Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δακία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δακία
(168 π.Χ. - 106)
Dacia
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Ζαρμιζεγεθούσα
Δακικά
Ελληνικά
Λατινικά
Μη κληρονομική μοναρχία[1]
Ίδρυση
Διάλυση
168 π.Χ.
106
ΝόμισμαΚόσων
Η θέση της Επαρχίας της Δακίας το 116 μ.Χ.

Στην αρχαία γεωγραφία, ιδιαίτερα σε Ρωμαϊκές πηγές, η Δακία ήταν η χώρα που κατοικείτο από τους Δάκες. Οι Έλληνες αναφέρονταν σ' αυτούς ως Γέτες, που ήταν συγκεκριμένα ένας κλάδος των Θρακών, βόρεια της οροσειράς του Αίμου.

Η Δακία οριζόταν νότια περίπου από τον Δούναβη ποταμό, στις Ελληνικές πηγές Ίστρος, ή στη μέγιστη έκταση της από τον Αίμο. Η Μοισία (Δοβρουτσά), μια περιοχή νότια του Δούναβη, ήταν μια βασική περιοχή, όπου ζούσαν οι Γέτες και αλληλεπιδρούσαν με τους Αρχαίους Έλληνες. Στα ανατολικά οριζόταν από τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) και τον ποταμό Δάναστρι (Δνείστερο), σε Ελληνικές πηγές και Τύρα, και από τον Τίσα στα δυτικά. Αλλά έχουν καταγραφεί αρκετοί Δακικοί οικισμοί μεταξύ των ποταμών Δνείστερου και Ύπανι (Νότιου Μπουγκ).

Κατά καιρούς η Δακία περιελάμβανε περιοχές μεταξύ του Τίσα και του Μέσου Δούναβη. Τα Καρπάθια Όρη βρίσκονταν στο μέσο της Δακίας. Έτσι αντιστοιχεί στα σημερινά κράτη Ρουμανία και Μολδαβία, καθώς και μικρότερα τμήματα των Βουλγαρίας, Σερβίας, Ουγγαρίας και Ουκρανίας.

Οι Δάκες (ή Γέτες) ήταν Βόρειες Θρακικές φυλές. Οι Δακικές φυλές είχαν τόσο ειρηνικές όσο και πολεμικές σχέσεις με άλλες γειτονικές φυλές όπως οι Σαρμάτες, οι Σκύθες και οι Κέλτες.

Ενα Δακικό Βασίλειο μεταβαλλόμενου μεγέθους υπήρχε μεταξύ του 82 π.Χ. και της Ρωμαϊκής κατάκτησης το 106 μ.Χ. Η πρωτεύουσα της Δακίας Ζαρμιζεγεθούσα, που βρισκόταν στη σημερινή Ρουμανία, καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, αλλά το όνομά της προστέθηκε σε εκείνο της νέας πόλης (Ulpia Traiana Sarmizegetusa) που χτίστηκε από αυτούς ως νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Δακίας.

Οι Δάκες αναφέρονται για πρώτη φορά στα γραπτά των Αρχαίων Ελλήνων στον Ηρόδοτο(Ιστορίαι Βιβλίο IV XCIII: "[Οι Γέτες] η ευγενέστερη καθώς και η δικαιότερη από όλες τις Θρακικές φυλές") και στον Θουκυδίδη (Πελοποννησιακοί πόλεμοι, Βιβλίο ΙΙ: "[Οι Γέτες] συνορεύουν με τους Σκύθες και είναι οπλισμένοι κατά τον ίδιο τρόπο, όντας όλοι έφιπποι τοξότες").

Η Δακία κατά Στράβωνα (20 μ.Χ.) [2]
Χάρτης της Δακίας του Μπρου Αντριεν Χούμπερτ (1826)
Αποψη του ιερού της πρωτεύουσας των Δακών Σαρμιζεγκετούσα
Χάρτης της Δακίας του Πτολεμαίου (2ος αιώνας μ.Χ.)
Δακικές πόλεις με την κατάληξη "νταβα" σε Δακία, Μοισία, Θράκη και Δαλματία

Η έκταση και η θέση της Δακίας διέφερε στις τρεις παρακάτω ιστορικές περιόδους της:

Η Δακία του Βασιλιά Βυρεβίστα (82–44 π.Χ.) εκτεινόταν από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τον ποταμό Τίσα και από τον Αίμο μέχρι τη Βοημία. Την περίοδο αυτή οι Γετοδάκες κατέκτησαν μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και η Δακία εκτεινόταν από τον Μέσο Δούναβη μέχρι τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας (μεταξύ Απολλωνίας και Ολβίας) και από τα βουνά της σημερινής Σλοβακίας μέχρι τον Αίμο. Το 53 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ ανέφερε ότι οι χώρες των Δακών άρχιζαν στις ανατολικές παρυφές του Ερκυνίου Δάσους (Μέλανα Δρυμού). Μετά τον θάνατο του Βυρεβίστα το βασίλειό του διαιρέθηκε σε τέσσερα κράτη, αργότερα πέντε.

Ο Στράβων στα Γεωγραφικά του, γραμμένα γύρω στα 20 μ.Χ., αναφέρει :

"Όσο για το νότιο μέρος της Γερμανίας πέρα από τις Αλπεις, το τμήμα που συνορεύει με τον ποταμό αυτό κατέχεται από τους Σουηβούς, τότε αμέσως παρακείμενη είναι η χώρα των Γετών, που, αν και αρχικά στενή, απλώνεται κατά μήκος του Ίστρου στη νότια πλευρά της και στην αντίθετη πλευρά της κατά μήκος της βουνοπλαγιάς του Ερκυνίου Δάσους (γιατί η χώρα των Γετών περιλαμβάνει επίσης τμήμα των βουνών) και μετά διευρύνεται προς βορράν μέχρι τις Πύλες του Τύρα (Δνείστερου), αλλά δεν μπορώ να πω τα ακριβή σύνορα.

Βάσει αυτών οι Λέγκιελ και Ράνταν (1980), Χόντινοτ (1981) and Mάουντιν (1998) θεωρούν ότι οι Γετοδάκες κατοικούσαν και τις δύο πλευρές του ποταμού Τίσα πριν την εμφάνιση των Κελτών Βόιων και εκ νέου μετά την ήττα τους από τους Δάκες. Η κατοχή των Δακών μεταξύ Δούναβη και Τίσα δεν ήταν σημαντική. Πάντως ο αρχαιολόγος Πάρντους υποστήριξε παρουσία των Δακών δυτικά του Τίσα από την εποχή του Βυρεβίστα. Σύμφωνα με τον Τάκιτο (56 μ.Χ. – 117 μ.Χ.). Οι Δάκες συνόρευαν με τη Γερμανία στα νοτιοδυτικά και τους Σαρμάτες στα ανατολικά. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. στα δυτικά της Δακίας εγκαταστάθηκανοι Ιαζύγοι (Σαρματικό φύλο), στην πεδιάδα μεταξύ Δούναβη και Τίσα, σύμφωνα με την ερμηνεία των μελετητών του κειμένου του Πλινίου : "Τα υψηλότερα μέρη μεταξύ του Δούναβη και του Ερκυνίου Δάσους (Μέλανα Δρυμού) μέχρι τα χειμερινά καταλύματα της Παννονίας στο Κάρνουτουμ και οι πεδιάδες και η επίπεδη χώρα των Γερμανικών συνόρων κατέχονται από τους Σαρμάτες Ιαζύγκες, ενώ οι Δάκες, τους οποίους έχουν εκδιώξει, κατέχουν τα βουνά και τα δάση μέχρι τον ποταμό Θάι (Τίσα)".

Γραμμένη λίγες δεκαετίες μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση της Δακίας το 105–106 μ.Χ., η Γεωγραφία του Πτολεμαίου περιελάμβανε και τα σύνορα της Δακίας. Σύμφωνα με ερμηνεία των μελετητών του Πτολεμαίου (Χρουσέφσκι 1997, Μπάνμπερι 1879, Μόκσι 1974, Μπαρμπουλέσκου και Νάγκλερ 2005) η Δακία ήταν η περιοχή μεταξύ των ποταμών Τίσα, Δούναβη. άνω Δνείστερου και Σερέτη. Οι συμβατικοί ιστορικοί δέχονται αυτή την ερμηνεία.

Ο Πτολεμαίος αναφέρει επίσης δύο Δακικά τοπωνύμια στην άνω Πολωνία, στην κοιλάδα του Άνω Βιστούλα : Σουσουντάβα και Σετιντάβα (με την παραλλαγή σε χειρόγραφο Γετιντάβα). Αυτά μπορεί να ήταν απόηχος της επέκτασης του Βυρεβίστα. Φαίνεται ότι αυτή η βόρεια επέκταση της Δακικής γλώσσας, μέχρι τον ποταμό Βιστούλα διήρκεσε μέχρι το 170–180 μ.Χ., οπότε η μετανάστευση των Βανδάλων Χάστιγκς απώθησε αυτή τη βόρεια Δακική ομάδα. Αυτή η Δακική ομάδα, πιθανόν οι Κοστοβώκοι/πολιτισμός Λίπιτσα, συσχετίζεται από τον Γκούντμουντ Σούτε (1872-1958, Δανός φιλόλογος και ιστορικός) με πόλεις που έχουν την ειδική Δακική γλωσσική κατάληξη "νταβα", π.χ. Σετιντάβα.

Η Ρωμαϊκή επαρχία Dacia Traiana, ιδρυθείσα από τους νικητές των Δακικών Πολέμων (101–102 aκαι 105–106), αρχικά περιελάμβανε μόνο τις σημερινές περιοχές Βανάτο, Ολτένια (δυτική Βλαχία) και Τρανσυλβανία και στη συνέχεια επεκτάθηκε σταδιακά σε τμήματα της Μολδαβίας, ενώ η Δοβρουτσά και το Μπουντζάκ ανήκαν στη ρωμαϊκή επαρχία της Μοισίας.

Τον 2ο αιώνα μ.Χ., μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση, ο Πτολεμαίος θέτει τα ανατολικά σύνορα της Dacia Traiana (της Ρωμαϊκής επαρχίας) στον ποταμό Hierasus (Σερέτη), στη σημερινή Ρουμανία. Η Ρωμαϊκή κυριαρχία επεκτάθηκε στη νοτιοδυτική περιοχή του Δακικού Βασιλείου (αλλά όχι το μεταγενέστερα γνωστό ως Μαραμούρες), σε τμήματα του μεταγενέστερου Πριγκιπάτου της Μολδαβίας ανατολικά του Σερέτη και βόρεια του Άνω Τραϊανίου Τείχους και σε περιοχές της σημερινής Μουντενίας (ανατολική Βλαχία) και Ουκρανίας, εκτός των ακτών της Μαύρης Θάλασσας.

Μετά τους Μαρκομανικούς Πολέμους (166–180 μ.Χ.), είχαν αρχίσει να κινούνται Δακικές ομάδες έξω από τη Ρωμαϊκή Δακία. Ηταν 12.000 Δάκες από την περιοχή της Ρωμαϊκής Δακίας, διωγμένοι από τη χώρα τους. Πατρίδα τους μπορεί να ήταν η περιοχή του Άνω Τίσα, αλλά δεν μπορούν να αποκλεισθουν άλλα μέρη.

Η μεταγενέστερη Ρωμαϊκή επαρχία Dacia Aureliana οργανώθηκε εντός της πρώην Άνω Μοισίας μετά την αποχώρηση του Ρωμαϊκού στρατού από τη Δακία, επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (271–275 μ.Χ.). Αναδιοργανώθηκε ως Dacia Ripensis (ως στρατιωτική επαρχία) και Dacia Mediterranea (ως πολιτική επαρχία).

Ο Πτολεμαίος δίνει ένα κατάλογο 43 ονομάτων πόλεων της Δακίας, εκ των οποίων αναμφίβολα 33 ήταν Δακικής προέλευσης. Τα περισσότερα από αυτά περιείχαν την κατάληξη «ντάβα», (που σημαίνει οικισμός, χωριό). Αλλα όμως Δακικά ονόματα στον κατάλογο δεν έχουν αυτή την κατάληξη (π.χ. Ζερμιζεγκετούσα). Ακόμη εννέα άλλα ονόματα Δακικής προέλευσης φαίνεται να έχουν εκλατινισθεί.

Οι πόλεις των Δακών ήταν γνωστές ως -dava, -deva, -δαυα, -δεβα ή -δαβα, κλπ. Ακολουθεί κατάλογος Δακικών δαβα.

  1. Στη Δακία : Ακιντάβα, Αργέδαυον, Βουριδάβα, Δοκιδάβα, Ζαργιδάβα, Ζιριδάβα, Καρσιδάβα, Κλεπιδάβα, Κομίδαυα, Μαρκοδάβα, Νετινδάβα, Ουτιδάβα, Πατριδάβα, Πελενδάβα, Περβουριδάβα, Πετροδάβα, Πιροβοριδάβα, Ραμιδάβα, Ρουσιδάβα, Σαγκιδάβα, Σατσιδάβα, Σετιδάβα, Σιγκιδάβα, Σουσιδάβα, Ταμασιδάβα - 26 ονόματα συνολικά.
  1. Στην Κάτω Μοισία (τη σημερινή Βόρεια Βουλγαρία) και τη μικρή Σκυθία (Δοβρουτσά) : Αιδάβα, Βουτεριδάβα, Γιριδάβα, Δαυσαδάβα, Καπιδάβα, Μουριδέβα, Σασιδάβα, Σκαϊδάβα (Σκεδέβα), Σαγαδάβα, Σουκιδάβα - 10 ονόματα συνολικά.
  1. Στην Ανω Μοισία (τις περιφέρειες Νις, Σόφιας και εν μέρει Κιουστεντίλ) : Αιάδαβα, Βρεγέδαβα, Δανέδεβαι, Δεσουδάβα, Ζισνουδέβα, Ιταδέβα, Κουιμεδάβα - επτά ονόματα συνολικά.

Γιλδόβα, χωριό στη Θράκη, άγνωστης θέσης.

Θερμιδάβα, πόλη στη σημερινή Δαλματία, πιθανόν εξελληνισμένη μορφή του Γκερμιντάβα.

Πουλπουντέβα, σημερινή Φιλιππούπολη στη Βουλγαρία.

Πολιτικές οντότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γετοδάκες κατοικούσαν και τις δύο πλευρές του ποταμού Τίσα πριν την εμφάνιση των Κελτών Βόιων και εκ νέου μετά την ήττα τους από τους Δάκες υπό τον βασιλιά Βουρεβίστα. Φαίνεται πιθανό το Δακικό κράτος να προέκυψε ως μια ασταθής φυλετική συνομοσπονδία, που ενοποιήθηκε μόνο ευκαιριακά από χαρισματική ηγεσία τόσο στο στρατιωτικοπολιτικό όσο και στον ιδεολογικό-θρησκευτικό τομέα. Στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. υπό την εξουσία του Ρουβοβόστη, Δάκα βασιλιά στη σημερινή Τρανσυλβανία, η ισχύς των Δακών στη λεκάνη των Καρπαθίων αυξήθηκε αφότου νίκησαν τους Κέλτες, που προηγουμένως κυριαρχούσαν στην περιοχή.

Βασίλειο της Δακίας υπήρχε επίσης το πρώτο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. υπό τον Βασιλιά Ορόλη. Οι συγκρούσεις με τους Βαστάρνες και τους Ρωμαίους (112–109 π.Χ., 74 π.Χ.), εναντίον των οποίων είχαν βοηθήσει τους Σκορδίσκους και τους Δάρδανους, αποδυνάμωσαν τους τελευταίους.

Ο Βυρεβίστας (Βοιρεβίστας), σύγχρονος του Ιούλιου Καίσαρα, κυβέρνησε τις Γετοδακικές φυλές μεταξύ 82 και 44 π.Χ. Αναδιοργάνωσε πλήρως τον στρατό και προσπάθησε να ενισχύσει το ηθικό και την υπακοή του λαού, πείθοντάς τους να ξεριζώσουν τα αμπέλια τους και να σταματήσουν να πίνουν κρασί. Επί της βασιλείας του τα όρια του Δακικού Βασιλείου επεκτάθηκαν στο μέγιστό τους. Οι Βαστάρνες και οι Βόιοι κατακτήθηκαν και ακόμη και οι Ελληνικές πόλεις Ολβία και Απολλωνία στον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) αναγνώριζαν την εξουσία του. Το 53 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ ανέφερε ότι οι χώρες των Δακών άρχιζαν στις ανατολικές παρυφές του Ερκυνίου Δάσους.

Ο Βυρεβίστας κατάργησε την εντόπια κοπή νομισμάτων από τις τέσσερις μεγάλες φυλετικές ομάδες υιοθετώντας ως νόμισμα εισαγόμενα ή αντιγραμμένα Ρωμαϊκά δηνάρια. Επί της βασιλείας του ο Βυρεβίστας μετέφερε την πρωτεύουσα των Γετοδακών από το Αργέδαυον στη Ζαρμιζεγεθούσα. Για ενάμιση τουλάχιστον αιώνα η Ζαρμιζεγεθούσα ήταν πρωτεύουσα της Δακίας και η ακμή της κορυφώθηκε υπό τον Βασιλιά Δεκέβαλο. Οι Δάκες φαίνονταν τόσο απειλητικοί, που ο Καίσαρ σχεδίασε μια εκστρατεία εναντίον τους, την οποία απέτρεψε ο θάνατός του το 44 π.Χ. Την ίδια χρονιά ο Βυρεβίστας δολοφονήθηκε και το βασίλειο διαιρέθηκε σε τέσσερα (αργότερα πέντε) τμήματα με ξεχωριστούς ηγεμόνες.

Μία από αυτές τις οντότητες ήταν το κράτος του Κοτίσωνα, με τον οποίο ο Αύγουστος αρραβώνιασε την πεντάχρονη κόρη του Ιουλία. Είναι γνωστός από αναφορά του Οράτιου (Occidit Daci Cotisonis agmen, Ωδές, III. 8. 18).

Οι Δάκες μνημονεύονται συχνά ως υπό τον Αύγουστο, σύμφωνα με τον οποίο είχαν υποχρεωθεί να αναγνωρίσουν τη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Όμως επ' ουδενί ήταν υποταγμένοι και σε μεταγενέστερες εποχές για να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους εκμεταλλεύονταν κάθε ευκαιρία να διασχίσουν τον παγωμένο Δούναβη τον χειμώνα και να λεηλατούν τις Ρωμαϊκές πόλεις στην επαρχία της Μοισίας.

Ο Στράβων αναφέρει : "Αν και οι Γέτες και οι Δάκες είχαν κάποτε αποκτήσει πολυ μεγάλη δύναμη, ώστε να μπορούν στην πράξη να πραγματοποιούν εκσατρατεία διακοσίων χιλιάδων ανδρών, τώρα έχουν απομειωθεί σε μόνο σαράντα χιλιάδες και λίγο θέλουν για να δηλώσουν υπακοή στους Ρωμαίους, αν και ακόμη δεν είναι εντελώς ενδοτικοί, λόγω των ελπίδων που βασίζουν στους γερμανούς, εχθρούς των Ρωμαίων". Αυτό συνέβη γιατί η αυτοκρατορία του Βυρεβίστα χωρίστηκε μετά τον θάνατό του σε τέσσερα και αργότερα πέντε μικρότερα κράτη, όπως εξηγεί ο Στράβων, "Μόνο πρόσφατα, όταν ο Αύγουστος Καίσαρ διοργάνωσε μια εκστρατεία εναντίον τους, ο αριθμός των μερών στα οποία η αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί ήταν πέντε, αν και τον καιρό της εξέγερσης ήταν τέσσερα. Τέτοιες διαιρέσεις, να είστε βέβαιοι, είναι προσωρινές μόνο και διαφέρουν κατά καιρούς.

Ο Δεκέβαλος κυβέρνησε τους Δάκες μεταξύ 87 και 106 μ.Χ. Τα σύνορα της Δακίας του Δεκέβαλου ορίζονταν από τον ποταμό Τίσα στα δυτικά, τα Καρπάθια στα βόρεια και τον Δνείστερο Ποταμό στα ανατολικά. Το όνομά του σημαίνει "δυνατός σαν δέκα άνδρες".

Οι Δακικοί πόλεμοι του Τραϊανού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Δακικοί πόλεμοι (101-102, 105-106) ήταν δύο στρατιωτικές εκστρατείες κατά τις οποίες πολέμησε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ενάντια στη Δακία κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Αυτοκράτορα Τραϊανού. Οι συγκρούσεις είχαν ως αφορμή τη συνεχή απειλή της Δακίας στη Μοισία, επαρχία του Δούναβη και επίσης την αυξανόμενη ανάγκη για προμήθειες από την οικονομία της Αυτοκρατορίας.

Ο Τραϊανός έστρεψε την προσοχή του στη Δακία, μια περιοχή βόρεια της Ελλάδας (Μακεδονίας και Θράκης) και ανατολικά του Δούναβη η οποία βρισκόταν στη ρωμαϊκή ατζέντα από πριν τις μέρες του Καίσαρα όταν οι Δάκοι νίκησαν ένα ρωμαϊκό στράτευμα στη Μάχη της Ιστρίας. Το 85 μ.Χ. οι Δάκοι μαζεύτηκαν πάνω από τον Δούναβη και λεηλάτησαν τη Μοισία και αρχικά νίκησαν το στράτευμα το οποίο ο Αυτοκράτορας Δομιτιανός έστειλε εναντίον τους. Οι Ρωμαίοι νικήθηκαν στη Μάχη του Τάπαι το 88 και καθορίστηκε ανακωχή.

Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός ξεκίνησε εχθροπραξίες εκ νέου ενάντια στη Δακία και, έπειτα από έναν αριθμό μαχών ο οποίος δεν είναι επιβεβαιωμένος, νίκησε των Δάκο βασιλιά Δεκέβαλο στη Δεύτερη Μάχη του Τάπαι το 101. Με τους στρατιώτες του Τραϊανού να πιέζουν προς την πρωτεύουσα της Δακίας, τη Ζαρμιζεγεθούσα, ο Δεκέβαλος επιδίωξε όρους για άλλη μια φορά. Ο Δεκέβαλος ανέκτησε εκ νέου τη δύναμή του στα χρόνια που ακολούθησαν και επιτέθηκε στα ρωμαϊκά φρούρια ξανά το 105. Ως απάντηση ο Τραϊανός εισέβαλε ξανά στη Δακία, πολιορκώντας τη Δακική πρωτεύουσα στην Πολιορκία της Ζαρμιζεγεθούσας και την κατεδάφισε. Με τη Δακία καταπνηγμένη, ο Τραϊανός ακολούθως εισέβαλε στην αυτοκρατορία της Παρθίας στην ανατολή, με τις κατακτήσεις του αυτές, να επεκτείνουν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη μεγαλύτερη έκτασή της. Τα ανατολικά σύνορα της Ρώμης κυβερνούνταν έμμεσα από ένα σύστημα πελατικών κρατών για μια περίοδο, οδηγώντας σε λιγότερο άμεσες εκστρατείες απ’ ότι στη δύση σε αυτή την περίοδο.

Αρχικές συγκρούσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την εποχή της κυβέρνησης του Βυρεβίστα, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο καλύτερος βασιλιάς της Δακίας -που κυβέρνησε ανάμεσα στο 82 π.Χ. και 44 π.Χ.- οι Δάκοι αποτελούσαν απειλή για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο ίδιος ο Καίσαρας είχε οργανώσει ένα σχέδιο για να ξεκινήσει εκστρατεία ενάντια στη Δακία. Η απειλή μειώθηκε όταν δυναστικές δυσκολίες στη Δακία οδήγησαν στη διαχώριση της σε τέσσερα (ή πέντε, εξαρτάται από την πηγή) φυλετικά κράτη που κυβερνούνταν ξεχωριστά μετά τον θάνατο του Βυρεβίστα το 44 π.Χ. Ο Αύγουστος αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τη Δακία αφότου έστειλε απεσταλμένους προσφέροντας την υποστήριξή της ενάντια στον Μάρκο Αντώνιο σε αντάλλαγμα με «απαιτήσεις», η φύση των οποίων δεν έχει καταγραφεί. Ο Αύγουστος αρνήθηκε την προσφορά και η Δακία προσέφερε την υποστήριξή της στον Αντώνιο. Το 29 π.Χ., ο Αύγουστος έστειλε αρκετές τιμωρητικές εξορμήσεις στη Δακία με αρχηγό τους τον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο, τον πρόξενο του προηγούμενου χρόνου, ο οποίος προκάλεσε σοβαρές απώλειες και απ’ ότι φαίνεται σκότωσε τρείς από τους πέντε βασιλιάδες τους. Παρόλο που οι Δακικές επιδρομές στην Παννονία και στη Μοισία συνέχισαν για αρκετά χρόνια παρά την ήττα τους, η απειλή της Δακίας είχε ουσιαστικά τελειώσει.

Τότε, μετά από 116 χρόνια σχετικής ηρεμίας κατά μήκος του Ρωμαϊκού συνόρου, τον χειμώνα του 85 μ.Χ. μέχρι το 86 μ.Χ. ο στρατός του βασιλιά Ντύρα με αρχηγό τον στρατηγό Διουρπανέο επιτέθηκε στη Ρωμαϊκή επαρχία της Μοισίας, σκοτώνοντας τον κυβερνήτη της, Όππιο Σαβίνο, ο οποίος ήταν πρώην πρόξενος.

Ο Δακικός πόλεμος του Δομιτιανού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αυτοκράτορας Δομιτιανός οδήγησε λεγεώνες μέσα στην κατεστραμμένη επαρχεία και αναδιοργάνωσε την κατοχή στην κατώτερη Μοισία και στην ανώτερη Μοισία, σχεδιάζοντας επίθεση στη Δακία κατά την επόμενη περίοδο εκστρατείας. Τον επόμενο χρόνο, με την άφιξη καινούριων λεγεώνων το 87 μ.Χ., ο Δομιτιανός ξεκίνησε αυτό που κατέληξε ως ο Πρώτος Δακικός Πόλεμος. Ο στρατηγός Διουρπανέος έστειλε έναν απεσταλμένο στον Δομιτιανό, προσφέροντας ειρήνη. Τον απέρριψαν και ο πραιτωριανός νομάρχης Κορνήλιος Φούσκος πέρασε από τον Δούναβη στη Δακία με 5 ή 6 λεγεώνες πάνω σε μια γέφυρα χτισμένη πάνω σε πλοία. Ο ρωμαϊκός στρατός αιφνιδιάστηκε και νικήθηκε στην Πρώτη Μάχη του Τάπαι από τον Διουρπανέο, ο οποίος στη συνέχεια μετονομάστηκε Δεκέβαλος (στα δακικά σημαίνει «Ο Γενναίος»), και ο οποίος, κατά συνέπεια, εκλέχθηκε ως ο νέος βασιλιάς. Ο Φούσκος σκοτώθηκε και οι λεγεώνες έχασαν τα λάβαρά τους, κάνοντας έτσι τον εξευτελισμό τους μεγαλύτερο. Το 88, η ρωμαϊκή επίθεση συνεχίστηκε, και ο ρωμαϊκός στρατός, αυτή τη φορά υπό την ηγεσία του Τέττιου Τζουλιάνου, νίκησαν τους Δάκους στο απόμακρο φρούριό της Ζαρμιζεγεθούσας, αλλά επίσης και στο Τάπαι, κοντά στην περιοχή που σήμερα είναι το χωριό Bucova. Μετά από αυτή τη μάχη ο Δεκέβαλος, πλέον βασιλιάς των τεσσάρων επανενωμένων μερών της Δάκων, ζήτησε ειρήνη, η οποία απορρίφθηκε ξανά. Ο Δομιτιανός αργότερα δέχτηκε την προσφορά, κυρίως επειδή οι λεγεώνες του έπρεπε να βρίσκονται στον Ρήνο για να σταματήσουν την εξέγερση του Λούκιου Αντώνιου Σατουρνίνου, του Ρωμαίου κυβερνήτη της ανώτερης Γερμανίας που είχε συμμαχήσει με τους Μαρκομάννους, τους Κουάδους και τους Σαρμάτες Λάζους ενάντια στον Δομιτιανό.

Αιτίες του πρώτου πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθ’ όλο τον 1ο αιώνα, ρωμαϊκή πολιτική επέβαλλε ότι απειλές από γειτονικά κράτη και επαρχίες έπρεπε να περιοριστούν αμέσως. Η συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε μετά την Πρώτη Μάχη του Τάπαι, η οποία ακολουθήθηκε από μια ασαφή και δαπανηρή ρωμαϊκή νίκη στα ίδια εδάφη τον επόμενο χρόνο, δεν σύμφερε την Αυτοκρατορία. Μετά την ειρήνη του 89 μ.Χ., ο Δεκέβαλος έγινε υπάλληλος της Ρώμης, με την αποδοχή του Δεκέβαλου ως βασιλιά (rex amicus). Απέκτησε ένα εφάπαξ ποσό χρημάτων, ετήσιους οικονομικούς μισθούς, τεχνίτες σαν αντάλλαγμα αφιερωμένοι και στην ειρήνη και στον πόλεμο, και μηχανές πολέμου ώστε να προστατέψει τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι τεχνίτες χρησιμοποιούνταν από τους Δάκους για να αναβαθμίσουν τις δικές τους άμυνες. Κάποιοι ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτή ήταν μια ειρήνη η οποία δεν σύμφερε και ότι μπορεί να οδήγησε στη δολοφονία του Δομιτιανού τον Σεπτέμβριο του 96. Εκτός από κάποια συνεργασία στο διπλωματικό μέτωπο με τον Δομιτιανό, ο Δεκέβαλος συνέχισε να πηγαίνει ενάντια στη Ρώμη.

Εκείνη την εποχή, η Ρώμη υπέφερε από οικονομικές δυσκολίες για τις οποίες ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό οι στρατιωτικές εκστρατείες στην Ευρώπη και εν μέρει λόγω του χαμηλού ποσοστού χρυσού στα ρωμαϊκά χρήματα έπειτα από διαταγή του Αυτοκράτορα Νέρωνα. Επιβεβαιωμένες φήμες για Δακικό χρυσό και άλλες πολύτιμες προμήθειες για εμπόριο όξυναν τη διαμάχη, όπως επίσης έκανε και η εριστική συμπεριφορά των Δάκων, αφού ήταν «ανυπότακτοι και αδιάσπαστοι».

Όμως, άλλοι επείγοντες λόγοι τους έδωσαν το κίνητρο για να δράσουν. Ερευνητές εκτιμούν ότι μόνο το δέκα τοις εκατό των βαρβάρων όπως οι Ισπανοί και οι Γάλλοι πολεμιστές είχαν πρόσβαση σε σπαθιά, συνήθως η αριστοκρατία. Εν αντιθέσει η Δακία είχε πλούσιες προμήθειες σιδήρου και χαλκού και ήταν πολυγραφότατοι μεταλλουργοί. Ένα μεγάλο ποσοστό Δάκων είχαν σπαθιά, μειώνοντας έτσι σημαντικά το στρατιωτικό πλεονέκτημα της Ρώμης. Οι Δάκοι είχαν 250.000 πιθανούς πολεμιστές, αρκετούς για να κάνουν εισβολή. Είχαν συμμαχίες με αρκετούς από τους γείτονές τους και είχαν φιλικές σχέσεις με άλλους τους οποίους η Ρώμη θεωρούσε εχθρούς. Η Ρώμη δεν είχε χειροπιαστή αμυντική πολιτική και δεν θα μπορούσε να επιβιώσει έναν αμυντικό πόλεμο. Γι’ αυτό, ο νέος Αυτοκράτορας Τραϊανός, ο οποίος ήταν έμπειρος στρατιώτης και ειδικός στην τακτική, ξεκίνησε να ετοιμάζεται για πόλεμο. Το ότι η Δακία θεωρούταν σημαντική απειλή φαίνεται από το γεγονός ότι ο Τραϊανός απέσυρε στρατιώτες από άλλα σύνορα αφήνοντας τα επικίνδυνα πολύ απροστάτευτα.

Αφότου απέκτησε την ευλογία της γερουσίας για πόλεμο, μέχρι το 101 ο Τραϊανός ήταν έτοιμος να κάνει κίνηση προς τη Δακία. Αυτός ήταν ένας πόλεμος κατά τον οποίο η ρωμαϊκή στρατιωτική ευφυία και μηχανική επιδείχτηκαν καλά. Η ρωμαϊκή επίθεση ηγούταν από δύο σειρές λεγεωνάριων, πηγαίνοντας ευθεία προς την καρδιά της Δακίας, καίγοντας πόλεις και χωριά στον δρόμο. Ο Τραϊανός νίκησε ένα δακικό στράτευμα στη Δεύτερη Μάχη του Τάπαι.

Τον χειμώνα του 101-2, ο ρωμαϊκός στρατός υπό τον Τραϊανό είχε συγκεντρωθεί κοντά στην πόλη που αργότερα έγινε η Νικόπολη στη διασταύρωση του Ιατρού και στους ποταμούς Ροζίτσα σε ετοιμότητα για την επίθεση από τη Σαρματική φυλή Ροξολάνι από τα βόρεια του Δούναβη οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Δάκων, και κατέληξε σε ρωμαϊκή νίκη για την οποία η πόλη πήρε το όνομά της.

Το 102 ο Δεκέβαλος επέλεξε να κάνει ειρήνη έπειτα από επιπλέον μικρότερες συγκρούσεις. Ο πόλεμος είχε ολοκληρωθεί με μια σημαντική ρωμαϊκή νίκη. Μια γέφυρα αργότερα γνωστή ως η γέφυρα του Τραϊανού χτίστηκε απέναντι από τον Δούναβη στην Ντρομπέτα για να βοηθηθούν οι λεγεωνάριοι στη μετακίνησή τους. Αυτή η γέφυρα, πιθανότατα η μεγαλύτερη εκείνη την εποχή αλλά και για πολλούς επόμενους αιώνες, σχεδιάστηκε από τον Απολλόδωρο της Δαμασκού και ο σκοπός της ήταν να βοηθήσει τον ρωμαϊκό στρατό να μετακινηθεί γρηγορότερα προς τη Δακία στην περίπτωση μελλοντικού πολέμου. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, ο Δεκέβαλος απέκτησε τεχνική και στρατιωτική ενίσχυση από τους Ρωμαίους με σκοπό να δημιουργήσει μια ισχυρή συμμαχική ζώνη ενάντια στις επικίνδυνες πιθανές εξορμήσεις από τις βόρειες και ανατολικές περιοχές από εχθρικούς μεταναστευτικούς λαούς. Οι προμήθειες αντ’ αυτού χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστούν εκ νέου Δακικά φρούρια και για την ενίσχυση του στρατού. Λίγο αργότερα ο Δεκέβαλος στράφηκε ενάντια στους Ρωμαίους ξανά.

Ο δεύτερος πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον πρώτο πόλεμο, ο Δεκέβαλος συμμορφώθηκε με τη Ρώμη για ένα διάστημα, αλλά σύντομα υποκινούσε εξέγερση ανάμεσα στις φυλές ενάντια τους και λεηλατούσε ρωμαϊκές αποικίες απέναντι από τον Δούναβη. Πιστός στη θαρραλέα και αισιόδοξη φύση του, Ο Τραϊανός συγκέντρωσε τις δυνάμεις του το 105 μ.Χ. για έναν δεύτερο πόλεμο.

Όπως και η πρώτη σύγκρουση, ο δεύτερος πόλεμος περιείχε αρκετές συγκρούσεις που κόστισαν για τον ρωμαϊκό στρατό. Αντιμέτωποι με μεγάλους αριθμούς σύμμαχων φυλών, οι λεγεώνες δυσκολεύτηκαν να αποκτήσουν μια σαφή νίκη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας δεύτερης προσωρινής ειρήνης. Εν τέλει, αφού προκλήθηκε από τη συμπεριφορά του Δεκέβαλου και τις συνεχείς του παραβάσεις της συνθήκης, η Ρώμη έφερε ξανά ενισχύσεις, πήρε την επίθεση και τα κατάφερε το 105. Τον επόμενο χρόνο σταδιακά κατέκτησαν το σύστημα φρουρίων στα βουνά που περικύκλωνε τη Δακική πρωτεύουσα, Ζαρμιζεγεθούσα. Η τελευταία αποφασιστική μάχη έλαβε χώρα κοντά στα τείχη της Ζαρμιζεγεθούσας, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 106, με τη συμμετοχή των λεγεώνων II Adiutrix και IV Flavia Felix και μια διμοιρία (vexillatio) από την VI Ferrata.

Οι Δάκοι απώθησαν την πρώτη επίθεση, αλλά οι Ρωμαίοι, που είχαν τη βοήθεια ενός προδοτικού ντόπιου αριστοκράτη, βρήκαν και κατέστρεψαν τους υδροσωλήνες της Δακικής πρωτεύουσας. Ξεμένοντας από νερό και τρόφιμα η πόλη έπεσε και κατεδαφίστηκε. Ο Δεκέβαλος ξέφυγε, αλλά ακολουθήθηκε από το ρωμαϊκό ιππικό και αυτοκτόνησε ώστε να μην υποταχθεί. Παρόλα αυτά, ο πόλεμος συνεχίστηκε. Χάρη στην προδοσία ενός έμπιστου στον Δάκο βασιλιά, τον Βίκιλη, οι Ρωμαίοι βρήκαν τον θησαυρό του Δεκέβαλου στον ποταμό της Σαργεσίας/Σαργετίας –μια περιουσία που εκτιμήθηκε από τον Καρκοπίνο κάπου στα 165.000 κιλά χρυσάφι και 331.000 κιλά ασήμι. Η τελευταία μάχη έλαβε χώρα στο Πορολίσσιο.

Ολοκλήρωση και συνέπειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ολοκλήρωση του Δακικού πολέμου σημειώθηκε ως επιτυχία για τη Ρώμη και τον στρατό της. Ο Τραϊανός ανακοίνωσε 123 μέρες γιορτής για όλη την Αυτοκρατορία. Τα πλούσια σε χρυσό ορυχεία της Δακίας ασφαλίστηκαν και εκτιμάται ότι η Δακία τότε έκανε δωρεά 700 εκατομμύρια δηνάρια ετησίως στη ρωμαϊκή οικονομία, παρέχοντας χρηματοδότηση για τις μελλοντικές εκστρατείες της Ρώμης και βοηθώντας στον ταχύτατο πολλαπλασιασμό των ρωμαϊκών πόλεων σε όλη την Ευρώπη. Τα απομεινάρια των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων φαίνονται ακόμα, ειδικά στη Roșia Montană. Εκατό χιλιάδες αρσενικοί σκλάβοι στάλθηκαν πίσω στη Ρώμη, η Δακία έγινε παράρτημα, έγινε επαρχία ενώ το βόρειο κομμάτι παρέμενε ελεύθερο αλλά ποτέ δεν σχημάτισε κράτος.

Οι δύο πόλεμοι ήταν αξιοσημείωτες νίκες στις διαχρονικές επεκτατικές εκστρατείες της Ρώμης, χάρη στις οποίες ο Τραϊανός απέκτησε τον θαυμασμό και την υποστήριξη του λαού. Το τέλος των Δακικών πολέμων σημείωσε την αρχή μιας περιόδου σταθερής ανάπτυξης και σχετικής ειρήνης στη Ρώμη. Ο Τραϊανός ξεκίνησε εκτενή σχέδια για χτίσιμο και ήταν τόσο δημιουργικός που περηφανευόταν ότι του δόθηκε το παρατσούκλι Κισσός. Ο Τραϊανός έγινε ένας σεβαστός δημόσιος ηγέτης, βελτιώνοντας τις αστικές υποδομές της Ρώμης, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για εσωτερική ανάπτυξη και ενδυνάμωση της Αυτοκρατορίας σαν σύνολο.

Ρωμαϊκή κατάκτηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βίαιη σκηνή μάχης μεταξύ Ρωμαϊκού και Δακικού στρατού, Στήλη Τραϊανού, Ρώμη

Ο Τραϊανός έστρεψε την προσοχή του στη Δακία, περιοχή με την οποία η Ρώμη είχε ήδη ασχοληθεί από τον καιρό του Ιούλιου Καίσαρα, οπότε ένας Ρωμαϊκός στρατός είχε ηττηθεί στη Μάχη της Ιστρίης (αρχαία Ελληνική αποικία κοντά στις εκβολές του Δούναβη).

Από το 85 έως το 89 οι Δάκες υπό τον Δεκέβαλο ενεπλάκησαν σε δύο πολέμους με τους Ρωμαίους.

Το 85 μ.Χ. οι Δάκες είχαν περάσει τον Δούναβη και λεηλατούσαν τη Μοισία. Το 87 μ.Χ. τα Ρωμαϊκά στρατεύματα που εστάλησαν από τον Αυτοκράτορα Δομιτιανό εναντίον τους υπό τον Κορνέλιο Φούσκο ηττήθηκαν και ο Κορνέλιος Φούσκος φονεύθηκε από τους Δάκες με εντολή του ηγεμόνα τους Διουρπάνεου, που μετά τη νίκη του αυτή πήρε το όνομα Δεκέβαλος. Τον επόμενο χρόνο, 88 μ.Χ. νέα ΡωμαΙκά στρατεύματα υπό τον Τέτιο Ιουλιανό νίκησαν στη Μάχη των Ταπών (κοντά στις Σιδηρές Πύλες, αλλά αναγκάσθηκαν να συνάψουν ανακωχή μετά την ήττα του Δομιτιανού από τους Μαρκομάνους, αφήνοντας στην πράξη τους Δάκες ανεξάρτητους. Στον Δεκέβαλο απονεμήθηκε το καθεστώς του "βασιλιά υποτελούς της Ρώμης" και με αυτό στρατιωτικοί ειδήμονες, τεχνίτες και χρήματα από τη Ρώμη.

Ρωμαϊκή Δακία και Κάτω Μοισία.

Για να αυξήσει τη δόξα του βασιλείου του, να αποκαταστήσει τα οικονομικά της Ρώμης και να θέσει τέρμα σε μια συνθήκη που θεωρείτο ταπεινωτική ο Τραϊανός αποφάσισε την κατάκτηση της Δακίας, την κατάληψη του περίφημου Θησαυρού του Δεκέβαλου και τον έλεγχο των ορυχείων χρυσού της Δακίας στην Τρανσυλβανία. Αποτέλεσμα της πρώτης του εκστρατείας (101-102) ήταν η πολιορκία της Δακικής πρωτεύουσας Ζαρμιζεγεθούσα και η κατάληψη τμήματος της χώρας : ο Αυτοκράτορας Τραϊανός ξανάρχισε εχθροπραξίες κατά της Δακίας και μετά από αρκετές μάχες και με τα στρατεύματά του να πιέζουν προς τη Δακική πρωτεύουσα Ζαρμιζεγεθούσα ο Δεκέβαλος, για μια ακόμη φορά, ζήτησε ανακωχή.

Ο Δεκέβαλος ανέκτησε την ισχύ του τα επόμενα χρόνια και επιτέθηκε πάλι σε Ρωμαϊκές φρουρές το 105 μ.Χ. Αντιδρώντας ο Τραϊανός βάδισε πάλι κατά της Δακίας προσβάλλοντας τη Δακική πρωτεύουσα και ισοπεδώνοντάς τη. Ο ηττημένος Δάκας στρατηγός Δεκέβαλος αυτοκτόνησε για να αποφύγει τη σύλληψη. Εχοντας υποτάξει τη Δακία ως Ρωμαϊκή επαρχία Dacia Traiana, ο Τραϊανός στη συνέχεια εισέβαλε στην Παρθική Αυτοκρατορία στα ανατολικά. Οι κατακτήσεις του προσέδωσαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τη μέγιστη έκτασή της. Τα σύνορα της Ρώμης στην ανατολή κυβερνώντο έμμεσα αυτή την περίοδο, μέσω ενός συστήματος υποτελών κρατών, με αποτέλεσμα λιγότερο άμεσες εκστρατείες από ότι στη δύση. Η ιστορία του πολέμου μας έχει δοθεί από τον Δίωνα Κάσσιο αλλά ο καλύτερος σχεδιασμός για αυτόν είναι στην περίφημη Στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη.

Δακία και γύρω από αυτή

Αν και οι Ρωμαίοι κατέκτησαν και κατέστρεψαν το αρχαίο Βασσίλειο της Δακίας, μεγάλο υπόλοιπο της χώρας παρέμενε έξω από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορική εξουσία. Ακόμη η κατάκτηση άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή και ήταν ο καταλύτης για την ανανέωση της συμμαχίας Γερμανικών και Κελτικών φυλών και βασιλείων κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εντούτοις τα υλικά ωφελήματα του Ρωμαϊκού αυτοκρατορικού συστήματος ήταν ελκυστικά για την επιβιώνουσα αριστοκρατία. Στη συνέχεια πολλοί από τους Δάκες εκρωμαίσθηκαν. Το 183 π.Χ. ξέσπασε στη Δακία πόλεμος, για τον οποίο λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές, αλλά φαίνεται ότι σε αυτόν διακρίθηκαν δύο μελλοντικοί διεκδικητές του θρόνου του αυτοκράτορα Κόμμοδου, ο Κλόδιος Αλβίνος και ο Πεσένιος Νίγηρ.

Σύμφωνα με τον Λακτάντιο ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Δέκιος (249–251 μ.Χ.) έπρεπε να ανακαταλάβει τη Δακία από τους Καρποδάκες του Ζώσιμου "αναλαμβάνοντας μια εκστρατεία κατά των Κάρπων, που είχαν τότε καταλάβει τη Δακία και τη Μοισία".

Δάκας αιχμάλωτος στην Αψίδα του Κωνσταντίνου

Ακόμη και έτσι τα Γερμανικά και Κελτικά βασίλεια, ιδιαίτερα τα Γοτθικά φύλα, μετακινούντο αργά προς τα Δακικά σύνορα και μετά από μία γενιά πραγματοποιούσαν επιθέσεις στην επαρχία. Τελικά οι Γότθοι πέτυχαν να εκτοπίσουν τους Ρωμαίους και να αποκαταστήσουν την "ανεξαρτησία" της Δακίας μετά την αποχώρηση του Αυτοκράτορα Αυρηλιανού, το 275.

To 268-269 μ.X. στη Ναϊσσό ο Κλαύδιος Β΄ (Γοτθικός Μάξιμος) κέρδισε αποφασιστική νίκη κατά των Γότθων. Καθώς την εποχή αυτή οι Ρωμαίοι κατείχαν ακόμη τη Ρωμαϊκή Δακία συμπεραίνεται ότι οι Γότθοι δεν πέρασαν τον Δούναβη από τη Ρωμαϊκή επαρχία. Οι Γότθοι που επέζησαν της ήττας τους δεν προσπάσθησαν καν να διαφύγουν μέσω της Δακίας αλλά μέσω της Θράκης. Στα σύνορα της Ρωμαϊκής Δακίας οι Κάρποι (Ελεύθεροι Δάκες) ήταν ακόμη αρκετά ισχυροί για να δώσουν πέντε μάχες σε οκτώ χρόνια κατά των Ρωμαίων, 301-308 μ.Χ. Η Ρωμαϊκή Δακία εγκαταλείφθηκε το 275 μ.Χ. από τους Ρωμαίους πάλι στους Κάρπους και όχι στους Γότθους. Υπήρχαν ακόμη Δάκες το 336 μ.Χ., εναντίον των οποίων πολέμησε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας.

Η επαρχία εγκαταλείφθηκε από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα και, σύμφωνα με το Breviarium historiae Romanae του Ευτρόπιου, Ρωμαίοι πολίτες "από τις πόλεις και τις χώρες της Δακίας" μετεγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό της Μοισίας. Υπό τον Διοκλητιανό το 296 π.Χ. για την άμυνα των Ρωμαϊκών συνόρων κατασκευάστηκαν από τους Ρωμαίους οχυρώσεις και στις δύο όχθες του Δούναβη. Το 336 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ο Μέγας ανακατέλαβε την απωλεσθείσα επαρχία, αλλά μετά τον θάνατό του (337) οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν οριστικά τη Δακία.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως Δακική Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Λακτάντιο ο αυτοκράτορας Γαλέριος (260 – Απρίλιος ή Μάιος 311), από τη στιγμή που ανέβηκε στον θρόνο δήλωσε τη Δακική του ταυτότητα και ανακήρυξε τον αυτό του εχθρό της Ρωμαϊκής ταυτότητας και πρότεινε ακόμη και η αυτοκρατορία να μην ονομάζεται Ρωμαϊκή αλλά Δακική Αυτοκρατορία, προακαλώντας φρίκη στους πατρίκιους και τους συγκλητικούς. Επέδειξε αντιρωμαϊκή συμπεριφορά, από τη στιγμή που απέκτησε την ανώτατη εξουσία, αντιμετωπίζοντας τους Ρωμαίους πολίτες με αδίστακτη σκληρότητα, όπως οι κατακυητές τους κατακτημένους, και όλα αυτά στο όνομα της ίδιας μεταχείρισης που είχε εφαρμόσει ο νικητής Τραϊανός στους κατακτημένους Δάκες, προγόνους του Γαλέριου, πριν δύο αιώνες.

Η Δακία μετά τους Ρωμαίους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βικτόλοι, οι Ταϊφάλοι και οι Θερβίγγιοι είναι φυλές που μνημονεύεται ότι κατοίκησαν τη Δακία το 350, μετά την αποχώρηση των Ρωμαίων. Αρχαιολογικές μαρτυρίες δείχνουν ότι οι Γέπιδες διεκδικούσαν την Τρανσυλβανία από τους Ταϊφάλους και τους Θερβίγγιους. Οι Ταϊφάλοι, άλλοτε ανεξάρτητοι Γότθοι, έγιναν ομόσπονδοι των Ρωμαίων, από τους οποίους πήραν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στην Ολτένια.

Το 376 η περιοχή κατακτήθηκε από τους Ούννους, που την κράτησαν μέχρι τον θάνατο του Αττίλα το 453. Η φυλή των Γεπίδων, υπό τον Αρδάριχο, τη χρησιμοποίησε ως βάση της μέχρι το 566, οπότε καταστράφηκε από τους Λομβαρδούς. Οι Λομβαρδοί εγκατέλειψαν τη χώρα και οι Άβαροι (δεύτερο μισό του 6ου αιώνα) κυριάρχησαν στην περιοχή επί 230 χρόνια, μέχρι που το βασίλειό τους καταστράφηκε από τον Καρλομάγνο το 791.