτ με μία καθαρά στρατιωτική πόλη και να δοθεί βάρος σε άλλους τομείς. Πράγματι άρχισαν σταδιακά να κλείνουν τα περισσότερα από τα στρατόπεδα της περιοχής, προς όφελος της οικιστικής δόμησης. Η πόλη έχει επεκταθεί αρκετά, νέες βιομηχανίες έχουν εγκατασταθεί, ενώ από τα κάποτε πολλά στρατόπεδα, σήμερα έχει απομείνει μόνον ένα.

Τοπογραφικός χάρτης του Άμερσφοορτ
Τοπογραφικός χάρτης του Άμερσφοορτ

Το Άμερσφοορτ βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα της επαρχίας στην οποία ανήκει, στην κοιλάδα που σχηματίζει ο μικρός ποταμός Έιμ και στα κράσπεδα μιας σχετικά υψηλής -για την Ολλανδία- περιοχής (Utrechtse Heuvelrug), που χαρακτηρίζεται από την παρουσία λόφων, 22 χιλιόμετρα ΒΔ της Ουτρέχτης.

Η πόλη διαιρείται σε 22 συνοικίες.

Η πόλη υπήρξε κατά τον Μεσαίωνα τόπος προσκυνήματος Καθολικών (bedevaartsoord) (βλ. ιστορία). Μετά τη Μεταρρύθμιση, όμως, άρχισε μία σταδιακή μετατόπιση του κυρίαρχου δόγματος προς τον Προτεσταντισμό, χωρίς να υπάρχει διάρρηξη των δεσμών με το ρωμαιοκαθολικισμό. Μετά τον χαρακτηρισμό της πόλης ως το σημαντικότερο στρατιωτικό κέντρο της Ολλανδίας και την έλευση πολλών μισθοφόρων στρατιωτών, ο προτεσταντικός χαρακτήρας της πόλης ενισχύθηκε περαιτέρω και, μόνο τα τελευταία 40 χρόνια με το κλείσιμο πολλών στρατοπέδων επήλθε κάποια ισορροπία. Παρά ταύτα, η πόλη θεωρείται προτεσταντική και αυτό φαίνεται και από τα πολλά εκκλησιαστικά ιδρύματα που υπηρετούν το συγκεκριμένο δόγμα, όπως το Γυμνάσιο των Ευαγγελιστών (de Evangelische Hogeschool).

Επίσης υπάρχει και η Εβραϊκή Κοινότητα με τη Συναγωγή της, παρά τον αποδεκατισμό της κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

  • Το Φλέιτε (Ηet Museum Flehite): είναι το ιστορικό μουσείο της πόλης και της περιοχής του ποταμού Έιμ. Ιδρύθηκε το 1800 και οφείλει την ονομασία του στο ομώνυμο οχυρό της περιοχής.
  • Το Σπίτι του Μοντριάν (Het Mondriaanhuis Museum): είναι το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα οκτώ χρόνια της ζωής του, ο φημισμένος ζωγράφος Πητ Μοντριάν. Βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της πόλης και είναι ενωμένο με το κτήριο του σχολείου όπου δίδασκε ο πατέρας του. Μεταξύ 1953 και 1980 είχε χρησιμοποιηθεί ως κέντρο εκκλησιασμού των Ολλανδών Μεταρρυθμιστών. Εκθέτει ιστορικά στοιχεία της πορείας του ζωγράφου και επικεντρώνεται ειδικά στη σχέση του με το γεωμετρικά-αφηρημένο στυλ της τέχνης του. Επίσης εκτίθενται έργα άλλων ζωγράφων επηρεασμένων από εκείνον.
Το σπίτι (μουσείο) του Μοντριάν
Το σπίτι (μουσείο) του Μοντριάν
  • Το Μουσείο Αρμάντο (Ηet Armando Museum): ήταν αφιερωμένο στον Ολλανδό ζωγράφο, γλύπτη, ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Αρμάντο (1929-). Αρχικά στεγαζόταν σε εκκλησία από το 1998 μέχρι το 2007, όμως μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε πολλά έργα της συλλογής, καθώς και έργα δανεισμένα από άλλα μουσεία[4] και από τότε γίνονται συνεχείς προσπάθειες εύρεσης ενός μονίμου εκθεσιακού χώρου που θα στεγάσει τα έργα του καλλιτέχνη.
  • Το Μουσείο (Στρατιωτικού) Ιππικού (Ηet Cavaleriemuseum): εκτίθενται αντικείμενα που έχουν σχέση με το Ολλανδικό Στρατιωτικό Ιππικό (στολές, όπλα, πίνακες, μινιατούρες), αλλά και με τη -στρατιωτική- συνέχειά του, το Πυροβολικό.
  • Ο Αγ. Γεώργιος (De Sint-Joriskerk): τρίκλιτη εκκλησία που ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1280 στη θέση παλαιότερου παρεκκλησίου, αλλά πήρε την τελική της μορφή αιώνες αργότερα, με τη σταδιακή προσθήκη επιμέρους τμημάτων. Το 1579 έγινε προτεσταντική, ενώ γνώρισε μεγάλη αναπαλαίωση και συντήρηση κατά την τελευταία δεκαετία. Διαθέτει τρία εκκλησιαστικά όργανα και ανήκει στα μνημεία της ολλανδικής παραδοσιακής κληρονομιάς (Rijksmonument).
  • Ο Αγ. Φραγκίσκος (De Sint-Franciscus-Xaveriuskerk): νεοκλασσική ρωμαιοκαθολική εκκλησία του 1817, στη θέση παλαιότερου κτίσματος Ιησουϊτών.
  • Ο Πύργος των Κλεφτών (De Plompetoren of Dieventoren): μεσαιωνικός πύργος, τμήμα του μεγάλου τείχους που περιέβαλλε την πόλη εκείνη την εποχή. Το όνομά του οφείλεται στη χρήση του ώς φυλακή, από το 1434 μέχρι το 1889.
  • Ο Πύργος της Παναγίας (De Onze-Lieve-Vrouwetoren): εκκλησιαστικός πύργος υστερογοτθικού ρυθμού που, με ύψος 98,33 μέτρα, ανήκει στους υψηλότερους στη Ολλανδία. Πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μεταξύ 1444 και 1470 στα πρότυπα του Ντόμτορεν στην Ουτρέχτη. Διαθέτει δύο καριγιόν, από τα οποία το παλαιότερο είναι του 17ου αιώνα. Η παράδοση θέλει τον πύργο να βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της χώρας και οι κάτοικοι τον αποκαλούν χαϊδευτικά ο «Ψηλός Γιαν» (Lange Jan).
  • Η Κάμπερμπίνεν (De Kamperbinnenpoort): πύλη του 13ου αιώνα, κατάλοιπο των παλαιών τειχών που πλαισιώνεται από δύο πυργίσκους.
Η Πύλη Κόπελ
  • Η Κόπελ (De Koppelpoort): εντυπωσιακή πύλη του 15ου αιώνα που διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση.
  • Η Μόνικενταμ (=Πύλη των Μοναχών) (De Monnikendam): πύλη-γέφυρα του 1435 στην ανατολική πλευρά της πόλης, πλαισιωμένη από δύο πυργίσκους.
  • Το Τείχος (De Stadsmuur): άρχισε να κτίζεται κατά τον 13ο ή 14ο αιώνα (βλ. Ιστορία) και επεκτεινόταν σταδιακά. Σήμερα διατηρούνται σε καλή κατάσταση αρκετά τμήματά του, αλλά αυτά που παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα είναι τα πάμπολλα οικήματα (Muurhuizen) κατά μήκος του, για τα οποία η πόλη φημίζεται, και που αποτελούν διατηρητέα μνημεία.
  • Ο Ζωολογικός Κήπος (Ηet DierenPark Amersfoort): βρίσκεται έξω από την πόλη, στο δάσος Μπιρκχόφεν, και ιδρύθηκε το 1948. Προσελκύει γύρω στους 750.000 επισκέπτες (2008), αριθμός που τον φέρνει στη 16η θέση στην Ολλανδία από πλευράς επισκεψιμότητας αξιοθεάτων.
  • Η Πέτρα του Άμερσφοορτ (βλ. Φολκλόρ).

Το 2006 το Άμερσφοορτ κατέκτησε τον τίτλο της «πιο πράσινης ολλανδικής πόλης» ('Groenste Stad van Nederland').

Η Πέτρα στο Άμερσφοορτ
Η Πέτρα στο Άμερσφοορτ

Το Άμερσφοορτ έχει το «παρατσούκλι» Κέιστατ (Keistad=Πόλη του Βράχου) και οι κάτοικοι το -προσβλητικό για μερικούς- Κέιεντρέκκερς (Keientrekkers=Βραχοκουβαλητές).

Σύμφωνα με την παράδοση, όλα ξεκίνησαν το 1661, όταν κάποιος γαιοκτήμονας της περιοχής στοιχημάτισε ότι οι κάτοικοι της πόλης θα μπορούσαν να μεταφέρουν ένα μεγάλο βράχο (Kei) από την γύρω περιοχή της Ουτρέχτης μέσα στην πόλη. Ο γαιοκτήμονας έπεισε τους κατοίκους να το επιχειρήσουν, χωρίς όμως να τους αναφέρει τον λόγο -το στοίχημα-. Το εγχείρημα πέτυχε με τη χρήση ελκήθρου και αμαξών και ο ογκόλιθος (γρανίτης βάρους 9 τόνων) τοποθετήθηκε σε ειδικό βάθρο. Όταν όμως οι κάτοικοι έμαθαν ότι η προσπάθειά τους έγινε αναίτια, ντράπηκαν και εκνευρίστηκαν τόσο, που έθαψαν τον βράχο εκεί κοντά. Το 1903 -πάντα κατά την παράδοση- ο βράχος βρέθηκε και οι κάτοικοι 50 χρόνια μετά (1953) αποφάσισαν να τον εκθέσουν πάλι, ως τουριστικό αξιοθέατο.

  1. gemeentegeschiedenis.nl.
  2. 2,0 2,1 register of public bodies. Ανακτήθηκε στις 21  Ιανουαρίου 2023.
  3. «Kerncijfers wijken en buurten 2021». Statistics Netherlands. 6  Αυγούστου 2021.
  4. «Armando Museum in ruins». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]