Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εμπορία εκπομπών άνθρακα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η εμπορία εκπομπών άνθρακα είναι μια μορφή εμπορίας που επιτρέπει σε χώρες, που διαθέτουν πλεόνασμα εκπομπών (δηλαδή εκπομπές για τις οποίες έχουν δικαιώματα αλλά δεν τις πραγματοποιήσαν), να πωλούν την πλεονάζουσα ποσότητα σε χώρες που έχουν έλλειμμα εκπομπών (δηλαδή πραγματοποιούν περισσότερες εκπομπές από όσα δικαιώματα διαθέτουν).

Η εμπορία εκπομπών άνθρακα είναι ένας μηχανισμός που χρησιμοποιούν οι χώρες για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από το Πρωτόκολλο του Κιότο, δηλαδή τη μείωση των εκπομπών άνθρακα σε μια προσπάθεια μείωσης (μετριασμού) της κλιματικής αλλαγής. Ο μηχανισμός ορίστηκε με το άρθρο 17 του πρωτοκόλλου.[1]

Έτσι, δημιουργήθηκε ένα νέο εμπόρευμα με τη μορφή μειώσεων εκπομπών ή αφαιρέσεων. Επειδή το διοξείδιο του άνθρακα είναι το κύριο αέριο των εκπομπών θερμοκηπίου, πολλές φορές αναφέρεται ως εμπόριο άνθρακα (carbon trading). Το εμπόρευμα αυτό παρακολουθείται και εμπορεύεται όπως οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. Αυτό είναι γνωστό ως αγορά άνθρακα (carbon market).

Οικονομική θεώρηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμπορία εκπομπών λειτουργεί καθορίζοντας ένα ποσοτικό όριο (cap) στις εκπομπές που παράγονται συνολικά. Η οικονομική βάση για την εμπορία εκπομπών συνδέεται με την έννοια των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.[2]

Κόστος και αποτίμηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το οικονομικό πρόβλημα με την κλιματική αλλαγή είναι ότι οι παραγωγοί αερίων θερμοκηπίου δεν αντιμετωπίζουν τις πλήρεις επιπτώσεις των ενεργειών τους.[3] Υπάρχουν κόστη που αντιμετωπίζουν οι πομποί, π.χ. το κόστος του καυσίμου που χρησιμοποιούν, αλλά υπάρχουν και άλλα κόστη που δεν περιλαμβάνονται απαραίτητα στην τιμή ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας. Αυτά τα κόστη ονομάζονται εξωτερικά κόστη.[4] Είναι "εξωτερικά" επειδή είναι κόστη που δεν αναλαμβάνει ο παραγωγός. Το εξωτερικό κόστος μπορεί να επηρεάσει την ευημερία άλλων. Στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου επηρεάζουν την ευημερία των ανθρώπων, τώρα και στο μέλλον, και το φυσικό περιβάλλον.[5] Αυτά τα εξωτερικά κόστη μπορούν να εκτιμηθούν και να μετατραπούν σε μια κοινή (νομισματική) μονάδα. Το επιχείρημα για αυτό είναι ότι αυτά τα εξωτερικά κόστη μπορούν στη συνέχεια να προστεθούν στο ιδιωτικό κόστος που αντιμετωπίζει ο παραγωγός. Με αυτόν τον τρόπο, ο εκπομπός αντιμετωπίζει το πλήρες (κοινωνικό) κόστος των ενεργειών του[3], και ως εκ τούτου θα λάβει υπόψη το κόστος αυτό στις αποφάσεις και τις ενέργειές του.

Ηθική και δικαιοσύνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η αλλαγή του κλίματος περιλαμβάνει ηθικά και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με τη δικαιοσύνη. Για να υπολογιστεί πραγματικά το κοινωνικό κόστος απαιτούνται εκτιμήσεις σχετικά με την αξία των μελλοντικών κλιματικών επιπτώσεων.[6] Δεν υπάρχει συναίνεση μεταξύ των οικονομολόγων σχετικά με τον τρόπο εκτίμησης της δικαιοσύνης (οι οικονομολόγοι συνήθως χρησιμοποιούν τον όρο "δίκαιη κατανομή" όταν μιλάνε για οικονομική δικαιοσύνη) μιας συγκεκριμένης πολιτικής για το κλίμα, π.χ. πώς να διανεμηθεί το βάρος των δαπανών για τον μετριασμό των μελλοντικών κλιματικών αλλαγών.[7] Επιπλέον, οι οικονομολόγοι δεν έχουν επαγγελματική πείρα στη λήψη ηθικών αποφάσεων, π.χ. για την αξία που αποδίδεται στην ευημερία των μελλοντικών γενεών.[8] Συνήθως, όλες οι επιπτώσεις της πολιτικής, τόσο το κόστος όσο και τα οφέλη, συναθροίζονται, με κάποια "στάθμιση", δηλαδή, κάποια σχετικά επίπεδα σπουδαιότητας. Αυτές οι σταθμίσεις επιλέγονται από τον οικονομολόγο που πραγματοποιεί τη μελέτη. Αποτιμήσεις τέτοιου είδους μπορεί να είναι δύσκολες, καθώς δεν έχουν όλα τα αγαθά μια τιμή αγοράς.

Υπάρχουν μέθοδοι για να συνάγουμε τιμές για "μη εμπορεύσιμα" αγαθά και υπηρεσίες. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, π.χ. αποτιμήσεις των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην υγεία του ανθρώπου ή τα οικοσυστήματα.[9] Υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι δυνητικά θετικά οφέλη από την κλιματική αλλαγή σε συγκεκριμένους τομείς, π.χ. στον τουρισμό, δεν αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις σε άλλους, π.χ., μειωμένη παραγωγή τροφίμων.[10] Το κύριο πλεονέκτημα της οικονομικής ανάλυσης σε αυτόν τον τομέα είναι ότι επιτρέπει μια ολοκληρωμένη και συνεπή αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Επιτρέπει επίσης τη σύγκριση των πλεονεκτημάτων των πολιτικών αποφάσεων για την κλιματική αλλαγή με άλλες πιθανές περιβαλλοντικές πολιτικές.

Ο Coase (1960)[11][12] υποστήριξε ότι το κοινωνικό κόστος θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη μέσω της διαπραγμάτευσης δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο στόχο. Το μοντέλο Coase προϋποθέτει τέλεια λειτουργικές αγορές και ίση διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ εκείνων που διεκδικούν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Για την κλιματική αλλαγή, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας είναι οι εκπομπές (δικαιώματα ή ποσοστώσεις). Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα, π.χ. οι ωκεανοί, τα δάση κ.λπ.[2] Στο μοντέλο Coase, η αποδοτικότητα, δηλαδή η επίτευξη δεδομένης μείωσης των εκπομπών με το χαμηλότερο κόστος, προωθείται από το σύστημα της αγοράς. Αυτό μπορεί επίσης να εξεταστεί από την προοπτική της μεγαλύτερης ευελιξίας για τη μείωση των εκπομπών. Η ευελιξία είναι επιθυμητή διότι το οριακό κόστος, δηλαδή τα πρόσθετα κόστη μείωσης των εκπομπών, ποικίλλει μεταξύ των χωρών. Η εμπορία εκπομπών επιτρέπει να προηγηθεί η μείωση των εκπομπών σε περιοχές όπου το οριακό κόστος μείωσης είναι το χαμηλότερο.[13] Με την πάροδο του χρόνου, η αποδοτικότητα μπορεί επίσης να προωθηθεί επιτρέποντας την «τραπεζική» δικαιωμάτων[2]. Αυτό επιτρέπει στους ρυπαίνοντες να μειώσουν τις εκπομπές τη στιγμή που θα είναι πιο αποτελεσματικό να το πράξουν.

Ένα από τα πλεονεκτήματα του μοντέλου Coase είναι ότι η δικαιοσύνη (δίκαιη κατανομή) μπορεί να διευθετηθεί κατά τη διανομή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και ότι, ανεξάρτητα από τον τρόπο εκχώρησης αυτών των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η αγορά θα παράγει το πιο αποτελεσματικό αποτέλεσμα.[2] Στην πραγματικότητα οι αγορές δεν είναι τέλειες, και επομένως είναι πιθανό να συμβεί ένα παζάρι μεταξύ δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας.[14]

Φόροι έναντι ανώτατων ορίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένες εργασίες στη βιβλιογραφία υποστηρίζουν ότι οι φόροι άνθρακα θα πρέπει να προτιμώνται από την εμπορία άνθρακα.[15] Τα αντεπιχειρήματα στη θέση αυτή βασίζονται συνήθως στην πιθανή προτίμηση που μπορεί να έχουν οι πολιτικοί για το εμπόριο εκπομπών σε σύγκριση με τους φόρους.[16] Τα δικαιώματα εκπομπών μπορούν να διανεμηθούν ελεύθερα σε ρυπογόνες βιομηχανίες ή μπορούν να δημοπρατηθούν για να δημιουργήσουν μια αγορά άνθρακα. Οι βιομηχανίες μπορούν να πιέσουν με επιτυχία για να απαλλαγούν από το φόρο άνθρακα. Επομένως, υποστηρίζεται ότι με την εμπορία εκπομπών, οι ρυπαίνοντες έχουν κίνητρο για τη μείωση των εκπομπών, αλλά εάν εξαιρεθούν από τον φόρο άνθρακα, δεν θα έχουν κίνητρο για μείωση των εκπομπών.[17] Από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη διανομή δικαιωμάτων εκπομπών θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε διαφθορά.[18]

Ένας καθαρός φόρος άνθρακα καθορίζει την τιμή του άνθρακα, αλλά επιτρέπει το ποσό των εκπομπών άνθρακα να μεταβάλλεται. Αντίθετα, ένα καθαρό ανώτατο όριο άνθρακα θέτει όριο στις εκπομπές άνθρακα, αφήνοντας την τιμή αγοράς των εμπορεύσιμων δικαιωμάτων άνθρακα να μεταβάλλονται. Οι υποστηρικτές του υποστηρίζουν ότι ένας φόρος άνθρακα είναι ευκολότερο να επιβληθεί σε ευρεία κλίμακα από τα προγράμματα "ανώτατου ορίου και εμπορίας" (cap-and-trade). Η απλότητα και η αμεσότητα ενός φόρου άνθρακα αποδείχθηκε αποτελεσματική στον Καναδά: ο φόρος θεσπίστηκε και εφαρμόστηκε σε πέντε μήνες. Η φορολογία μπορεί να παρέχει τα σωστά κίνητρα για τους ρυπαίνοντες, τους ερευνητές και τους μηχανικούς να αναπτύξουν καθαρότερες τεχνολογίες, πέρα από τη δημιουργία εσόδων για την κυβέρνηση.[19] Ένα υβριδικό πρόγραμμα ανώτατου ορίου και εμπορίου θέτει όριο στις αυξήσεις τιμών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, καθορίζει επίσης κατώτατη τιμή. Το ανώτατο όριο καθορίζεται με την προσθήκη περισσότερων δικαιωμάτων στην αγορά σε μια καθορισμένη τιμή, ενώ η κατώτατη τιμή διατηρείται μη επιτρέποντας τις πωλήσεις στην αγορά σε τιμή χαμηλότερη από το κατώτατο όριο.[20] Η Περιφερειακή Πρωτοβουλία Αερίων του Θερμοκηπίου (RGGI), για παράδειγμα, θέτει ένα ανώτατο όριο στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής μέσω της πρόβλεψης περιορισμού του κόστους.

Οι υποστηρικτές των συστημάτων "ανώτατου ορίου και εμπορίας" (cap-and-trade) υποστηρίζουν ότι θέτει νομικά όρια για τη μείωση των εκπομπών, σε αντίθεση με τους φόρους άνθρακα. Τα περισσότερα προγράμματα ανώτατου ορίου και εμπορίας έχουν φθίνουσα τιμή ανώτατου ορίου, συνήθως ένα σταθερό ποσοστό κάθε χρόνο, το οποίο δίνει βεβαιότητα στην αγορά και εγγυάται ότι οι εκπομπές θα μειωθούν με την πάροδο του χρόνου. Με έναν φόρο, μπορεί να υπάρχουν εκτιμήσεις μείωσης των εκπομπών άνθρακα, οι οποίες μπορεί να μην επαρκούν για να αλλάξουν την πορεία της κλιματικής αλλαγής. Ένα μειούμενο ανώτατο όριο δίνει τη δυνατότητα για σταθερούς στόχους μείωσης και ένα σύστημα μέτρησης των στόχων που επιτυγχάνονται. Επιτρέπει επίσης ευελιξία, σε αντίθεση με τους άκαμπτους φόρους.[19] Η παροχή δικαιωμάτων εκπομπών στο πλαίσιο της εμπορίας εκπομπών προτιμάται σε περιπτώσεις όπου απαιτείται ακριβέστερο επίπεδο στόχευσης της βεβαιότητας εκπομπών.[21]

Σε ένα σύστημα εμπορίας εκπομπών, τα δικαιώματα μπορούν να ανταλλάσσονται μεταξύ των μερών που διαθέτουν επαρκή αριθμό δικαιωμάτων στο σύστημα. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι επιτρέποντας σε άλλους να συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση, π.χ. ιδιωτικές χρηματιστηριακές εταιρείες, μπορεί να επιτευχθεί καλύτερη διαχείριση του κινδύνου στο σύστημα, π.χ. σε διακυμάνσεις στις τιμές των δικαιωμάτων.[22] Μπορεί επίσης να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Η ρύθμιση των συμμετεχόντων είναι απαραίτητη, όπως γίνεται σε άλλες χρηματοπιστωτικές αγορές, για παράδειγμα, για την αποτροπή καταχρήσεων του συστήματος, όπως η ανταλλαγή εσωτερικής πληροφόρησης.

Κίνητρα και κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμπορία εκπομπών δίνει στους ρυπαίνοντες κίνητρο να μειώσουν τις εκπομπές τους. Ωστόσο, υπάρχουν πιθανά στρεβλά κίνητρα που μπορούν να προκύψουν στην εμπορία εκπομπών. Η εκχώρηση δικαιωμάτων βάσει προηγούμενων εκπομπών (κεκτημένα δικαιώματα) μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να έχουν κίνητρο στη διατήρηση των εκπομπών. Για παράδειγμα, μια εταιρεία που μείωσε τις εκπομπές της θα λάβει λιγότερα δικαιώματα στο μέλλον.[3] Αυτό το πρόβλημα μπορεί επίσης να επικριθεί για ηθικούς λόγους, καθώς ο ρυπαίνων πληρώνεται για τη μείωση των εκπομπών.[2] Από την άλλη πλευρά, ένα σύστημα δικαιωμάτων όπου τα δικαιώματα εκπλειστηριάζονται παρά παραχωρούνται, παρέχει στην κυβέρνηση έσοδα. Αυτά τα έσοδα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της συνολικής πολιτικής για το κλίμα, π.χ. χρηματοδοτώντας προγράμματα ενεργειακής απόδοσης[23] ή μειώσεις των φόρων στρέβλωσης.[24]

Ο William Nordhaus υποστηρίζει ότι οι κατανομές κοστίζουν στην οικονομία καθώς προκαλούν την μη χρήση μιας αποτελεσματικής μορφής φορολογίας. Ο Nordhaus υποστηρίζει ότι οι φόροι κανονικού εισοδήματος, αγαθών ή υπηρεσιών στρεβλώνουν την αποτελεσματική επένδυση και κατανάλωση, επομένως, αντί για φόρους ρύπανσης, ένα σύστημα εκπομπών μπορεί να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας.[25]

Οι μονάδες, που μπορούν να μεταβιβαστούν σύμφωνα με το άρθρο 17 του πρωτοκόλλου του Κιότο, αντιπροσωπεύουν δικαίωµα εκποµπής ενός τόνου

ισοδύναµου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και είναι οι εξής:[26][27]

  • Καταλογιζόµενη ποσότητα µονάδων εκποµπής (Assigned Amount Unit - AAU): αποτελεί τη συνολική επιτρεπόµενη ποσότητα εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου για κάθε χώρα – µέρος του Παραρτήµατος Ι, σύµφωνα µε το άρθρο 3, παρ. 7 και 8 του Πρωτοκόλλου του Κιότο.
  • Μονάδα µείωσης εκποµπών (Emission Reduction Unit - ERU): πιστωτικό µόριο που προέρχεται από δραστηριότητες έργων κοινής εφαρµογής και εκχωρείται σύµφωνα µε το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου του Κιότο και των αποφάσεων που λαµβάνονται βάσει της Γραµµατείας των Ενωµένων Εθνών για τη Σύµβαση της Κλιµατικής Αλλαγής (UNFCCC) και του Πρωτοκόλλου του Κιότο.
  • Μονάδα απορρόφησης (Removal Unit - RMU): πιστωτικό µόριο που προέρχεται από δραστηριότητες έργων κοινής εφαρµογής που αφορούν χρήση γης, αλλαγή της χρήσης γης και δασοκοµία (LULUCF), δηλαδή οδηγούν σε απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα.
  • Πιστοποιηµένη µείωση εκποµπών (Certified Emission Reduction - CER): πιστωτικό µόριο που εκχωρείται από δραστηριότητες έργων του µηχανισµού καθαρής ανάπτυξης σύµφωνα µε το άρθρο 12 του Πρωτοκόλλου του Κιότο και των αποφάσεων που λαµβάνονται βάσει της Γραµµατείας των Ενωµένων Εθνών για τη Σύµβαση της Κλιµατικής Αλλαγής (UNFCCC) και του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Οι πιστοποιηµένες µονάδες µείωσης (CERs) που προέρχονται από δραστηριότητες έργων δάσωσης ή αναδάσωσης διαχωρίζονται σε προσωρινές (tCERs) και µακράς διάρκειας (lCERs). Οι µονάδες tCERs λήγουν στο τέλος της επόµενης περιόδου δέσµευσης από την εκείνη που εκχωρήθηκαν ενώ οι µονάδες lCERs λήγουν στο τέλος της περιόδου δέσµευσης που εκχωρήθηκαν

Οι μεταφορές και οι εξαγορές αυτών των μονάδων πρέπει να παρακολουθούνται και να καταγράφονται μέσω των συστημάτων μητρώου βάσει του Πρωτοκόλλου του Κιότο.[26] Η καταλογιζόµενη ποσότητα µονάδων εκποµπής για την Ελλάδα είναι 668.669.806 τόνοι ισοδύναµου διοξειδίου του άνθρακα (CO2).[27]

Συστήματα εμπορίας εκπομπών άνθρακα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το Μάϊο 2021 λειτουργούσαν τα εξής συστήματα εμπορίας σε 4 ηπείρους:[28]

  • Γερμανία - Εθνικό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών από το 2021 με εκπομπές 859 MtCO2e (2018) για καύσιμα θέρμανσης και μεταφορών
  • Ελβετία - Εθνικό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών από το 2008 με εκπομπές 46,4 MtCO2e (2018) και στόχο 50% μείωση σε σχέση με το 1990 έως το 2030
  • Ευρωπαϊκή Ένωση - Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών από το 2005 με εκπομπές 3.893,1 MtCO2e (2018) και στόχο 55% μείωση σε σχέση με το 1990 έως το 2030
  • Ηνωμένες Πολιτείες
  • Ηνωμένο Βασίλιο - Εθνικό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών από το 2021 με εκπομπές 461,7 MtCO2e (2018) και στόχο 68% μείωση σε σχέση με το 1990 έως το 2030
  • Ιαπωνία
    • Σαϊτάμα από το 2011 με εκπομπές 37,2 MtCO2e (2017) και στόχο 26% μείωση σε σχέση με το 2013 έως το 2030
    • Τόκιο από το 2010 με εκπομπές 63,9 MtCO2e (2017) και στόχο 30% μείωση σε σχέση με το 2000 έως το 2030
  • Καζακστάν από το 2013 με εκπομπές 396,6 MtCO2e (2018) και στόχο 15%-25% μείωση σε σχέση με το 1990 έως το 2030
  • Καναδάς
    • Νέα Σκωτία με εκπομπές 16,9 MtCO2e (2018) και στόχο 53% μείωση σε σχέση με το 2005 έως το 2030
    • Κεμπέκ από το 2013 με εκπομπές 80,6 MtCO2e (2018) και στόχο 37.5% μείωση σε σχέση με το 1990 έως το 2030
  • Κίνα - Εθνικό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών από το 2021 με εκπομπές 12.301 MtCO2e (2014) και στόχο μέγιστη τιμή εκπομπών πριν το 2030 -- Peak CO2 emissions before 2030 (announcement by President Xi in September 2020); lowering CO2 emissions per unit of GDP by over 65% from 2005 levels (updated NDC)
    • Πεκίνο (πιλοτικό) από το 2013 με εκπομπές 188,1 MtCO2e (2012)
    • Chongqing (πιλοτικό) από το 2014 με εκπομπές ~156 MtCO2e (2018)
    • Fujian (πιλοτικό) από το 2016 με εκπομπές 240,0 MtCO2e (2014)
    • Guangdong (πιλοτικό) από το 2013 με εκπομπές 610,5 MtCO2e (2012) και στόχο μέγιστη τιμή εκπομπών πριν το 2030
    • Hubei (πιλοτικό) από το 2014 με εκπομπές 463,1 MtCO2e (2012)
    • Σαγκάη (πιλοτικό) από το 2013 με εκπομπές 297,7 MtCO2e (2012) και στόχο μείωση 15% σε σχέση με τη μέγιστη τιμή έως το 2040
    • Shenzhen (πιλοτικό) από το 2013 με εκπομπές 83,45 MtCO2e (2010) και στόχο μέγιστη τιμή εκπομπών πριν το 2022
    • Tianjin (πιλοτικό) από το 2013 με εκπομπές 215 MtCO2e (2012) και στόχο μέγιστη τιμή εκπομπών περί το 2025
  • Μεξικό - Εθνικό (πιλοτικό) Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών από το 2020 με εκπομπές 733,8 MtCO2e (2017) και στόχο 22% μείωση σε σχέση με το 2018 έως το 2030
  • Νέα Ζηλανδία - Εθνικό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών από το 2008 με εκπομπές 78,9 MtCO2e (2018) και στόχο 30% μείωση σε σχέση με το 2005 έως το 2030
  • Νότια Κορέα - Εθνικό Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών από το 2015 με εκπομπές 727,7 MtCO2e (2018) και στόχο 24.4% μείωση σε σχέση με το 2017 έως το 2030

Το ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) εισήχθη στο ελληνικό κανονιστικό πλαίσιο με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 54409/2632/2004 που αρχικά περιλάμβανε μόνο τις σταθερές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αλλά στη συνέχεια τροποποιήθηκε με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 57495/2959/Ε103/2010 ώστε να ενταχθούν και οι αεροπορικές δραστηριότητες.[29]

Μέτρηση της προόδου και κριτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μελέτη του WWF Ελλάς και της Sandbag, το 2013, υποστήριξε ότι "το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών δεν έχει αποφέρει έως σήμερα τα επιθυμητά αποτελέσματα και θα συνεχίσει να μην αποδίδει αν δεν ληφθούν μέτρα ισχυροποίησης του." Πρότεινε να αυξηθεί σημαντικά η τιμή δικαιωμάτων άνθρακα έτσι ώστε "να αποτελέσει κίνητρο για τόνωση των φιλικών προς το περιβάλλον επενδύσεων, την απελευθέρωση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα και την πρόσδωση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, στην πορεία προς το 2050."[30]

Μια μελέτη του ΟΟΣΑ βρήκε ότι το 2018, οι 44 χώρες του ΟΟΣΑ και της ομάδας G20 που αναλύθηκαν, οι οποίες είναι υπεύθυνες για το 80% περίπου των παγκόσμιων εκπομπών CO2 που σχετίζονται με την ενέργεια, είχαν συνολικό Δείκτη Τιμολόγησης Άνθρακα 19% με τιμή αναφοράς 60 ευρώ/τόνο. Ο Δείκτης Τιμολόγησης Άνθρακα (Carbon Pricing Score - CPS) μετρά το βαθμό στον οποίο οι χώρες έχουν επιτύχει τον στόχο τιμολόγησης όλων των εκπομπών άνθρακα που σχετίζονται με την ενέργεια σε ορισμένες τιμές αναφοράς για το κόστος του άνθρακα. Για παράδειγμα, ένας δείκτης 100% με τιμή αναφοράς 60 ευρώ/τόνο σημαίνει ότι η χώρα (ή η ομάδα χωρών) τιμολογεί όλες τις εκπομπές άνθρακα στην επικράτειά της από τη χρήση ενέργειας με 60 ευρώ ή περισσότερο. Ένας δείκτης μεταξύ 0% και 100% σημαίνει ότι ορισμένες εκπομπές τιμολογούνται, αλλά δεν είναι όλες οι εκπομπές τιμές τιμολογημένες τουλάχιστον στην τιμή αναφοράς. Οι χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις Δείκτη Τιμολόγησης Άνθρακα ήταν η Ελβετία (69%), το Λουξεμβούργο (69%) και η Νορβηγία (68%). Η Ελλάδα είχε 47%, ενώ οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί εκπομπών είχαν Δείκτη 9% η Κίνα, 22% οι ΗΠΑ και 13% η Ινδία. [31]

Οι παρατηρητές συνήθως συνάγουν την αποτελεσματικότητά των αγορών εκπομπών άνθρακα από τις τιμές της αγοράς. Η γενική πεποίθηση είναι ότι μια αγορά άνθρακα χρειάζεται υψηλές τιμές για να μειώσει τις εκπομπές. Ως αποτέλεσμα, πολλοί παρατηρητές παραμένουν δύσπιστοι για πρωτοβουλίες όπως το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (ΣΕΔΕ), των οποίων η τιμή παρέμεινε χαμηλή (σε σύγκριση με το κοινωνικό κόστος των εκπομπων άνθρακα). Μια μελέτη toy 2020, όμως, διαπίστωσε ότι το ΣΕΔΕ εξοικονόμησε περίπου 1,2 δισεκατομμύρια τόνους CO2 μεταξύ 2008 και 2016 ή μείωση 3,8% στις εκπομπές σε σχέση με έναν κόσμο χωρίς αγορές άνθρακα, ή σχεδόν τα μισά από αυτά που οι κυβερνήσεις της ΕΕ υποσχέθηκαν να μειώσουν βάσει των δεσμεύσεών τους για το Πρωτόκολλο του Κιότο.[32]

Μια ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο 2020, καταλήγει ότι τα δικαιώματα που κατανέμονται δωρεάν εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 40% του συνόλου των διαθέσιμων δικαιωμάτων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (ΣΕΔΕ) της ΕΕ. Η κατανομή αυτών των δωρεάν δικαιωμάτων στη βιομηχανία, την αεροπορία και, σε ορισμένα κράτη μέλη, στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, δεν ήταν καλά στοχευμένη. Επιπλέον, η ταχύτητα της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε σημαντικά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να επικαιροποιήσει τη διαδικασία που εφαρμόζει για τη στόχευση των δωρεάν δικαιωμάτων, ώστε να λαμβάνονται υπόψη η συμφωνία του Παρισιού και οι πρόσφατες εξελίξεις.[33]

Απάτες εμπορίας εκπομπών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2019 μια πανευρωπαϊκή έρευνα, που συντόνισε ο μη κερδοσκοπικός δημοσιογραφικός οργανισμός «CORRECTIV», αποκάλυψε μια διεθνή απάτη με τη συμμετοχή στελεχών τραπεζικών κολοσσών, όπως η γερμανική Deutsche Bank, δικηγόρων και επιχειρηματιών, υψηλόβαθμων στελεχών αστυνομικών αρχών της ΕΕ. Μέσω μιας αλυσίδας εικονικών αγοραπωλησιών, στην οποία παρεμβάλλονταν εταιρείες - φαντάσματα και πλαστά τιμολόγια, οι πρωταγωνιστές της απάτης κατάφεραν να κλέψουν από τις ευρωπαϊκές φορολογικές αρχές ΦΠΑ αξίας 5 δισ. ευρώ από τη μεταπώληση δικαιωμάτων εκπομπών.[34]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. «Emissions Trading». United Nations Framework Convention on Climate Change. UNFCCC secretariat. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Goldemberg, J.· και άλλοι. (1996). «Introduction: scope of the assessment.». Στο: J.P. Bruce· και άλλοι. In: Climate Change 1995: Economic and Social Dimensions of Climate ChangeΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Contribution of Working Group III to the Second Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change. This version: Printed by Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. PDF version: IPCC website. doi:10.2277/0521568544. ISBN 978-0-521-56854-8. 
  3. 3,0 3,1 3,2 IMF (Μαρτίου 2008). «Fiscal Implications of Climate Change» (PDF). International Monetary Fund, Fiscal Affairs Department. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  4. Halsnæs, K.· και άλλοι. (2007). «2.4 Cost and benefit concepts, including private and social cost perspectives and relationships to other decision-making frameworks». Στο: B. Metz· και άλλοι. Framing issues. Climate Change 2007: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Fourth Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change. Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  5. Toth, F.L.· και άλλοι. (2005). «10.1.2.2 The Problem Is Long Term.». Στο: B. Metz· και άλλοι. Decision-making Frameworks. Climate Change 2005: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change. Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2010. 
  6. Smith, J.B.· και άλλοι. (2005). «19.5.1. Aggregate Analysis: An Assessment. In (book chapter): Vulnerability to Climate Change and Reasons for Concern: A Synthesis. In: Climate Change 2001: Impacts, Adaptation and Vulnerability. Contribution of Working Group II to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (J.J. McCarthy et al. Eds.)». Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2010. 
  7. Toth, F.L.· και άλλοι. (2001). «10.4.7 Emerging Conclusions with Respect to Policy-relevant Scientific Questions. In (book chapter): Decision-making Frameworks. In: Climate Change 2001: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (B. Metz et al. Eds.)». Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2010. 
  8. Arrow, K.J.· και άλλοι. (1996). Intertemporal Equity, Discounting, and Economic Efficiency. In: Climate Change 1995: Economic and Social Dimensions of Climate Change. Contribution of Working Group III to the Second Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (J.P. Bruce et al. Eds.) (PDF). This version: Printed by Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. PDF version: Prof. Joseph Stiglitz's web page at Columbia University. σελίδες 125–144. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 15 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2010. 
  9. Smith, J.B.· και άλλοι. (2001). «19.4.1. Analysis of Distributional Incidence: State of the Art. In (book chapter): Vulnerability to Climate Change and Reasons for Concern: A Synthesis. In: Climate Change 2001: Impacts, Adaptation and Vulnerability. Contribution of Working Group II to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (J.J. McCarthy et al. Eds.)». Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  10. Smith, J.B.· και άλλοι. (2001). «19.8.2.3. Aggregate Impacts. In (book chapter): Vulnerability to Climate Change and Reasons for Concern: A Synthesis. In: Climate Change 2001: Impacts, Adaptation and Vulnerability. Contribution of Working Group II to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (J.J. McCarthy et al. Eds.)». Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  11. Toth, F.L.· και άλλοι. (2001). «10.4.5 Who Should Pay for the Response? Mitigation by Countries and Sectors: Equity and Cost-effectiveness Considerations. In (book chapter): Decision-making Frameworks. In: Climate Change 2001: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (B. Metz et al. Eds.)». Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2010. 
  12. Helm, D. (2005). «Economic Instruments and Environmental Policy». The Economic and Social Review 36 (3). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-01. https://web.archive.org/web/20110501072425/http://www.dieterhelm.co.uk/node/631. Ανακτήθηκε στις 2010-04-26. 
  13. Bashmakov, I.· και άλλοι. (2001). «6.3.1 International Emissions Trading. In (book chapter): 6. Policies, Measures, and Instruments. In: Climate Change 2001: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (B. Metz et al. Eds.)». Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  14. Halsnæs, K.· και άλλοι. (2007). «2.6.5 Economic efficiency and eventual trade-offs with equity. In (book chapter): Framing issues. In: Climate Change 2007: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Fourth Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change (B. Metz et al. Eds.)». Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  15. Carbon Trust (Μαρτίου 2009). «Memorandum submitted by The Carbon Trust (ET19). Environmental Audit Committee - Fourth Report: The role of carbon markets in preventing dangerous climate charge. Session 2009-10». UK Parliament website. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  16. Bashmakov, I.· και άλλοι. (2001). «6.1.5.1 Key Lessons from the Political Economy Literature.». Στο: B. Metz· και άλλοι. Chapter 6. Policies, Measures, and Instruments. Climate Change 2001: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change. Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  17. Smith, S. (11 Ιουνίου 2008). «Environmentally Related Taxes and Tradable Permit Systems in Practice» (PDF). OECD, Environment Directorate, Centre for Tax Policy and Administration. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. [νεκρός σύνδεσμος]
  18. World Bank (2010). «World Development Report 2010: Development and Climate Change» (PDF). The International Bank for Reconstruction and Development / The World Bank, 1818 H Street NW, Washington DC 20433. Ανακτήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2014. 
  19. 19,0 19,1 Beinecke, Frances· Sachs, Jeffrey D.· Krupp, Fred· Pielke Jr., Roger A.· Stavins, Robert N.· Komanoff, Charles· Claussen, Eileen· Fischhoff, Baruch (7 Μαΐου 2009). «Putting a Price on Carbon: An Emissions Cap or a Tax? by». Yale Environment 360. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2010. 
  20. «Carbon Pricing 101». Union of Concerned Scientists (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2019. 
  21. Trade and climate change: WTO-UNEP Report. Geneve: WTO. 2009. 
  22. Bashmakov, I.· και άλλοι. (2001). «6.2.2.3 Tradable Permits. In (book chapter): 6. Policies, Measures, and Instruments.». Στο: B. Metz· και άλλοι. Climate Change 2001: Mitigation. Contribution of Working Group III to the Third Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change. Print version: Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. This version: GRID-Arendal website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2010. 
  23. eschwass (2 Ιανουαρίου 2019). «State and Provincial Efforts to Put a Price on Greenhouse Gas Emissions, with Implications for Energy Efficiency». ACEEE. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2019. 
  24. Fisher, B.S.· και άλλοι. (1996). «An Economic Assessment of Policy Instruments for Combating Climate Change». Στο: J.P. Bruce· και άλλοι. Climate Change 1995: Economic and Social Dimensions of Climate ChangeΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Contribution of Working Group III to the Second Assessment Report of the Intergovernmental Panel on Climate Change. This version: Printed by Cambridge University Press, Cambridge, UK, and New York, N.Y., U.S.A.. PDF version: IPCC website. doi:10.2277/0521568544. ISBN 978-0-521-56854-8. 
  25. Nordhaus, William (2007). «To Tax or Not to Tax: Alternative Approaches to Slowing Global Warming» (PDF). Oxford University Press. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 25 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2010. 
  26. 26,0 26,1 «Emissions Trading». UNFCCC. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2010. 
  27. 27,0 27,1 «Εγκύκλιος για την έγκριση δραστηριοτήτων έργων σύµφωνα µε τα άρθρα 6 και 12 του Πρωτοκόλλου του Κυότο (Μηχανισµοί Κοινής Εφαρµογής και Καθαρής Ανάπτυξης)». Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιµατικής Αλλαγής. Ιούνιος 2012. 
  28. «ETS Map». International Carbon Action Partnership. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  29. «Δικαιώματα Εκπομπών». Διαχεριστής ΑΠΕ & Εγγυήσεων Προέλευσης ΑΕ (ΔΑΠΕΕΠ). Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  30. «Η εφαρμογή του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών στην Ελλάδα» (PDF). WWF Ελλάς. Φεβρουάριος 2013. 
  31. «Effective Carbon Rates 2021 : Pricing Carbon Emissions through Taxes and Emissions Trading». Organisation for Economic Cooperation and Development (OECD). Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021. 
  32. Bayer, Patrick; Aklin, Michaël (2020-04-21). «The European Union Emissions Trading System reduced CO2 emissions despite low prices» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences 117 (16): 8804–8812. doi:10.1073/pnas.1918128117. ISSN 0027-8424. PMID 32253304. PMC PMC7183178. https://www.pnas.org/content/117/16/8804. 
  33. Κανέλλος, Γεώργιος Π. (18 Σεπτεμβρίου 2020). «Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής της ΕΕ: "Κίτρινη κάρτα" από το Ευρ. Ελεγκτικό Συνέδριο στη στόχευση της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων». Lawspot.gr. 
  34. Σουλιώτης, Γιάννης; Τέλλογλου, Τάσος (7 Μαϊου 2019). «Η «απάτη του αιώνα» με το εμπόριο ρύπων». Η Καθημερινή. https://www.kathimerini.gr/investigations/1022642/i-apati-toy-aiona-me-to-emporio-rypon/. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2021.