Απόλυτος προορισμός
Ο Απόλυτος Προορισμός (ή Προκαθορισμός) είναι θεολογικό δόγμα που αναπτύχθηκε στο χώρο του Δυτικού Χριστιανισμού. Ο Ιωάννης Καλβίνος είχε στο επίκεντρο της διδασκαλίας του την διδασκαλία περί απόλυτου προορισμού. Κατά τον Καλβινισμό, οι άνθρωποι είναι είτε προγνωρισμένοι και προορισμένοι για αιώνια δόξα και τον παράδεισο, είτε προγνωρισμένοι και προορισμένοι για την αιώνια καταδίκη. Σύμφωνα με αυτό, όλοι οι άνθρωποι από την φύση τους είναι αμαρτωλοί και ανεπίδεκτοι προόδου. Όμως, ο Θεός εκλέγει αιωνίως μερικούς από αυτούς, οι οποίοι τελικά ως εκλεκτοί του Θεού σώζονται, όχι κατά την δική τους αξία, αλλά κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού.
Ο Αυγουστίνος Ιππώνος δεν δίδαξε ποτέ περί «προορισμού» όπως τον καταλαβαίνουν οι περισσότεροι σήμερα. Αυτό που έκανε, ήταν να διδάξει το ορθόδοξο δόγμα περί προορισμού με έναν υπερβολικό τρόπο, ο οποίος ήταν εύκολο να παρερμηνευθεί. Η ορθόδοξη έννοια του προορισμού βρίσκεται στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου: «ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε» ( 'Ρωμ. 8,29-30). Εδώ, ο Απόστολος Παύλος μιλάει γι αυτούς που είναι προγνωρισμένοι και προορισμένοι από τον Θεό να συμμετέχουν στην αιώνια δόξα,λαμβάνοντας υπ' όψην το περιεχόμενο όλης της Χριστιανικής διδασκαλίας . Ότι δηλαδή σε αυτόν τον προορισμό συμμετέχει πάντα και η ελευθέρα βούληση του ανθρώπου. Εδώ βλέπουμε πάλι το μυστήριο της συνεργίας,τη συνεργασία μεταξύ Θεού και ανθρώπου.
Θεολόγοι που δέχθηκαν τον απόλυτο προορισμό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τους πρώτους γνωστούς υποστηριχτές του, ήταν ο Αυγουστίνος Ιππώνος. Σε γενικές γραμμές η ιδέα διατηρήθηκε από τον Δυτικό Χριστιανισμό, αλλά η ιδέα ότι κάποιοι είναι προορισμένοι να καταδικαστούν, απορρίφθηκε στην Σύνοδο της Οράγγης (529). Η κλασική μεσαιωνική διδασκαλία περί του θέματος βασίζεται στον Αυγουστίνο, και περιγράφεται από τον Θωμά Ακινάτη στη Summa Theologica (1265–1274): εις του αιώνες κάποιοι είναι προορισμένοι για την αιώνια ζωή.
Με την εμφάνιση του Προτεσταντισμού τον απόλυτο προορισμό εξέφρασε κατά κύριο λόγο, ο Ιωάννης Καλβίνος.
Η θεωρία του απόλυτου προορισμού εκφράζεται με μεγάλη σαφήνεια στην Ομολογία πίστης του Γουεστμίνστερ, του 1647. Πρόκειται για μια μεταρρυθμισμένη ομολογία πίστης της Καλβινιστικής θεολογικής παράδοσης. Παρότι σχεδιάστηκε από την συνάθροιση της Εκκλησίας του Γουεστμίνστερ, που ανήκε στην Εκκλησία της Αγγλίας, έγινε και παραμένει μια βασική δογματική βάση της Εκκλησίας της Σκωτίας, κι έχει επηρεάσει Πρεσβυτεριανές Εκκλησίες παγκόσμια, ενώ έχει επίσης υιοθετηθεί από κάποιους Κονγκρεγκασιοναλιστές και Βαπτιστές.
«Κεφάλαιο 9 (για την ελεύθερη βούληση), άρ. 3: Ο άνθρωπος, με την πτώση του στην κατάσταση της αμαρτίας, έχασε εντελώς κάθε δυνατότητα θέλησης για κάθε πνευματικό αγαθό και την ευδαιμονία που συντροφεύει την απόκτησή του. Έτσι ένας φυσικός άνθρωπος που αποστρέφεται ολότελα το αγαθό και είναι νεκρός στην αμαρτία, δεν είναι ικανός να σωφρονισθεί και να προετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτό.
Κεφάλαιο 3 (για τις αιώνιες βουλές του Θεού), άρ. 3: Με το θέλημα του Θεού, για την αποκάλυψη της Μεγαλοσύνης Του... μερικοί άνθρωποι προορίζονται για αιώνια ζωή και άλλοι προκαθορίσθηκαν για αιώνιο θάνατο.
Άρ. 5: Εκείνους από το ανθρώπινο γένος, που προορίζονται για ζωή, ο Θεός, πριν βάλει τα θεμέλια του κόσμου, σύμφωνα με την αιώνια και αμετάβλητη πρόθεσή Του και την μυστική βουλή και την καλή διάθεση της θέλησής Του, διάλεξε το Χριστό για αιώνια δόξα, από εντελώς ελεύθερη χάρη και αγάπη, δίχως καμιά προϋπόθεση πίστης ή καλών έργων, ή εγκαρτέρηση σε μια από αυτές, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο στα πλάσματά Του, σαν όρους ή αιτίες, που Τον ώθησαν σ’ αυτό, αλλά όλα για τον ύμνο της ένδοξης χάρης Του.
Άρ. 7. Στο υπόλοιπο από το ανθρώπινο γένος ο Θεός ευαρεστήθηκε σύμφωνα με ανεξερεύνητη απόφαση της θέλησής Του, με την οποία παρέχει ή αποστερεί τη χάρη Του, όπως Του άρεσε, για την δόξα της άπειρης δύναμής Του πάνω στα πλάσματά Του, να αντιπαρέλθει και να τα διατάξει για την ατιμία και την οργή για τις αμαρτίες τους, για τον ύμνο της ένδοξης δικαιοσύνης Του.
Κεφάλαιο 10 (για την αποτελεσματική κλήση), άρ. 1: Όλους εκείνους που ο Θεός προόρισε για ζωή, και μόνο εκείνους, ευαρεστείται ο Θεός στο καθορισμένο απ’ Αυτόν και κατάλληλο χρόνο να καλέσει αποτελεσματική, με το λόγο και το πνεύμα Του, αφαιρώντας την πέτρινη καρδία τους, και δίνοντάς τους την σαρκική καρδιά, ενώ ανανέωσε τις θελήσεις Του και με την πανίσχυρη δύναμή Του αποφάσισε γι’ αυτούς αυτό που είναι καλό.
Κεφάλαιο 5 (για την πρόνοια), άρ. 6: Όσον αφορά τους κακούς και άθεους ανθρώπους, τους οποίους ο Θεός σαν δίκαιος δικαστής για προηγούμενες αμαρτίες τυφλώνει και σκληραίνει, δε τους στερεί μόνο την χάρη Του, με την οποία θα μπορούσαν να φωτισθούν τα μυαλά τους και να συγκινηθεί η καρδιά τους, αλλά καμιά φορά τους στερεί τα χαρίσματα που είχαν και τους φέρνει σε επαφή με τέτοια αντικείμενα, ώστε η διαφθορά τους δίνει μια ευκαιρία στην αμαρτία: και ακόμη τους παραδίνει στις ηδονές τους, στους πειρασμούς του κόσμου και στη δύναμη του σατανά· και έτσι συμβαίνει να σκληρυνθούν, μάλιστα με τα ίδια μέσα που ο Θεός χρησιμοποιεί για το μαλάκωμα άλλων».[1]
Απόλυτος προορισμός στην αρχαία Εκκλησία και την Ορθοδοξία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ορθοδοξία η έννοια του απόλυτου προορισμού είναι άγνωστη. "Η Εκκλησία δεν είναι ένα σύστημα ευσεβών σεσωσμένων εκ προοιμίου ανθρώπων, σύμφωνα με προαιώνιες επιλογές του Θεού, αλλά είναι ένα πνευματικό θεραπευτήριο, μέσα στο οποίο σώζονται οι άνθρωποι".[2]
Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας (100-150 μ.Χ) γράφει χαρακτηριστικά για το τι πίστευε η αρχαία Εκκλησία:
"Δια να μη νομίσουν δε μερικοί από τα προλεχθέντα ότι ημείς λέγομεν ότι τα γινόμενα γίνονται κατά την αναπόφευκτον ειμαρμένην, εφ' όσον ως προλεχθέντα ήσαν προεγνωσμένα, θα διαλύσωμεν και αυτήν την δυσκολίαν. Μαθόντες από τους προφήτας, διακηρύσσομεν ως αληθές ότι αι τιμωρίαι, αι κολάσεις, αι αγαθαί αμοιβαί αποδίδονται εις έκαστον κατ' αξίαν των πράξεων του, επειδή, αν δεν συμβαίνει τούτο, αλλ' όσα γίνονται κατά την ειμαρμένην, δεν υπάρχει καμμία αυτεξουσιότης εις ημάς διότι εάν είναι προωρισμένον ούτος να είναι αγαθός και εκείνος φαύλος, ούτε ούτος είναι αποδεκτός ούτε εκείνος αξιόμεμπτος. Και πάλιν, εάν το ανθρώπινον γένος δεν έχει δύναμιν να αποφεύγει τα αισχρά και να προτιμά τα καλά με ελευθέραν προαίρεσιν, είναι ανεύθυνον δι' οποιαδήποτε πράξεις. Αλλ' ότι και επιτυγχάνει και αποτυγχάνει με ελευθέραν προαίρεσιν, το αποδεικνύομεν ούτως. Βλέπομεν τον ίδιον άνθρωπον να επιδιώκει τα εναντία. Εάν δε είναι προωρισμένον να είναι ή φαύλος ή σπουδαίος, δεν θα ήτο ποτέ δεκτικός των εναντίον και δεν θα μετέβαλε γνώμιν συχνάκις ούτε θα ήσαν άλλοι μεν σπουδαίοι, άλλοι δε φαύλοι, επειδή θα διεκηρύσσομεν την ειμαρμένην ως αιτίαν φαύλων και ως πράττουσαν τα αντίθετα εις εαυτήν, ή εκείνο το προειρημένον θα εφαίνετο να είναι αληθές, ότι τίποτε δεν είναι αρετή ουδέ κακία, αλλά νομίζονται αγαθά μόνον με την γνώμην, πράγμα το οποίον, όπως δεικνύει ο αληθής λόγος, είναι ασέβεια και αδικία. Αλλά θεωρούμεν ως απαραβίαστον ειμαρμένην, τας αξίας ανταμοιβάς δια τους εκλέγοντας τα καλά, και τας αξίας τιμωρίας δια τους εκλέγοντας τα αντίθετα. Διότι ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπον, όπως τα άλλα ζώα τα οποία δεν δύνανται να πράξουν τίποτε κατά προαίρεσιν διότι δεν θα ήτο άξιος αμοιβής ή επαίνου, εφ' όσον δεν θα εξέλεγε μόνος του το αγαθόν, αλλ' έγινεν αγαθός, ούτε, εάν ήτο κακός, θα εύρισκε δικαίως τιμωρίαν, αφού δεν ήτο αφ' εαυτού τοιούτος, αλλά δεν ηδύνατο να είναι τίποτε άλλο από ότι έγινεν" [3].
Κριτικές για τον απόλυτο προορισμό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μητροπολίτης Ιερόθεος Βλάχος χαρακτηρίζει τη θεωρία του απόλυτου προορισμού, "σύμφωνα με την οποία ο Θεός έχει προορίσει τους ανθρώπους που θα σωθούν, και η όλη προσπάθεια του ανθρώπου έγκειται στο να ανακαλύψει ποιος ανήκει στους εκλεκτούς του Θεού για την σωτηρία" ως "την μεγαλύτερη θεολογική ρατσιστική αντίληψη όλων των εποχών που δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον δυτικό χώρο μέχρι τις ημέρες μας".[2]
Ο Μάριος Μπέγζος θεωρεί ότι "η διδασκαλία για τον απόλυτο προορισμό είναι η σκληρότερη πλευρά της αυγουστίνειας σκέψης" και ότι "ο Θεός του Αυγουστίνου παίρνει τα χαρακτηριστικά της προσωπικής αυθαιρεσίας και παρομοιάζεται με αυτοκράτορα της αρχαιότητας", όπου "η δικαιοσύνη γίνεται βαναυσότητα και η χάρη καταντά αυθαιρεσία".[4]
Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Max Weber: Η Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού, μετάφραση Μ. Γ. Κυπραίου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1993 σελ. 87-88.
- ↑ 2,0 2,1 Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, Μεταξύ δύο αιώνων, εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, κεφ. Αλληλοεπιδράσεις θεολογίας και πολιτικής στην Ευρώπη.
- ↑ Ιουστίνος, Απολογία Α', 43:1.
- ↑ Μπέγζος, Μάριος: Ελευθερία ή θρησκεία; Οι απαρχές της εκκοσμίκευσης στη φιλοσοφία της θρησκείας του δυτικού Μεσαίωνα, Αθήνα 1991.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ομολογία Πίστης του Γουεστμίνστερ Αρχειοθετήθηκε 2007-07-01 στο Wayback Machine.
- Westminster_Confession_of_Faith-wikisource
- Μεταξύ δύο αιώνων, Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Βλάχου), εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου.
- Η απολογία του Ιουστίνου σε μορφή .pdf[νεκρός σύνδεσμος]