Βασίλειο του Κους
Το Βασίλειο του Κους ή Κουσιτικό Βασίλειο ή Κους ή ιστορικά Βασίλειο των Αιθιόπων [1], ήταν ένα αρχαίο βασίλειο στη Νουβία, στη σουδανική και νότια αιγυπτιακή Κοιλάδα του Νείλου.
Η εποχή της Κουσιτικής ηγεμονίας εγκαταστάθηκε στη Νουβία μετά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, και την κατάρρευση του Νέου Βασιλείου. Το Κους είχε κέντρο τη Νάπατα κατά την πρώτη φάση του. Μετά την εισβολή του Κάστα («ο Κουσίτης») στην Αίγυπτο τον 8ο αιώνα π.Χ., οι μονάρχες του Κους ήταν επίσης και φαραώ της 25ης Δυναστείας, μέχρι την εκδίωξη τους από τη Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία υπό τον Εσαρχαδών έναν αιώνα αργότερα.
Κατά την Κλασική αρχαιότητα, η Κουσιτική αυτοκρατορική πρωτεύουσα είχε μεταφερθεί στη Μερόη. Στην πρώιμη Ελληνική γεωγραφία το Μεροϊτικό Βασίλειο ήταν γνωστό ως Αιθιοπία. Το Βασίλειο του Κους με την πρωτεύουσα τη Μερόη διατηρήθηκε μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν και εξασθένησε και κατέρρευσε λόγω εσωτερικής εξέγερσης. Η έδρα του βασιλείου τελικά καταλήφθηκε και ισοπεδώθηκε από το Βασίλειο του Αξούμ. Κατόπιν οι Νούβιοι εγκαθίδρυσαν τα τρία τελικά εκχριστιανισμένα βασίλεια της Νοβαδίας, Μακογρίας και Αλοδίας.
Όνομα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
| ||||
Kȝš Κους σε ιερογλυφικά |
Το τοπικό όνομα για το Βασίλειο έχει καταγραφεί στην αιγυπτιακή γλώσσα ως k3š, όπου ο όρος χρησιμοποιείται πρώτη φορά για τη Νουβία, που βασίζεται στην ακκαδική μεταγραφή του Νέου Βασιλείου της γενικής kūsi[2][3][4].
Είναι επίσης ο εθνικός όρος για τον ιθαγενή πληθυσμό που κατοικούσε το βασίλειο του Κους. Ο όρος επίσης εμφανίζεται στα ονόματα Κουσιτών[5] όπως ο βασιλιάς Κασχτά (από το k3š-t3 "(αυτός από) τη γη του Κους"). Γεωγραφικά, το Κους αναφερόταν στην περιοχή νότια του πρώτο καταρράκτη. Το Κους ήταν επίσης ο τόπος καταγωγής των ηγεμόνων της 25ης Δυναστείας[6].
Το όνομα Κους, τουλάχιστον από την εποχή του Ιώσηπου, έχει συνδεθεί με τον χαρακτήρα Χους, στην Εβραϊκή Βίβλο (εβραϊκά: כוש), γιο του Χαμ. Ο Χαμ είχε τέσσερεις γιους, Χους, Φουδ Χαναάν και Μερσαΐμ (το εβραϊκό όνομα για την Αίγυπτο). Σύμφωνα με τη Βίβλο, ο Νεβρώδ, γιος του Χους, ήταν ο ιδρυτής και βασιλιάς της Βαβυλώνας, της Ορέχ, της Ακκάδ, και της Χαλάννης στη γη της Σεναάρ (Γεν. 10:6 Αρχειοθετήθηκε 2019-02-16 στο Wayback Machine.)[7]. Η Βίβλος επίσης αναφέρει κάποιον Χους που είναι Βενιαμίτης (Ψαλμ. 7:1 Αρχειοθετήθηκε 2019-02-25 στο Wayback Machine.)[8].
Κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Friedrich Delitzsch[9] έχουν προτείνει ότι ο βιβλικός Χους μπορεί να συνδέεται με τους Κασσίτες του Ορέων Ζάγκρος (σύγχρονο Ιράν)[10].
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Απαρχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Έχει καταγραφεί ότι ο Μεντουχοτέπ Β΄, ο ιδρυτής του 21ου αιώνα π.Χ. του Μέσου Βασιλείου, είχε κάνει εκστρατείες εναντίον του Κους κατά το 29ο και 31ο έτος της βασιλείας του. Αυτή είναι και αρχαιότερη αιγυπτιακή αναφορά στο όνομα «Κους», ενώ η περιοχή της Νουβίας είχε άλλα ονόματα κατά το Παλαιό Βασίλειο[11]. Υπό τον Τούθμωσι Α΄, η Αίγυπτος έκανε πολλές εκστρατείες νότια[12]. Τελικά αυτό κατέληξε στην προσάρτηση της Νουβίας περίπου το 1504 π.Χ. Μετά την κατάκτηση, ο Πολιτισμός Κέρμα αιγυπτιοποιήθηκε σταδιακά, αλλά οι εξεγέρσεις συνέχισαν για άλλα 220 χρόνια μέχρι το περίπου 1300 π.χ. Κατά το Νέο Βασίλειο, η Νουβία έγινε επαρχία κεντρικής σημασίας για αυτό, οικονομικά, πολιτικά και πνευματικά. Όντως, πολλές φαραωνικές τελετές πραγματοποιούνταν στο Γκέμπαλ Μπαρκάλ κοντά στη Νάπατα[13]. Ως αιγυπτιακή αποικία από το 16ο π.Χ., τη Νουβία («Κους») κυβερνούσε Αιγύπτιος Αντιβασιλέας του Κους. Με την κατάρρευση του Νέου Βασιλείου περίπου το 1070 π.Χ., το Κους έγινε αυτόνομο βασίλειο με κέντρο τη Νάπατα, στο σημερνό βόρειο Σουδάν[14].
Η έκταση της πολιτισμικής και πολιτικής συνέχειας μεταξύ του Πολιτισμού της Κέρμα και του χρονολογικά διάδοχου Βασιλείου του Κους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Το τελευταίο άρχισε να εμφανίζεται γύρω στο 100 π.Χ., 500 χρόνια μετά του τέλους του Βασιλείου της Κέρμα. Μέχρι το 1200 π.Χ. η αιγυπτιακή παρέμβαση στην περιοχή της Ντόνγκολα ήταν ανύπαρκτη. Μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. το νέο Κουσιτικό Βασίλειο εμφανίστηκε από τη Νάπατα. Ο πρώτος βασιλιάς της Νάπατα Αλάρα, αφιέρωσε την αδελφή του στη λατρεία του Άμμωνα στον αναστηλωμένο ναό στον Ναό στο Κάουα, ενώ ναοί χτίστηκαν και στο Μαρκάλ και στην Κέρμα. Μια στήλη του Κάστα στην Ελεφαντίνη τοποθετούν τους Κουσίτες στο σύνορο με την Αίγυπτο, στα μέσα του 18ου αιώνα. Την πρώτη αυτή περίοδο του βασιλείου, της Νάπατα, διαδέχτηκε η Μεροϊκή περίοδος, όταν τα βασιλικά νεκροταφεία εγκαταστάθηκαν στη Μερόη περίου το 300 π.Χ.[15]
Οι Κουσίτες έθαβαν τους βασιλιάδες τους μαζί τους αυλικούς τους σε μαζικούς τάφους. Οι αρχαιολόγοι αναφέρονται σε αυτού του είδους τους τάφους ως «τηγανοειδείς» (pan-grave)[16]. Το όνομα είναι από τον τρόπο ταφής, με ένα ρηχό λάκκο και με την τοποθέτηση πετρών γύρω σε κύκλο[17]. Επίσης είχαν ταφικούς λόφους και πυραμίδες, ενώ είχαν και κάποιους κοινούς θεούς με τους Αιγυπτίους, κυρίως των Άμμωνα και την Ίσιδα. Με τη λατρεία αυτών, οι Κουσίτες βασιλιάδες άρχισαν να εντάσσουν τα ονόματα των θεών αυτών στα ονόματα θρόνων τους[6].
Οι Κουσίτες ηγεμόνες θεωρούνταν ως φύλακες της κρατικής θρησκείας, και ήταν υπεύθυνοι για τη διατήρηση των Οίκων των θεών[18]. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι η οικονομία του Βασιλείου του Κους ήταν αναδιανεμητικό σύστημα. Το κράτος συγκέντρωνε του φόρους με τη μορφή πλεονάσματος της παραγωγής, και το αναδιένειμε στους πολίτες. Άλλοι πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δούλευε τη γη και δεν απαιτούσε τίποτα από το κράτος και δεν συνέβαλε κάτι στο κράτος. Το βόρειο Κους φαίνεται ότι ήταν πιο παραγωγικό και πλούσιο από τη νότια περιοχή του Κους[18].
Ανάλυση απολιθωμάτων δοντιών από τη Μεροϊκή περίοδο στη Σέμνα βρήκε ότι ήταν πιο κοντά σε πληθυσμούς με αφροασιτικές γλώσσες που κατοικούν στην περιοχή του Νείλου, το Κέρας της Αφρικής, το Μαγκρέμπ και τις Κανάριες Νήσους. Οι Μεροϊτικοί σκελετοί και εκείνα τα αρχαία και πρόσφατα απολιθώματα ήταν επίσης φαινοτυπικά διαφορετικά από εκείνα που ανήκουν σε πρόσφατα πληθυσμούς με Νιγηρό-Κονγκολέζικη και Νειλό-Σαχάρια γλώσσα στην Υποσαχάρια Αφρική, όπως και τους κατοίκους της Μεσολιθικής περιόδου του Τζέμπελ Σαχάμπα στη Νουβία[19].
Κατάκτηση της Αιγύπτου (25η Δυναστεία)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αντίσταση στη Δέκατη όγδοη Δυναστεία από το γειτονικό Κους μαρτυρείται στα γραπτά του Αχμόσε, γιο του Εμπάνα, Αιγύπτιου πολεμιστή που υπηρέτησε υπό τους Νεμπετριά Αχμόσε (1539-1514 π.Χ.), Ντζεσερκαρά Αμενχοτέπ Α΄(1514-1493 π.Χ.) και Αακχεπερκαρά Τούθμωσι Α΄(1493-1481 π.Χ.). Κατά το τέλος της Δεύτερης μεταβατικής περιόδου (μέσα του 16ου αιώνα), η Αίγυπτος αντιμετώπισε δύο απειλές εναντίον της ύπαρξή της— τους Υξώς στα βόρεια και τους Κουσίτες στα νότια. Στα γραπτά του Αχμόσε, οι Κουσίτες περιγράφονται ως τοξότες: «Αφού η Μεγαλειότητα του εξόντωσε τους Μπέντουαν της Ασίας, έπλευσε στο ρεύμα προς την Άνω Νουβία για να καταστρέψει του Νούβιους τοξότες.»[20]. Οι επιγραφές του τάφου του περιέχουν δύο ακόμα αναφορές για τους Νούβιους τοξότες του Κους.
Το διεθνές κύρος της Αιγύπτου είχε γνωρίσει κατάπτωση προς το τέλος της Τρίτης μεταβατικής περιόδου. Οι ιστορικοί της σύμμαχοι, οι κάτοικοι της Χαναάν, είχαν υποκύψει στη Μέση Ασσυριακή Αυτοκρατορία (1365-1020 π.Χ.), και μετά στη Νεό-Ασσυριακή Αυτοκρατορία (935-605 π.Χ.). Οι Ασσύριοι, από τον 10ο αιώνα π.Χ. και μετά είχαν ακόμα μια φορά επεκταθεί από τη βόρεια Μεσοποταμία, και κατέκτησαν μια αχανή αυτοκρατορία που περιελάμβανε όλη την Εγγύς Ανατολή και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολίας, την ανατολική Μεσόγειο, τον Καύκασο την περιοχή του Ιράν της εποχής της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Το 945 π.Χ., ο Σοσένκ Α΄ και Λίμπου πρίγκιπες απόκτησαν τον έλεγχο του Δέλτα του Νείλου και ίδρυσαν την Εικοστή δεύτερη Δυναστεία, γνωστή επίσης ως Λιβυακή ή Βουβαστική δυναστεία, η οποία θα κυβερνούσε για περίπου 200 χρόνια. Ο Σοσένκ επίσης απέκτησε τον έλεγχο της νότιας Αιγύπτου τοποθετώντας μέλη της οικογένειάς του σε σημαντικές θέσεις αρχιερέων. Το 711, ο Σοσένκ έκανε τη Μέμφιδα νότια πρωτεύουσά του[21]. Όμως, ο έλεγχος των Λίβυων άρχισε να φθίνει καθώς η αντίπαλη δυναστεία στο Δέλτα ανήρθε στη Λεοντόπολι και οι Κουσίτες απειλούσαν από τον νότο.
ο Αλάρα ίδρυσε τη Δυναστεία της Νάπατα ή 25η, Κουσιτική Δυναστεία στη Νουβία, σήμερα στο Σουδάν. Ο διάδοχος του Αλάρα, Κάστα, επέκτεινε τον Κουσιτικό έλεγχο βόρεια στην Ελεφαντίνη και τις Θήβες στην Άνω Αίγυπτο. Ο διάδοχος του Κάστα Πιύ απέκτησε τον έλεγχο της Κάτω Αιγύπτου περίπου το 727 π.Χ.[22]. Η «Στήλη της Νίκης» του Πιύ, ανεγέρθη στον Ναό του Άμμωνα στο Γκέμπελ Μπαρκάλ για να τιμήσει αυτές τις νίκες. Ο Πιύ είχε εισβάλει σε μια Αίγυπτο που ήταν διαιρεμένη σε τέσσερα βασίλεια που κυβερνούσαν οι Πεφτζαουαουϊμπάστ, Νιμλότ, Ιουπούτ Β΄ και Οσορκόν Δ΄[23]:115,120.
Ο διάδοχος του Πιύ, ο Σαμπακά, νίκησε τους ηγεμόνες που είχαν βάση τη Σάις στη βόρεια Αίγυπτο μεταξύ το 711-710 π.Χ., και έγινε βασιλιάς στη Μέμφιδα. Εγκαθίδρυσε σχέσεις με τον Σαργών Β΄[23]:120.
Ο γιος του Πιύ Ταχάρκα είχε μια κάποια επιτυχία στις προσπάθειές του να επανακτήσει αιγυπτιακή επιρροή στην Εγγύς Ανατολή. Βοήθησε τον βασιλιά Εζεκία στην επίθεση από τον Σενναχειρείμ και του Ασσυρίους (Βασιλειών Δ΄19:9Αρχειοθετήθηκε 2019-02-13 στο Wayback Machine., Ησαΐας 37:9 Αρχειοθετήθηκε 2020-02-03 στο Wayback Machine.), όμως αρρώστια στον στρατό των Ασσυρίων που πολιορκούσε την πόλη φαίνεται να είναι ο κυριότερος λόγος αποτυχίας κατάκτησης της Ιερουσαλήμ παρά κάποιο στρατιωτικό πρόβλημα, και οι Ασσυριακές αναφορές φαίνεται να δείχνουν ότι ο Εζεκίας υποχρεώθηκε να πληρώσει φόρο υποτέλειας. Στη συνέχεια, ο Σενναχιρείμ κίνησε το Ταχάρκα και έδιωξε τους Νούβιους και Αιγυπτίους από την περιοχή, πέρα από το Σινά και μέχρι την Αίγυπτο.
Η δύναμη της 25ης Δυναστείας έφτασε στο απόγειό της με τον Ταχάρκα. Η αυτοκρατορία της Κοιλάδας του Νείλου ήταν τόσο μεγάλη όσο είχε να είναι από την εποχή του Νέου Βασιλείου. Νέα ευμάρεια[24] αναβίωσε τον αιγυπτιακό πολιτισμό[25]. Η θρησκεία, οι τέχνες, και αρχιτεκτονική αποκαταστάθηκαν στο μεγαλείο του Παλαιού, Μέσου και Νέου Βασιλείου. Οι Νούβιοι φαραώ έχτισαν ή αναστήλωσαν ναούς και μνημεία σε όλη τη χώρα, περιλαμβανομένων των Μέμφις, Καρνάκ, Κάουα και Γκέμπελ Μπαρκάλ[26]. Κατά την 25η Δυναστεία η Κοιλάδα του Νείλου «είδε» την πρώτη εκτεταμένη κατασκευή πυραμίδων (πολλές στο σημερινό Σουδάν) από την εποχή του Μέσου Βασιλείου[27][28][29]. Οι Κουσίτες ανέπτυξαν τη δικιά τους γραφή, τη Μεροϊτική γραφή, η οποία είχε επηρεαστεί από τα αιγυπτιακά συστήματα γραφής που υπήρχαν περίπου του 700-600 π.χ., αν και φαίνεται να περιοριζόταν μόνο στη βασιλική αυλή και τους κυριώτερους ναούς[30].
Ο Ταχάρκα αρχικά νίκησε τους Ασσυρίους, όταν ξέσπασε πόλεμος το 674 π.Χ. Όμως, το 671 π.Χ. ο Ασσύριος βασιλιάς Εσαρχαδών κατέκτησε τη Μέμφιδα, και ο Ταχάρκα υποχώρησε στα νότια, ενώ ο διάδοχός του και άλλα μέλη της οικογενείας του μεταφέρθηκαν στην Ασσυρία ως αιχμάλωτοι. Όμως, οι ντόπιοι Αιγύπτιοι υποτελείς ηγεμόνες που είχε τοποθετήσει ο Εσσαρχαδών ως «μαριονέτες» δεν μπόρεσαν να κρατήσουν επιτυχώς τον πλήρη έλεγχο, και οΤαχάρκα μπόρεσε να ανακαταλάβει τον έλεγχο της Μέμφιδας. Η εκστρατεία του Εσσαρχαδών εκ νέου το 669 π.Χ. για να εκτοπίσει τον Ταχάρκα εγκαταλείφτηκε όταν ο πρώτος πέθανε στην Παλαιστίνη ενώ βρισκόταν καθοδόν για την Αίγυπτο. Ο διάδοχος του Εσσαρχαδών Ασσουρμπανιπάλ νίκησε όμως τον Ταχάρκα, ο οποίος πέθανε λίγο μετά[23]:121.
Ο διάδοχος του Ταχάρκα Τανταμανί προσπάθησε να επανακτήσει την Αίγυπτο. Νίκησε τον Νεχώ Α΄, τον υποτελή βασιλιά που είχε εγκαταστήσει ο Ασσουρμπανιπάλ, καταλαμβάνοντας στην πορεία και τις Θήβες. Οι Ασσύριοι, οι οποίοι διατηρούσαν στρατιωτική παρουσία στον βορρά, έστειλαν μεγάλο στρατό στα νότια το 663 π.Χ. ο Τανταμανί εκδιώχτηκε και οι Θήβες λεηλατήθηκαν σε τέτοιο βαθμό που στην πραγματικότητα ποτέ δεν ανέκαμψαν. Ο Τανταμανί καταδιώχτηκε πίσω στη Νουβία, και ποτέ ξανά δεν απείλησε την Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Ένας ντόπιος ηγεμόνας, ο Ψαμμήτιχος Α΄ τοποθετήθηκε στον θρόνο ως υποτελής του Ασσουρμπανιπάλ[24][31]. Οι τελευταίοι δεσμοί μεταξύ του Κους και της Άνω Αιγύπτου κόπηκαν μετά τις εχθροπραξίες μεταξύ των Σαϊτικών βασιλιάδων τη δεκαετία του 590 π.Χ.[23]:121-122.
Μετακίνηση στη Μερόη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ασπέλτα μετακίνηση την πρωτεύουσα στη Μερόη, αρκετά νότια από τη Νάπατα, πιθανόν το 591 π.Χ.[33]. Υπάρχει επίσης πιθανότητα η Μερόη να ήταν πάντα η πρωτεύουσα του Κους.
Ο Martin Meredith πιστεύει ότι η Κουσίτες ηγεμόνες διάλεξαν τη Μερόη μεταξύ του πέμπτου και έκτου καταρράκτη, επειδή ήταν στο άκρο τις ζώνης των θερινών βροχοπτώσεων, και η περιοχή ήταν πλούσια σε σίδηρο και ξυλεία απαραίτητη για τη χύτευσή του. Η τοποθεσία επίσης παρείχε πρόσβαση στις εμπορικές οδούς προς την Ερυθρά Θάλασσα. Το Κους εκτός από χρυσό, ελεφαντόδοντο, και σκλάβους, εμπορευόταν προϊόντα σιδήρου με τους Ρωμαίους. Όμως, το οροπέδιο Μπουτάνα αποψιλώθηκε από τα δέντρα του, αφήνοντας πίσω σωρούς από σκωρία[34][35].
Οι Κουσίτες χρησιμοποιούσαν τον τροχό νερού που κινούσαν ζώα για να αυξήσουν την παραγωγή και το πλεόνασμα τροφής, ειδικά κατά την περίοδο του βασιλείου της Νάπατα και της Μερόη[36].
Ο Στράβωνας περιγράφει έναν πόλεμο με τους Ρωμαίους τον 1ο αιώνα π.Χ. Μετά τις αρχικές νίκες της Κανδάκης Αμανιρενάς εναντίον της Ρωμαϊκής Αιγύπτου, οι Κουσίτες ηττήθηκαν και η Νάπατα λεηλατήθηκε[37]. Παραδόξως, η καταστροφή της Νάπατα δεν ήταν τελειωτικό χτύπημα για τους Κουσίτες και δεν απέτρεψε την Κανδάκη να εμπλακεί σε αψιμαχίες με τους Ρωμαίους. Όντως, φαίνεται ότι η αυτή επίθεση του Γάιου Πετρόνιου μπορεί να είχε επίδραση δημιουργίας εκδικητικής διάθεσης. Μόλις τρία χρόνια μετά, το 22 π.Χ., μια μεγάλη Κουσιτική δύναμη κινήθηκε βόρεια με την πρόθεση να επιτεθεί στο Κασρ Ιμπρίμ[38]:149.
Περίοδος Αχαιμενιδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Αχαιμενίδες κατέλαβαν το Βασίλειο του Κους, ίσως από την εποχή του Καμβύση Β΄ (περίπου 530 π.Χ.), και ακόμα πιο πιθανό από την εποχή του Δαρείου Α΄ (550-486 π.Χ.), ο οποίος αναφέρει την κατάκτηση του Κους («Κουσίγια») στις επιγραφές του[39][40].
Περίπου το 300 π.Χ. η μετακίνηση στη Μερόη έγινε πιο ολοκληρωμένη, καθώς η βασιλιάδες άρχισαν να θάβονταν εκεί αντί στη Νάπατα. Μια θεωρία είναι ότι αυτοί άρχισαν να απομακρύνονται από την εξουσία των ιερέων στη Νάπατα. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ένας Κουσίτης βασιλιάς, ο Εργαμένες, αψήφησε τους ιερείς και έβαλε να τους θανατώσουν. Αυτή η ιστορία μπορεί να αναφέρεται στον πρώτο ηγεμόνα που θάφτηκε στη Μερόη με το παρόμοιο όνομα Αρκαμανί[41], ο οποίος βασίλεψε πολλά χρόνια μετά που άνοιξε το βασιλικό νεκροταφείο στη Μερόη. Κατά τη διάρκεια αυτής της ίδιας περιόδου, ο Κουσιτικός έλεγχος έφτανε κάπου τα 1.500 χιλιόμετρα κατά μήκος της Κοιλάδας του Νείλου από Αιγυπτιακά σύνορα στον βορρά, μέχρι εκτάσεις μακριά νότια ως το σύγχρονο Χαρτούμ, καθώς και πιθανόν σε εκτάσεις ανατολικά και δυτικά της κοιλάδας[42].
Θορυβημένος από την προέλαση, ο Πετρώνιος βάδισε ξανά στα νότια και κατάφερε να φτάσει στο Κασρ Ιμπρίμ και να ενισχύσει την άμυνα πριν φτάσουν οι Κουσίτες. Αν και οι αρχαίες πηγές δεν δίνουν περιγραφή της επακόλουθης μάχης, γνωρίζουμε ότι σε κάποιο σημείο η Κουσίτες έστειλαν πρεσβευτές για να διαπραγματευτούν ειρήνη με τον Πετρώνιο. Μέχρι να τελειώσει όμως η δεύτερη αυτή εκστρατεία του, ο Πετρώνιος δεν είχε διάθεση να ασχοληθεί παραπάνω με τους Κουσίτες[38]:149. Οι τελευταίοι πέτυχαν να διαπραγματευτούν ειρήνη με ευνοϊκούς όρους[37] και το εμπόριο μεταξύ των δύο εθνών αυξήθηκε[38]:149. Κάποιοι ιστορικοί, όπως ο Τέοντορ Μόμσεν, έγραψαν ότι κατά την εποχή του Αύγουστου η Νουβία ίσως ήταν εξαρτημένο κράτος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Είναι πιθανόν ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρωνας σχεδίαζε πριν από τον θάνατό του το 68 μ.Χ. ακόμα μια προσπάθεια να κατακτήσει το Κους[38]:150–151. Ο Νέρωνας έστειλε δύο εκατόνταρχους μέσω του Νείλου μέχρι τον ποταμό Μαχρ ελ Γκαζάλ το 66 μ.Χ. σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει την πηγή του Νείλου[34]:43. Το Κους άρχισε να φθίνει ως δύναμη ως τον 1ο με 2ο αιώνα μ.Χ., πληγμένο από τον πόλεμο με τους Ρωμαίους και την παρακμή των παραδοσιακών του παραγωγικών δραστηριοτήτων[43]. Ο Χριστιανισμός άρχισε να επιβάλλεται της παλιάς φαραωνικής θρησκείας, και μέχρι το μέσο του 6ου αιώνα το Βασίλειο του Κους είχε εκλείψει[18].
Γλώσσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη Μεροϊτική περίοδο στη Μερόη και το Σουδάν μιλιόταν η Μεροϊτική γλώσσα (μαρτυρείται από το 300 π.Χ.). Εξαφανίστηκε περίπου το 400 μ.Χ. Η γλώσσα γραφόταν σε δύο μορφές του Μεροϊτικού αλφάβητου: τη μεροϊκή συνεχής γραφή με προέλευση τη δημώδη αιγυπτιακή που χρησιμοποιούνταν για γενική τήρηση αρχείων κ.τ.λ., και τη μεροϊκή ιερογλυφική με προέλευση την αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή, που χρησιμοποιούταν για επιγραφές σε στήλες ή για βασιλικά ή θρησκευτικά έγγραφα. Η γλώσσα δεν είναι απολύτως κατανοητή λόγω της σπανιότητας δίγλωσσων κειμένων. Το παλιότερο δείγμα μεροϊτικής γραφής είναι από 180-170 π.Χ. Τα ιερογλυφικά αυτά βρέθηκαν σε ναό της Βασίλισσας Σχανακντακχετέ. Η μεροϊτική συνεχής γραφή γραφόταν οριζόντια από τα δεξιά στα αριστερά[44].
Μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. το νέο ιθαγενές μεροϊτικό αλφάβητο, αποτελούμενο από 23 γράμματα, είχε αντικαταστήσει την αιγυπτιακή γραφή. Η προέλευση του αλφαβήτου ήταν από τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη γραφή της Μεροϊτικής γλώσσας του Βασιλείου της Μερόης/ Κους. Αναπτύχθηκε κατά την Περίοδο της Νάπατα (περίπου 700–300 π.Χ.),και εμφανίζεται πρώτη φορά τον 2ο αιώνα π.Χ. Για κάποιο καιρό, πιθανόν να χρησιμοποιούταν και για τη γραφή της παλαιάς νουβικής γλώσσας των διάδοχων Νουβικών βασιλείων[45].
Δεν είναι βέβαιο με πια γλωσσική οικογένεια έχει σχέση η Μεροϊτική γλώσσα. Ο Claude Rilly έχει προτείνει ότι, όπως και η γλώσσα Νομπιίν, ανήκει στο Ανατολικό-Σουδανικές γλώσσες της Νειλό-Σαχάριας οικογένειας γλωσσών[46][47]. Η Kirsty Rowan αντίθετα προτείνει ότι η Μεροϊτική, όπως η αιγυπτιακή γλώσσα ανήκει στην Αφροασιατική οικογένεια. Βασίζει αυτή τη θέση στο γεγονός ότι οι ήχοι και φωνοτακτική είναι παρόμοια με εκείνα των Αφροασιατικών γλωσσών και όχι όμοια με εκείνα των Νειλό-Σαχάριων γλωσσών[48][49].
Κους και Αιγυπτιολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγω της εγγύτητας του Βασιλείου του Κους και της αρχαίας Αιγύπτου — με τον πρώτο καταρράκτη στην Ελεφαντίνη να θεωρείται το παραδοσιακό σύνορο των δύο — και καθώς η 25η Δυναστεία εξουσίαζε και τα δύο κράτη τον 8ο αιώνα π.Χ., οι ιστορικοί έχουν σχετίσει στενά τη μελέτη του Κους με την Αιγυπτιολογία, με την υπόθεση ότι η σύνθετη κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη των γειτόνων της Αιγύπτου μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα με τους όρους των αιγυπτιακών συστημάτων και προτύπων[50]. Ως αποτέλεσμα, το πολιτικό σύστημα και η οργάνωση του Κους ως ανεξάρτητου αρχαίου βασιλείου δεν έχει τύχει τόσο διεξοδικής προσοχής από τους μελετητές, και παραμένει αρκετή ασάφεια, ειδικά για τις πρώτες περιόδους του κράτους. Ο Edwards[50] έχει προτείνει ότι το πεδίο της μελέτης μπορεί να ωφεληθεί από την αύξηση της αναγνώρισης του Κους ως ξεχωριστού κράτους μόνο του, με διαφορετικές πολιτισμικές συνθήκες, παρά απλά ως δευτερεύων περιφερειακό κράτος της Αιγύπτου και της αιγυπτιακής ιστορίας.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ π.χ. στην Παλαιά Διαθήκη Βασιλειών Δ΄19:9 Αρχειοθετήθηκε 2019-02-13 στο Wayback Machine.
- ↑ Goldenberg, David M. (2005). The Curse of Ham: Race and Slavery in Early Judaism, Christianity, and Islam (New έκδοση). Princeton University Press. σελ. 17. ISBN 978-0691123707.
- ↑ Spalinger, Anthony (1974). «Esarhaddon and Egypt: An Analysis of the First Invasion of Egypt». Orientalia, NOVA SERIES, Vol. 43 pp. 295-326, XI.
- ↑ Allen, James P. (11 Ιουλίου 2013). The Ancient Egyptian Language: An Historical Study. Cambridge University Press. σελ. 53. ISBN 9781107032460. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2015.
- ↑ Török, László. Der Nahe und Mittlere Osten. BRILL, 1997. Print.
- ↑ 6,0 6,1 Van, de M. M. A History of Ancient Egypt. Chichester, West Sussex: Wiley-Blackwell, 2011. Print.
- ↑ «GENESIS 10:10 KJV "And the beginning of his kingdom was Babel, and Erech, and Accad, and Calneh, in the land of Shinar."». www.kingjamesbibleonline.org.
- ↑ «PSALMS CHAPTER 7 KJV». www.kingjamesbibleonline.org.
- ↑ Βλ. για παράδειγμα, Delitzsch, Wo lag das Paradies?, 1881.
- ↑ Goldenberg, David M. (2005). The Curse of Ham: Race and Slavery in Early Judaism, Christianity, and Islam (New έκδοση). Princeton University Press. σελ. 221. ISBN 978-0691123707.
- ↑ Historical Dictionary of Ancient and Medieval Nubia, Richard A. Lobban Jr., p. 254.
- ↑ De Mola, Paul J. "Interrelations of Kerma and Pharaonic Egypt". Ancient History Encyclopedia: http://www.ancient.eu/article/487/
- ↑ «Jebal Barkal: History and Archaeology of Ancient Napata». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2012.
- ↑ Morkot, Roger G. "On the Priestly Origin of the Napatan Kings: The Adaptation, Demise and Resurrection of Ideas in Writing Nubian History" in O'Connor, David and Andrew Reid, eds. Ancient Egypt in Africa (Encounters with Ancient Egypt) (University College London Institute of Archaeology Publications) Left Coast Press (1 Aug 2003) (ISBN 978-1-59874-205-3) p.151
- ↑ Edwards, David (2004). The Nubian Past. Oxon: Routledge. σελίδες 2,75,11114-117,120. ISBN 9780415369886.
- ↑ Pan Grave Culture Αρχειοθετήθηκε 2012-03-19 στο Wayback Machine. – By K. Kris Hirst
- ↑ [1] Αρχειοθετήθηκε 2013-10-24 στο Wayback Machine. – By Manfred Bietak
- ↑ 18,0 18,1 18,2 Welsby, Derek A. The Kingdom of Kush: the Napatan and Meroitic Empires. Princeton, NJ: Markus Wiener, 1998. Google Scholar. Web. 20 Oct. 2011
- ↑ Irish, Joel D. (1998). «Dental morphological affinities of Late Pleistocene through recent sub-Saharan and north African peoples». Bulletins et Mémoires de la Société d'anthropologie de Paris 10 (3): 237–272. http://www.persee.fr/docAsPDF/bmsap_0037-8984_1998_num_10_3_2517.pdf. Ανακτήθηκε στις 17 June 2017.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Wilkinson, Toby (2016). Writings from Ancient Egypt. United Kingdom: Penguin Classics. σελίδες 19. ISBN 978-0-141-39595-1.
- ↑ Van, de M. M. A History of Ancient Egypt. Chichester, West Sussex: Wiley-Blackwell, 2011. p289. Print.
- ↑ Shaw (2002) p. 345
- ↑ 23,0 23,1 23,2 23,3 Edwards, David (2004). The Nubian Past. Oxon: Routledge. σελίδες 2,75,77-78. ISBN 9780415369886.
- ↑ 24,0 24,1 Török, László. The Kingdom of Kush: Handbook of the Napatan-Meroitic Civilization. Leiden: Brill, 1997. Google Scholar. Web. 20 Oct. 2011.
- ↑ Diop, Cheikh Anta (1974). The African Origin of Civilization. Chicago, Illinois: Lawrence Hill Books. σελίδες 219–221. ISBN 1-55652-072-7.
- ↑ Bonnet, Charles (2006). The Nubian Pharaohs. New York: The American University in Cairo Press. σελίδες 142–154. ISBN 978-977-416-010-3.
- ↑ Mokhtar, G. (1990). General History of Africa. California, USA: University of California Press. σελίδες 161–163. ISBN 0-520-06697-9.
- ↑ Emberling, Geoff (2011). Nubia: Ancient Kingdoms of Africa. New York: Institute for the Study of the Ancient World. σελίδες 9–11.
- ↑ Silverman, David (1997). Ancient Egypt. New York: Oxford University Press. σελίδες 36–37. ISBN 0-19-521270-3.
- ↑ «Meroitic script». www.digitalegypt.ucl.ac.uk.
- ↑ Georges Roux – Ancient Iraq pp. 330–332
- ↑ Centre, UNESCO World Heritage. «Gebel Barkal and the Sites of the Napatan Region». whc.unesco.org.
- ↑ Festus Ugboaja Ohaegbulam (1 Οκτωβρίου 1990). Towards an understanding of the African experience from historical and contemporary perspectives. University Press of America. σελ. 66. ISBN 978-0-8191-7941-8. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2011.
- ↑ 34,0 34,1 Meredith, Martin (2014). The Fortunes of Africa. New York: Public Affairs. σελ. 43-44. ISBN 9781610396356.
- ↑ Shillington, Kevin (2012). History of Africa. London: Palgrave Macmillan. σελίδες 50-51. ISBN 9780230308473.
- ↑ William Y. Adams, Nubia: Corridor to Africa (Princeton University Press, 1977) 346-47, and William Y. Adams,
- ↑ 37,0 37,1 Arthur E. Robinson, "The Arab Dynasty of Dar For (Darfur): Part II", Journal of the Royal African Society (Lond). XXVIII: 55–67 (October, 1928)
- ↑ 38,0 38,1 38,2 38,3 Jackson, Robert B. (2002). At Empire's Edge: Exploring Rome's Egyptian Frontier. Yale University Press. ISBN 0300088566.
- ↑ Dandamaev, M. A. (1989). A Political History of the Achaemenid Empire (στα Αγγλικά). BRILL. σελίδες 80–81. ISBN 9004091726.
- ↑ Curtis, John· Simpson, St John (2010). The World of Achaemenid Persia: History, Art and Society in Iran and the Ancient Near East (στα Αγγλικά). I.B.Tauris. σελ. 222. ISBN 9780857718013.
- ↑ Fage, J. D.: Roland Anthony Oliver (1979) The Cambridge History of Africa, Cambridge University Press. (ISBN 0-521-21592-7) p. 228 [2]
- ↑ Edwards, page 141
- ↑ «BBC World Service - The Story of Africa». www.bbc.co.uk.
- ↑ Fischer, Steven Roger (2004). History of Writing. Reaktion Books. σελίδες 133–134. ISBN 1861895887. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2015.
- ↑ «"Meroe: Writing", ''Digital Egypt,'' University College, London». Digitalegypt.ucl.ac.uk. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2012.
- ↑ Rilly, Claude & de Voogt, Alex (2012). The Meroitic Language and Writing System. Cambridge, UK: Cambridge University Press. ISBN 1107008662.
- ↑ Rilly, Claude (2004). «The Linguistic Position of Meroitic». Sudan Electronic Journal of Archaeology and Anthropology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-09-23. https://web.archive.org/web/20150923213222/http://www.ddl.ish-lyon.cnrs.fr/projets/clhass/PageWeb/ressources/Isolats/Meroitic%20Rilly%202004.pdf. Ανακτήθηκε στις 2019-02-10.
- ↑ Rowan, Kirsty (2011). "Meroitic Consonant and Vowel Patterning". Lingua Aegytia, 19.
- ↑ Rowan, Kirsty (2006), "Meroitic - An Afroasiatic Language?" Αρχειοθετήθηκε 2015-12-27 στο Wayback Machine. SOAS Working Papers in Linguistics 14:169–206.
- ↑ 50,0 50,1 «David N. Edwards, "Meroe and the Sudanic Kingdoms", "Journal of African History" (UK). Vol. 39 No. 2 (1998), pp 175–193».
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Edwards, David N. (2004). The Nubian Past. London: Routledge. σελίδες 348 Pages. ISBN 0-415-36987-8.
- Fisher, Marjorie M.· Lacovara, Peter· Ikram, Salima· και άλλοι., επιμ. (2012). Ancient Nubia: African Kingdoms on the Nile. The American University in Cairo Press. ISBN 978-977-416-478-1.
- Leclant, Jean (2004). The empire of Kush: Napata and Meroe. London: UNESCO. σελίδες 1912 Pages. ISBN 1-57958-245-1.
- Oliver, Roland (1978). The Cambridge history of Africa. Vol. 2, From c. 500 BC to AD 1050. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 858 Pages. ISBN 0-521-20981-1.
- Oliver, Roland (1975). The Cambridge History of Africa Volume 3 1050 – c. 1600. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 816 Pages. ISBN 0-521-20981-1.
- Shillington, Kevin (2004). Encyclopedia of African History, Vol. 1. London: Routledge. σελίδες 1912 Pages. ISBN 1-57958-245-1.
- Török, László (1998). The Kingdom of Kush: Handbook of the Napatan-Meriotic Civilization. Leiden: BRILL. σελίδες 589 Pages. ISBN 90-04-10448-8.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Valbelle, Dominique· Bonnet, Charles (2006). The Nubian Pharaohs. The American University in Cairo Press. ISBN 978-9774160103.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Kingdom of Kush στο Wikimedia Commons
- Dan Morrison, "Ancient Gold Center Discovered on the Nile", National Geographic News
- "Civilizations in Africa: Kush", Washington State University Αρχειοθετήθηκε 2007-05-01 στο Wayback Machine.
- African Kingdoms | Kush
- Ancient Sudan (Nubia) website Αρχειοθετήθηκε 2019-05-14 στο Wayback Machine.
- John Noble Wilford, "Scholars Race to Recover a Lost Kingdom on the Nile", New York Times (June 19, 2007).
- Joseph Poplicha, "The Biblical Nimrod and the Kingdom of Eanna", Journal of the American Oriental Society, Vol. 49, (1929), pp. 303–317
- Kerma website Official website of the Swiss archeological mission to Sudan.