Αικατερίνη Κοσάτσα της Βοσνίας
Αικατερίνη Κοσάτσα της Βοσνίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Katarina Kosača (Βοσνιακά) |
Γέννηση | 20 Δεκεμβρίου 1425[1] Μπλάγκαϊ |
Θάνατος | 25 Οκτωβρίου 1478 Ρώμη |
Τόπος ταφής | Σάντα Μαρία ιν Αρακοέλι και Tomb of Queen Catherine of Bosnia |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Βοσνίας |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία Bosnian Church |
Eορτασμός αγίου | 25 Οκτωβρίου |
Θρησκευτικό τάγμα | Third Order of Saint Francis |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Βασιλική σύζυγος |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Τόμας της Βοσνίας |
Τέκνα | Ισάκ Μπέη Κράλογλου Αικατερίνη Τομάσεβιτς της Βοσνίας |
Γονείς | Στιέπαν Βούκτσιτς Κοσάτσα και Jelena Balšić Kosača |
Αδέλφια | Vladislav Hercegović Χερσεκλί Αχμέτ Πασάς Μπάλσα Γ΄ Vlatko Hercegović |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Αικατερίνη Κοσάτσα, σερβοκροατικά: Katarina Kosača/Катарина Косача, (1424/1425 – 25 Οκτωβρίου 1478) ήταν βασίλισσα της Βοσνίας ως σύζυγος του βασιλιά Τόμας, του προτελευταίου Βόσνιου ηγεμόνα. Γεννήθηκε στον ισχυρό Οίκο των Κοσάτσα, ένθερμων υποστηρικτές της Βοσνιακής Εκκλησίας (Βογόμιλοι). Ο γάμος της το 1446 κανοίστηκε, για να φέρει ειρήνη μεταξύ του βασιλιά και τού πατέρα της, Στιέπαν Βούκτσιτς. Η βασιλεία της Αικατερίνης, η οποία εκείνη τη στιγμή ασπάστηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό, σημαδεύτηκε από μία δυναμική κατασκευή εκκλησιών σε όλη τη χώρα.
Μετά το τέλος τού συζύγου της το 1461, ο ρόλος της Αικατερίνης υποχώρησε σε εκείνον της χήρας βασίλισσας στην Αυλή του θετού γιου της, του βασιλιά Στεφάν Τομάσεβιτς. Δύο χρόνια αργότερα, δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον Μωάμεθ Β΄ εισέβαλαν στη Βοσνία και έβαλαν τέλος στο ανεξάρτητο βασίλειο. Ο θετός γιος της Αικατερίνης εκτελέστηκε, ενώ ο Σιγισμούνδος Τομάσεβιτς και η Αικατερίνη Τομάσεβιτς, ο γιος και η κόρη της από τον Θωμά, συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εξισλαμίστηκαν. Η βασίλισσα Αικατερίνη διέφυγε, κατέφυγε στο Ντουμπρόβνικ και τελικά εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου έλαβε σύνταξη από τον πάπα. Από τη Ρώμη προσπάθησε να επανενωθεί με τα παιδιά της. Οι προσπάθειές της να διαπραγματευτεί και να προσφέρει λύτρα, αποδείχθηκαν μάταιες. Απεβίωσε ως Φραγκισκανή τριτοβάθμια στη Ρώμη, έχοντας ονομάσει τον πάπα φύλακα της Βοσνίας και τα παιδιά της κληρονόμους τού θρόνου, εάν επιστρέψουν στον Χριστιανισμό.
Η βασίλισσα Αικατερίνη παραμένει μία από τις σημαντικότερες μορφές της λαϊκής παράδοσης και ιστορίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Εδώ και καιρό λατρεύεται από τους Καθολικούς της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και θεωρείται όλο και περισσότερο ως ένα σημαντικό διεθνικό κρατικό σύμβολο.
Νεανική ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αικατερίνη ήταν κόρη τού Στγιέπαν Βούκσιτς Κοσάτσα, μεγάλου δούκα της Βοσνίας και δούκα των Χουμ και Πριμόργιε, Κνιαζ της Ντρίνα, ο οποίος συνήθως θεωρείται από την ιστοριογραφία ως το πιο ισχυρό πρόσωπο των συγχρόνων του μεταξύ των βοσνιίων ευγενών. Η επικράτειά του έγινε αργότερα γνωστή ως Ερζεγοβίνη, από τον γερμανικό τίτλο του herzog, τον οποίο αυτός υιοθέτησε αργότερα σε σχέση με το Humska Zemlja (Γη του Χουμ). Μητέρα της Αικατερίνης ήταν η Γιελένα, κόρη του Μπάλσα Γ΄ κυρίου της Zέτα και η πρώτη από τις τρεις συζύγους τού Στγιέπαν. Η Αικατερίνη ήταν το πρώτο παιδί του ζεύγους[2], αλλά η ακριβής ημερομηνία γέννησής της δεν είναι γνωστή:[3] έχει προταθεί τόσο το έτος 1424[4], όσο και τα τέλη Αυγούστου 1425[5] από τους βιογράφους της. Μπορεί να υποτεθεί, ότι ο τόπος γέννησής της ήταν είτε το φρούριο Σόκολ, ένα από τα οικιστικά φρούρια του Οίκου Koσάτσα, είτε η φεουδαρχική πόλη Μπλαγκάγι, η αγαπημένη κατοικία του Στγιέπαν.[2]
Λίγα είναι γνωστά για την προγαμιαία ζωή της Αικατερίνης. Η παλαιότερη πηγή που την αναφέρει, είναι η διαθήκη της εκ μητρός προγιαγιάς της, Γιελένας Λαζάρεβιτς, με ημερομηνία 25 Νοεμβρίου 1442, στην οποία της άφησε τα χρυσά της σκουλαρίκια και ένα βραχιόλι σε σχήμα φιδιού.[2] Ο πατέρας της Στγιέπαν ήταν μέλος και σημαντικός υποστηρικτής της Βοσνιακής Εκκλησίας (Βογόμιλοι), ενώ η μητέρα της ήταν Χριστιανή Ορθόδοξη. Η Αικατερίνη μεγάλωσε με την πίστη (δόγμα) του πατέρα της.[6]
Η Αικατερίνη έρχεται στο επίκεντρο μετά την άνοδο του Τόμας στον θρόνο της Βοσνίας το 1443. Ο Τόμας ήταν νόθος γιος, αλλά ορίστηκε κληρονόμος από τον Tβρτκο Β΄. Ανήκε στη Βοσνιακή Εκκλησία και νυμφεύτηκε σύμφωνα με τα έθιμά της. Η πρώτη σύζυγός του Βογιάτσα, ήταν μητέρα τού γιου του Στεφάν Τομάσεβιτς. Δύο χρόνια μετά την άνοδό του, ο βασιλιάς Τόμας εγκατέλειψε την «αίρεση» της Εκκλησίας της Βοσνίας και μεταστράφηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Η Καθολική Εκκλησία δεν αναγνώρισε τον γάμο του με τη Βογιάτσα ως έγκυρο και ο πάπας Eυγένιος Δ΄ τού έδωσε την άδεια να την αποπέμψει στις αρχές του 1445. Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ τού βασιλιά και τού πατέρα της Αικατερίνης, που μαινόταν από την ενθρόνιση του πρώτου, έληξε αμέσως μετά. Η ειρήνη επρόκειτο να επισφραγιστεί με τον γάμο τού βασιλιά Τόμας και της Αικατερίνης, μία μεγάλη τιμή για τον πατέρα της.[3] Ο γάμος μπορεί να είχε σχεδιαστεί ήδη από τις αρχές του 1445, όταν ο Tόμας ζήτησε την ακύρωση της ένωσής του με τη Βογιάτσα.[7]
Ο γάμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η τελετή του γάμου διεξήχθη σύμφωνα με το καθολικό τυπικό[7] μεταξύ 19 Μαΐου, όταν η Αικατερίνη έφτασε στο Mιλόντραζ κοντά στη Φογνίτσα συνοδευόμενη από τον πατέρα της, και στις 22 Μαΐου 1446.[8] Στον γάμο παρευρέθηκε αντιπροσωπεία από τη Δημοκρατία της Ραγκούσας (Ντουμπρόβνικ), αλλά απέτυχε να βάλει τέλος σε όλες τις εσωτερικές διαμάχες, αφού κορυφαίοι ευγενείς όπως ο Iβάνις Πάβλοβιτς (πρώτος εξάδελφος της Αικατερίνης, άρχοντας της ανατολικής Βοσνίας) και ο Πέταρ Βογισάλιτς (άρχοντας του Ντόνγιι Κράγιι) τον σνόμπαραν. Η στέψη, που είχε προγραμματιστεί να γίνει στο Mίλε κοντά στο Βισόκo αμέσως μετά το γάμο, προφανώς αναβλήθηκε.[9] Η νέα βασιλική σύζυγος μεταστράφηκε στον καθολικισμό ("παραμέρισε τα λάθη Παταρίν"), πιθανότατα πριν από το γάμο της[7] και της επετράπη από τον πάπα Ευγένιο Δ΄ να επιλέξει για τον εαυτό της δύο ιερείς από τους Βόσνιους Φραγκισκανούς.[10] Ο πατέρας της βασίλισσας φαίνεται να σκέφτηκε επίσης να προσηλυτιστεί, αλλά τελικά εγκατέλειψε την ιδέα και παρέμεινε οπαδός της Βοσνιακής Εκκλησίας μέχρι το τέλος του.[7]
Η Αικατερίνη αποδείχθηκε ότι ήταν ζηλωτής προσήλυτη.[6] Ξεκίνησε και χρηματοδότησε από την προίκα της την ανέγερση εκκλησιών σε όλη τη Βοσνία, ξεκινώντας με μία στο Kούπρες το 1447, ακολουθούμενη από εκκλησίες στο Kρούπα να Βρμπάσου και στο Γιεζέρο. Μία εκκλησία στο Γιάγιτσε κτίστηκε το 1458. Τον Δεκέμβριο του 1458 έγραψε στον πάπα Πίο Β΄, ζητώντας η εκκλησία στο Γιάγιτσε, που κτίστηκε μαζί με ένα μοναστήρι των Φραγκισκανών και ένα βικαριάτο, να ονομαστεί από τη συνονόματή της, Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας. Ο Πίος Β΄ αποδέχθηκε το αίτημά της με μία βούλα, που εκδόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου, δίνοντας άφεση σε όποιον επισκεπτόταν την εκκλησία της βασίλισσας Αικατερίνης τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ή σε ορισμένες εορτές. Μία άλλη εκκλησία που κτίστηκε από τη βασίλισσα Αικατερίνη στο Γιάγιτσε και αφιερώθηκε στην Αγία Αικατερίνη, ήταν ένα απλό βασιλικό παρεκκλήσιο. Οι εκκλησίες που κτίστηκαν στη Βρμπάνγια, Βράντουκ, Tεσάνγι και Βρίλα αποδίδονται τόσο στην Αικατερίνη, όσο και στον σύζυγό της.[11]
Το βασιλικό ζευγάρι είχε τουλάχιστον δύο παιδιά μαζί. Το 1449 ο βασιλιάς ειδοποίησε τη Ραγκούσα για τη γέννηση ενός γιου: αυτός είναι πιθανό να ήταν ο Σιγισμούνδος. Μία κόρη με το όνομα Αικατερίνη Τομάσεβιτς γεννήθηκε το 1453.[12] Η βασίλισσα Αικατερίνη μπορεί επίσης να ήταν μητέρα ενός τρίτου γιου του βασιλιά Τόμας, ο οποίος τάφηκε στη Μελέντα. Ο Mαύρο Ορμπίνι, ένας χρονικογράφος της Ραγκούσας του 16ου αι., πίστευε, ότι το αγόρι γεννήθηκε από τη Βογιάτσα.[13] Αν η Αικατερίνη ήλπιζε ότι ο γάμος του θετού της γιου με τη (Μαρία) Έλενα της Σερβίας και η επακόλουθη άνοδός του στον σερβικό θρόνο το 1459 θα άνοιγε τον δρόμο για την άνοδο τού γιου της στη Βοσνία, οι ελπίδες διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα: μέσα σε τρεις μήνες ο Στέφαν Τομάσεβιτς έχασε το δεσποτάτο της Σερβίας από τους Οθωμανούς και επέστρεψε στη Βοσνιακή βασιλική Αυλή με τη σύζυγό του.[14]
Χηρεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλιάς Τόμας απεβίωσε το καλοκαίρι του 1461, αφήνοντας την Αικατερίνη μία 37χρονη χήρα με δύο ανήλικα παιδιά. Ο θετός της γιος Στεφάν Τομάσεβιτς ανέβηκε στο θρόνο, όπως είχε προβλεφθεί.[10] Οι σχέσεις της Αικατερίνης μαζί του ήταν κακές κατά τη διάρκεια της ζωής του Tόμας. Αυτό τώρα απειλούσε να αποδυναμώσει το βασίλειο έναντι των αντιπάλων του, κυρίως της ταχέως αναπτυσσόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Στέφεν Τομάσεβιτς ήταν έτσι αποφασισμένος να διευθετήσει τις διαφορές του με την Αικατερίνη[15] και της εξασφάλισε τον τίτλο και τα προνόμια μίας χήρας βασίλισσας.[10] Έχοντας διαβεβαιώσει τον εαυτό του για τη «στοργή» του Στεφάν Τομάσεβιτς για την κόρη του, ο μέγας δούκας απέφυγε να αμφισβητήσει τη διαδοχή και να διεκδικήσει το στέμμα για τον εγγονό του από την Αικατερίνη. Την 1η Δεκεμβρίου ο μέγας δούκας έγραψε στους Βενετούς αξιωματούχους, ότι ο νέος βασιλιάς «την πήρε ως μητέρα του»,[15] η Βογιάτσα είχε ήδη αποβιώσει.[15] Αν και ευρέως πιστεύεται ότι αποσύρθηκε στο κάστρο του Κοζόγκραντ επάνω από τη Φογινίτσα ως κληρονόμος, δεν υπάρχει ιστορική βάση, για την απόρριψη της πιθανότητας να παρέμεινε στη βασιλική Αυλή στο Γιάγιτσε ως μητέρα των πλησιέστερων κληρονόμων του Στεφάν Τομάσεβιτς.[16]
Το 1462, η κατάσταση της Αικατερίνης επιδεινώθηκε. Ο αδελφός της Βλάντισλαβ επαναστάτησε εναντίον τού πατέρα τους και ζήτησε βοήθεια από τους Οθωμανούς. Ο μέγας δούκας και ο βασιλιάς άρχισαν να προετοιμάζουν άμυνες, αλλά ο τελευταίος έκανε ένα μοιραίο λάθος, προκαλώντας περαιτέρω τον ισχυρό εχθρό και στη συνέχεια βασιζόμενος στη βοήθεια τού Χριστιανικού κόσμου. Την άνοιξη του 1463 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ και ο στρατός του άρχισαν να προελαύνουν προς τη Βοσνία. Η Αικατερίνη, η οποία πιστεύεται ότι είχε πάει νότια για να επισκεφτεί την έριξε την διαπληκτιζόμενοι οικογένειά της, αμέσως επέστρεψε στην κατοικία της.[16][17]
Μέχρι τον Μάιο, τα φρούρια έπεφταν γρήγορα στα χέρια των Οθωμανών. Η βασιλική οικογένεια φαίνεται ότι αποφάσισε να διασκορπιστεί από το Γιάγιτσε και να καταφύγει προς την Κροατία και την ακτή προς διάφορες κατευθύνσεις, για να παραπλανήσει τους εισβολείς.[16] Η Αικατερίνη βρέθηκε πολιορκημένη στο κάστρο του Κοζόγκραντ, ενώ τα παιδιά της αιχμαλωτίστηκαν στην πόλη Zβετσάγι και μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα του Μωάμεθ Β΄, την Κωνσταντινούπολη. Ο θετός της γιος εξαπατήθηκε να παραδοθεί στο Kλγίουτς, από όπου διέταξε όλους τους καστελλάνους του να παραδώσουν τα φρούρια, αλλά το Koζόγκραντ αψήφησε την εντολή τού βασιλιά.[14] Οι υπερασπιστές του φαίνεται να έβαλαν τέλος στους Οθωμανούς, ενώ η Αικατερίνη διέφυγε. Ο Βλάντισλαβ ενημερώθηκε από τους Ραγκουσίους στις 23 Μαΐου, ότι θα έστελναν πλοία για την αδελφή του, εάν κατάφερνε να φτάσει στην ακτή.[18] Δύο ημέρες αργότερα, ο θετός της γιος εκτελέστηκε με εντολή του Μωάεθ Β΄. Η βασίλισσα οδηγήθηκε στο Koνγίιτς και από εκεί πιθανότατα προς την Ντριγιέβνα, πριν τελικά επιβιβαστεί στα υποσχεμένα πλοία στο Στον και αποπλεύσει στο Λόπουντ, ένα νησί που κατέχεται από τη Δημοκρατία της Ραγκούσας.[19] Οι δύο βασίλισσες, η Αικατερίνη και η Μαρία, ήταν τα μόνα μέλη της βασιλικής οικογένειας που γλίτωσαν από τους Οθωμανούς.[16]
Καταφύγιο στη Ραγκούσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αικατερίνη έφτασε στο Λόπουντ το δεύτερο μισό του Ιουνίου 1463. Οι αρχές της Ραγκούσας, ανήσυχοι ότι η φιλοξενία της βασίλισσας θα μπορούσε να προκαλέσει μία οθωμανική επίθεση στο δικό τους κράτος, αρνήθηκαν την είσοδό της στην ίδια τη Ραγκούσα μέχρι τις 23 Ιουλίου, αφού ο πατέρας και τα αδέλφια της εξαπέλυσαν μία επιτυχημένη αντεπίθεση εναντίον των Οθωμανών και τους απώθησαν από τη Ραγκούζα ως τα σύνορα. Η χήρα θετή της νύφρη, η βασίλισσα Μαρία, δεν είχε επίσης πρόσβαση στα νησιά της Ραγκούσας μέχρι τον Ιούλιο. Στη Ραγκούσα, η βασίλισσα Αικατερίνη προσπάθησε να διεκδικήσει τον φόρο του Στον, που καταβάλλεται κάθε χρόνο στους Βόσνιους ηγεμόνες, αλλά οι αρχές αρνήθηκαν στις 20 Αυγούστου. Επιπλέον αποφάσισαν, ότι το ετήσιο μίσθωμα για τη χρήση των σπιτιών και της γης, που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια της Βοσνίας, θα πρέπει να φυλάσσεται στο ταμείο τους, μέχρι να δημιουργηθεί ο νόμιμος κληρονόμος. Στις 26 Οκτωβρίου η Αικατερίνη εμπιστεύτηκε τη Ραγκούσα το αργυρό ξίφος του Τόμας, ορίζοντας ότι θα έπρεπε να παραδοθεί στον Σιγισμόούνδο «εάν ελευθερωθεί κάποτε» ή στο πρόσωπο που αυτή θα ονόμαζε ως κληρονόμο. Αμέσως μετά έφυγε από τη Ραγκούσα για το Σλάνο.[20] Ένας λόγος για την απροθυμία της Ραγκούσας να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Αικατερίνης, μπορεί να ήταν η ανακατάκτηση τμημάτων της Βοσνίας από τον Ούγγρο βασιλιά Mατθία Κορβίνο, άρχοντα της Ραγκούσας, ο οποίος προσπάθησε να αναβιώσει το Βοσνιακό βασίλειο εγκαθιστώντας βασιλιάδες-μαριονέτες.[21]
Οι Koσάτσας απελευθέρωσαν σχεδόν όλη τη γη τους το φθινόπωρο του 1463 και επέτυχαν ακόμη και να καταλάβουν μέρος της πρώην βασιλικής επικράτειας.[22] Η Αικατερίνη πιθανότατα κατευθύνθηκε προς τις κτήσεις της οικογένειάς της, οι οποίες ήταν και πάλι υπό Οθωμανική επίθεση το καλοκαίρι του 1465. Η Αικατερίνη και ο Βλάντισλαβ υποχώρησαν στη χερσόνησο τού Πελγιέσατς, μέχρι που η Ραγκούσα τους παραχώρησε καταφύγιο σε ένα από τα νησιά τους.[23] Η Αικατερίνη έφυγε οριστικά από τη Ραγκούσα τον Σεπτέμβριο του 1465, αλλά η μετέπειτα διαμονή της μπορεί μόνο να υποτεθεί. Πιθανότατα έζησε στη Ζαχλούμια ή στην περιοχή τού Σίμπενικ . Ο μεγάλος δούκας, ο πατέρας της, πέθανε το 1466.[24]
Σύνταξη από τον πάπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1467 η Αικατερίνη έπλευσε προς την Ιταλική Χερσόνησο, πιθανώς μετά από πρόταση του Βερονέζου ουμανιστή Λεονάρντο Μοντάνια, ο οποίος της αφιέρωσε δύο ποιήματα. Πήρε το δικό της σκάφος και αποβιβάστηκε στην Ανκόνα.[26] Μέχρι τις 29 Οκτωβρίου 1467, η βασίλισσα βρισκόταν στη Ρώμη,[26] λαμβάνοντας ήδη μία πολύ γενναιόδωρη σύνταξη από το Παπικό Κράτος.[27] Κατά την άφιξη, ενοικίασε ένα σπίτι για τον εαυτό της και τη συνοδεία της, αποτελούμενο από Βόσνιους ευγενείς, που την είχαν ακολουθήσει. Την 1η Οκτωβρίου 1469, μετακόμισε στη συνοικία της Πίνια, σε ένα σπίτι κοντά στο Σαν Μάρκο Εβαντζελίστα αλ Καμπιντόλιο.[28] Ο πάπας Σίξτος Δ΄ της έδωσε σημαντική περιουσία δίπλα στον Τίβερη.[29]
Η βασίλισσα ήταν εξέχουσα προσωπικότητα στη ρωμαϊκή κοινωνία. Η παρουσία της στον γάμο με πληρεξούσιο του μεγάλου πρίγκιπα Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας και της Βυζαντινής πριγκίπισσας Σοφίας Παλαιολογίνας το 1472 σημειώθηκε ευρέως, όπως και το προσκύνημά της στην Λ' Άκουιλα με την ευκαιρία της μετακομιδής των λειψάνων του Μπερναρντίνο της Σιένα σε μία νέα εκκλησία (την κατασκευή της οποίας είχε χρηματοδοτήσει, μεταξύ άλλων, ο βασιλιάς Τόμας). Το ότι έζησε μία άνετη ζωή, μπορεί να συναχθεί από την εντύπωση, που άφησε στους Ρωμαίους χρονικογράφους, οι οποίοι έγραψαν για τη συνοδεία 40 έφιππων ιπποτών, που τη συνόδευαν σε ένα προσκύνημα στη βασιλική του Αγίου Πέτρου για τον εορτασμό του νέου έτους 1475.[29]
Παρά τις τιμές και την οικονομική ασφάλεια που απολάμβανε, η Αικατερίνη ήταν απασχολημένη με την επανένωση με τα παιδιά της. Με σκοπό να βρει πληρεξούσιο για διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, καθώς και να αποκτήσει πόρους για την απελευθέρωσή τους, απευθύνθηκε στον Λουδοβίκο Γ΄ Γκονζάγκα, μαρκήσιο της Μάντοβα, στις 23 Ιουλίου 1470.[30] Στις 11 Φεβρουαρίου 1474 απηύθυνε επιστολή στον γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα δούκα του Μιλάνου, ζητώντας του να τη βοηθήσει να φτάσει στα οθωμανικά σύνορα και να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις.[31] Ο Σφόρτσα υποχρεώθηκε. Το καλοκαίρι του 1474 η βασίλισσα βρισκόταν στο Nόβι, μια πόλη στην κατοχή της οικογένειάς της. Συνοδευόταν από τη σύζυγο τού αδελφού της Βλάτκo, Mαργαρίτα Μαρζάνο, και πιθανότατα ήθελε τη βοήθεια του Βλάτκo για να έρθουν σε επαφή με τον μικρότερο ετεροθαλή αδερφό τους, Χερσεκζανέ Αχμέντ πασά, ο οποίος είχε ασπαστεί το Ισλάμ και είχε γίνει Οθωμανός πολιτικός. Το αν πέτυχε σε αυτό το εγχείρημα δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν κατάφερε να επανενωθεί με κανένα από τα παιδιά της. Και οι δύο ακολούθησαν τα βήματα του θείου τους, έγιναν μουσουλμάνοι και, στην περίπτωση του Σιγισμούνδου, κατέκτησαν επίσης υψηλόβαθμα αξιώματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.[30]
Το τέλος και η ταφή της
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Απογοητευμένη από την αποτυχία, η Αικατερίνη επέστρεψε στη Ρώμη και μπήκε στο κοσμικό τάγμα των Φραγκισκανών, πιθανώς εμπνευσμένη από έναν μοναχό στη βασιλική της Σάντα Μαρία ιν Άρα Κοέλι. Λίγο πριν από το τέλος της, το 1478, την Αικατερίνη επισκέφτηκε ο Νικόλας του Ιλόκ, ο βασιλιάς-μαριονέτα των ελεγχόμενων από την Ουγγαρία περιοχών της Βοσνίας. Της πρότεινε να τον αναγνωρίσει ως νόμιμο βασιλιά και προσπάθησε να κερδίσει την εύνοιά της για αρκετές ημέρες. Ο Νικόλας κατέγραψε, ότι η άρρωστη βασίλισσα έγινε «τόσο εξοργισμένη, που έμοιαζε με αιχμηρή σπάθα».[32]
Στις 20 Οκτωβρίου 1478, η Αικατερίνη έκανε την τελευταία της διαθήκη, η οποία καταγράφηκε από έναν Δαλματό ιερέα, παρουσία επτά μαρτύρων, έξι από τους οποίους ήταν Φραγκισκανοί του Άρα Κοέλι. Εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί μπροστά στον κύριο βωμό του Άρα Κοέλι. Θεωρώντας ότι δικαιούται να αποδώσει το στέμμα της Βοσνίας, ονόμασε τον πάπα Σίξτο Δ΄ και τους διαδόχους του φύλακες του βασιλείου, υποχρεώνοντάς τους να ενθρονίσουν τον γιο της σε περίπτωση που επιστρέψει στον Χριστιανισμό ή αλλιώς η κόρη της αν επιστρέψει στον Χριστιανισμό. Τα περισσότερα προσωπικά της αντικείμενα κληρονόμησαν οι αυλικοί της. Η απογραφή τού παρεκκλησίου της αφέθηκε στην εκκλησία του Αγίου Ιερώνυμου για το Σλαβικό Έθνος, ενώ τα λείψανα της αγίας επρόκειτο να παραδοθούν στην εκκλησία της Αγίας Μαρίας στο Γιάγιτσε. Διέταξε ότι, εάν ο γιος της δεν επέστρεφε στη χριστιανική πίστη, το αργυρό ξίφος του βασιλιά Τόμας που αφέθηκε στη Ραγκούσα για φύλαξη, θα έπρεπε να παραδοθεί στον ανιψιό της από τον Βλάντισλαβ, Μπάλσα Χερσεγκόβιτς.[32] Η βασίλισσα απεβίωσε πέντε ημέρες μετά τη σύνταξη της διαθήκης, η οποία μεταφέρθηκε αμέσως στον πάπα μαζί με το σπαθί και τα σπιρούνια τού συζύγου της.[32][33]
Η Αικατερίνη τάφηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες της, αλλά η ταφόπλακά της μεταφέρθηκε από το δάπεδο σε έναν τοίχο του Άρα Κοέλι κατά τη διάρκεια εργασιών στο εσωτερικό της εκκλησίας το 1590.[34][35] Το αρχικό επιτάφιο επίγραμμα καταστράφηκε εκείνη την εποχή, αλλά ο Ρωμαίος καλλιγράφος Τζιοβάννι Μπατίστα Παλατίνo το είχε καταγράψει το 1545 και το είχε δημοσιεύσει δύο χρόνια αργότερα. Ήταν σε δύο γλώσσες, γραμμένο τόσο στη λατινική γλώσσα και γραφή όσο και στη βοσνιακή γλώσσα και στα κυριλλικά. Μόνο το λατινικό επίγραμμα αποκαταστάθηκε και βρίσκεται σήμερα στην ταφόπλακά της.[35]
Υστεροφημία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μαζί με τον μπαν Κούλιν του 12ου αι., η βασίλισσα Αικατερίνη είναι μία από τις δύο πριγκιπικές προσωπικότητες, που εισήλθαν στη βοσνιακή λαϊκή παράδοση.[36] Ως εκ τούτου, αναφέρεται παραδοσιακά ως "η τελευταία βασίλισσα της Βοσνίας" λανθασμένα, καθώς η θετή της νύφη την αντικατέστησε ως βασίλισσα και επέζησε αυτής.[37] Η λατρεία της βασίλισσας Αικατερίνης, η οποία αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως αγιοποιημένη στο Φραγκισκανικό Μαρτυρολόγιο (Martyrologium franciscanum) που δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1638,[32] προήλθε από την Φραγκισκανική επαρχία της Βόσνα Αργκεντίνα κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η πλειονότητα των Βόσνιων ασπάστηκε την Ορθοδοξία ή το Ισλάμ και οι Φραγκισκανοί άρχισαν να προωθούν την Αικατερίνη ως σύμβολο του κρατισμού της Βοσνίας και της προ-οθωμανικής καθολικής ταυτότητάς της.[38] Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Κεντρική Βοσνία, όπου η λαϊκή παράδοση σχετικά με την Αικατερίνη είναι πιο ζωντανή.[39]
Η ζωή της Βασίλισσας Αικατερίνης υπήρξε ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα στην ιστορία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, προσελκύοντας την προσοχή μελετητών από τις γειτονικές χώρες της Κροατίας και της Σερβίας επίσης. Με την άνοδο του εθνοτικού εθνικισμού, οι ιστορικοί προσπάθησαν να της αποδώσουν μία ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα – Κροατική, Σερβική ή Βοσνιακή, η οποία είναι εντελώς αναχρονιστική για τους μεσαιωνικούς χρόνους.[38]
Λόγω της σχέσης της με τις δύο ομώνυμες ιστορικές περιοχές της, καθώς και των προσωπικών και στενών οικογενειακών δεσμών της με τον Καθολικισμό, την Ανατολική Ορθοδοξία, τον Βοσνιακό Χριστιανισμό (Βογομιλισμό) και το Ισλάμ, η βασίλισσα Αικατερίνη γίνεται όλο και περισσότερο σημαντικό κρατικό σύμβολο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η επέτειος του τέλους της προσελκύει κάθε χρόνο περισσότερη προσοχή και πλέον σηματοδοτείται με μία «λειτουργία για την Πατρίδα». Σχολεία, κοινοτικά κέντρα, ιδρύματα και διάφοροι σύλλογοι ονομάζονται από τη βασίλισσα. Επίσημη αντιπροσωπεία της Προεδρίας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κατέθεσε στεφάνι στον τάφο της για πρώτη φορά το 2014. Επιπλέον, η Αικατερίνη γίνεται ένα διεθνικό σύμβολο, αν και κυρίως μεταξύ Καθολικών Κροατών και Μουσουλμάνων Βόσνιων. Και οι δύο ομάδες τείνουν να τη διεκδικούν ως αποκλειστικά δική τους, όπως συμβαίνει με την υπόλοιπη μεσαιωνική ιστορία της Βοσνίας. Οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες της τρίτης ομάδας, των Ορθόδοξων Σέρβων, τείνουν επίσης να διεκδικούν τη μεσαιωνική ιστορία της Βοσνίας ως αποκλειστικά δική τους, αλλά δεν έχουν δείξει ακόμη σημαντικό ενδιαφέρον για την ίδια την Αικατερίνη.[40]
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παντρεύτηκε το 1466 τον Τόμας των Κοτρομάνιτς βασιλιά της Βοσνίας και είχε τέκνα:
- Σιγισμούνδος Τομάσεβιτς απεβ. μετά το 1493, έγινε μουσουλμάνος με το όνομα Ισάκ Μπέη Κράλογλου και έγινε σαντζάκμπεης του Καράσι.
- Αικατερίνη Τομάσεβιτς γενν. 1453, έγινε μουσουλμάνα. Γνωστή ως η κόρη του βασιλιά (τουρκ.: kral kizi) έζησε στα Σκόπια.
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Fine, John Van Antwerp (2007), The Bosnian Church: Its Place in State and Society from the Thirteenth to the Fifteenth Century, Saqi, ISBN 978-0863565038
- Lovrenović, Ivan (25 Οκτωβρίου 2014). «Čija je kraljica Katarina» (στα Σερβοκροατικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2015.
- Ljubez, Bruno (2009), Jajce Grad: prilog povijesti posljednje bosanske prijestolnice, HKD Napredak
- Mandić, Dominik (1960), Bosna i Hercegovina: Državna i vjerska pripadnost sredovječne Bosne i Hercegovine, Croatian Historical Institute
- Palavestra, Vlajko (1979), «Narodna predanja o bježanju kraljice Katarine iz Bosne», Povijesnoteološki simpozij u povodu 500 obljetnice smrti bosanske kraljice Katarine (Franjevačka teologija u Sarajevu)
- Pandžić, Bazilije (1979), «Katarina Vukčić Kosača (1424–1478)», Povijesnoteološki simpozij u povodu 500 obljetnice smrti bosanske kraljice Katarine (Franjevačka teologija u Sarajevu)
- Regan, Krešimir (2010), Bosanska kraljica Katarina, Breza, ISBN 978-9537036553
- Tošić, Đuro (1997), «Bosanska kraljica Katarina (1425–1478)», Zbornik za istoriju Bosne i Hercegovine 2 (Serbian Academy of Sciences and Arts)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 158262777.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Regan 2010, σελ. 15.
- ↑ 3,0 3,1 Ljubez 2009, σελ. 127.
- ↑ Pandžić 1979, σελ. 15.
- ↑ Tošić 1997, σελ. 75.
- ↑ 6,0 6,1 Mandić 1960, σελ. 320.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 Fine 2007, σελ. 241.
- ↑ Pandžić 1979, σελ. 16.
- ↑ Regan 2010, σελ. 16.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Pandžić 1979, σελ. 17.
- ↑ Ljubez 2009, σελ. 141.
- ↑ Regan 2010, σελ. 17.
- ↑ Ljubez 2009, σελ. 128.
- ↑ 14,0 14,1 Regan 2010.
- ↑ 15,0 15,1 15,2 Mandić 1960, σελ. 277.
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 Regan 2010, σελ. 19.
- ↑ Pandžić 1979, σελ. 18.
- ↑ Regan 2010, σελ. 22.
- ↑ Regan 2010, σελ. 23.
- ↑ Regan 2010, σελ. 24.
- ↑ Regan 2010, σελ. 25.
- ↑ Regan 2010, σελ. 26.
- ↑ Regan 2010, σελ. 27.
- ↑ Regan 2010, σελ. 28.
- ↑ Regan 2010, σελ. 9.
- ↑ 26,0 26,1 Regan 2010, σελ. 30.
- ↑ Regan 2010, σελ. 31.
- ↑ Pandžić 1979, σελ. 19.
- ↑ 29,0 29,1 Regan 2010, σελ. 32.
- ↑ 30,0 30,1 Regan 2010, σελ. 33.
- ↑ Pandžić 1979.
- ↑ 32,0 32,1 32,2 32,3 Regan 2010, σελ. 34.
- ↑ Pandžić 1979, σελ. 23.
- ↑ Pandžić 1979, σελ. 24.
- ↑ 35,0 35,1 Regan 2010, σελ. 60.
- ↑ Tošić 1997, σελ. 111.
- ↑ Regan 2010, σελ. 73.
- ↑ 38,0 38,1 Regan 2010, σελ. 75.
- ↑ Palavestra 1979, σελ. 94.
- ↑ Lovrenović 2014.