Λούντβιχ Κάας
Λούντβιχ Κάας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ludwig Kaas (Γερμανικά) |
Γέννηση | 23 Μαΐου 1881[1][2][3] Τριρ[4] |
Θάνατος | 15 Απριλίου 1952[1][2][3] Ρώμη[5] |
Τόπος ταφής | Σπήλαιο του Βατικανού |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[6] Ιταλικά[6] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Βόννης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός θεολόγος διδάσκων πανεπιστημίου καθολικός ιερέας[7] νομικός[7] |
Εργοδότης | Theologische Fakultät Trier |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Κόμμα του Κέντρου |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μέλος του Ράιχσταγκ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λούντβιχ Κάας (γερμ. Ludwig Kaas, 23 Μαΐου 1881 – 15 Απριλίου 1952) ήταν Γερμανός Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και πολιτικός του Κόμματος του Κέντρου κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Διεδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη σύνταξη του Reichskonkordat μεταξύ της Αγίας Έδρας και του Γερμανικού Ράιχ.[8]
Σπουδές και είσοδος στον κλήρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κάας γεννήθηκε στην Τριρ και σπούδασε ιστορία και το ρωμαιοκαθολικό Κανονικό Δίκαιο στην πόλη αυτή και στη Ρώμη. Το 1906 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη θεολογία και το ιδιο έτος χειροτονήθηκε ιερέας, ενώ το 1909 πήρε και δεύτερο διδακτορικό, αυτή τη φορά στη φιλοσοφία.[9] Το 1910 διορίσθηκε διευθυντής ενός ορφανοτροφείου και εσωτερικού σχολείου της Εκκλησίας κοντά στο Κόμπλεντς. Μέχρι το 1933 αφιέρωσε τον ελεύθερο χρόνο του σε μελέτες. Το 1916 κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Καθολικής Εκκλησίας στην Πρωσία» (πλήρης τίτλος στη γερμανική: Die geistliche Gerichtsbarkeit der katholischen Kirche in Preußen in Vergangenheit und Gegenwart mit besonderer Berücksichtigung des Wesens der Monarchie), επιδεικνύοντας τις γνώσεις του στην εκκλησιαστική ιστορία και το Κανονικό Δίκαιο, αλλά και τα πολιτικά του ενδιαφέροντα. Το 1918 υπέβαλε αίτηση να διορισθεί ως εφημέριος σε ενορία, αλλά ο οικείος Επίσκοπος Μίκαελ Φέλιξ Κόρουμ, υπεύθυνος για το θέμα στην Τριρ, τον διόρισε καθηγητή του Κανονικού Δικαίου στο θεολογικό Σεμινάριο της πόλεως το 1918. Από αυτή τη θέση δημοσίευσε τη μελέτη Kriegsverschollenheit und Wiederverheiratung nach staatlichen und kirchlichen Recht, με θέμα το αν και σε ποιες περιπτώσεις μπορούν να ξαναπαντρεύονται οι σύζυγοι όσων έχουν κηρυχθεί αγνοούμενοι πολέμου. Το 1919 του προσφέρθηκε η έδρα του Κανονικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, την οποία ο Κάας απέρριψε τελικώς, καθώς δεν θα είχε τις επιθυμητές για εκείνον συνθήκες στη Βόννη και μετά από συζήτηση με τον οικείο Επίσκοπο.[10]
Είσοδος στην πολιτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη Νοεμβριανή Επανάσταση ο Κάας απεφάσισε να ασχοληθεί και με την πολιτική, οπότε εντάχθηκε στο «Κόμμα του Κέντρου». Το 1919 εκλέχθηκε στην Εθνοσυνέλευση της Βαϊμάρης και το 1920 στο Ράιχσταγκ, όπου παρέμεινε βουλευτής μέχρι και το 1933. Επιπλέον εκλέχθηκε στο Πρωσικό Κρατικό Συμβούλιο, που αντεπροσώπευε τις επαρχίες της Πρωσίας. Ως κοινοβουλευτικός, ο Κάας ειδικεύθηκε στην εξωτερική πολιτική. Από το 1926 μέχρι το 1930 ήταν ένας από τους εκπροσώπους της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών.[9]
Ο Κάας θεωρούσε τον εαυτό του έναν «Ρηνανό πατριώτη» και υπεστήριξε τη δημιουργία του κρατιδίου της Ρηνανίας εντός του πλαισίου του Γερμανικού Ράιχ. Ωστόσο το 1923, έτος κρίσεως, αντιτέθηκε (όπως και ο Κόνραντ Αντενάουερ, τότε δήμαρχος Κολωνίας) στους αποσχιστές που ήθελαν μια Ρηνανία ανεξάρτητο από τη Γερμανία κράτος. Επεδίωξε συμφιλίωση με τη Γαλλία (που τότε κατείχε μέρος της Ρηνανίας), κάτι που εξέφρασε σε έναν φημισμένο λόγο του στο Ράιχσταγκ στις 5 Δεκεμβρίου 1923.
Παρά τις προσωπικές επιφυλάξεις του προς το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD), ο Κάας ανέπτυξε μια καλή σχέση με τον Πρόεδρο Φρίντριχ Έμπερτ και ανεγνώρισε τα επιτεύγματα του SPD μετά το 1918. Ο Κάας υπεστήριξε τον υπουργό Εξωτερικών Γκούσταβ Στρέζεμαν στην πολιτική του της συμφιλιώσεως και απεκήρυξε την εθνικιστική δημαγωγία και τις διαδηλώσεις εναντίον της πολιτικής αυτής, τις οποίες θεωρούσε ανεύθυνες.
Σύμβουλος του νούντσιου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1920 ο Ε. Πατσέλλι, ο παπικός νούντσιος στη Βαυαρία, διορίσθηκε επιπροσθέτως Νούντσιος για όλη την τότε Γερμανία. Εξαιτίας των πρόσθετων καθηκόντων, ο Πατσέλλι ζήτησε από τον καρδινάλιο Άντολφ Μπέρτραμ να του συστήσει ειδικούς που θα μπορούσαν να του χρησιμεύσουν ως σύνδεσμοι με τους Πρώσους επισκόπους. Ο Μπέρτραμ τότε του συνέστησε τον Κάας, ο οποίος στο ακαδημαϊκό έργο του είχε εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[11]
Ο συνδυασμένος φόρτος εργασίας ως καθηγητή, βουλευτή και συμβούλου στον νούντσιο κρατούσε τον Κάας υπεραπασχολημένο. Το 1922 ήταν έτοιμος να παραιτηθεί από την καθηγητική του έδρα, αλλά οι Μπέρτραμ και Πατσέλλι τον απέτρεψαν. Την 1η Απριλίου 1924 ο Κάας διορίσθηκε εφημέριος στον καθεδρικό ναό της Τριρ[10] από τον νέο επίσκοπό της, τον Μπόρνεβάσερ. Ο επίσκοπος είχε επιτρέψει στον Κάας να διατηρήσει την κοινοβουλευτική του έδρα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1924, αλλά ανέμενε να παραιτηθεί από αυτή αργότερα. Ωστόσο ο Πατσέλλι (που αργότερα θα γινόταν ο Πάπας Πίος ΙΒ΄) επέμεινε να τη διατηρήσει, καθώς «θα παρεμπόδιζε ουσιωδώς το έως τώρα επιδραστικό έργο του δρα. Κάας και θα έβλαπτε μια αποτελεσματική αντιπροσώπευση των εκκλησιαστικών συμφερόντων...». Το ίδιο έτος ο Κάας παραιτήθηκε από την πανεπιστημιακή του έδρα.[10]
Το 1925 το γραφείο του Πατσέλλι μετακινήθηκε στο Βερολίνο και η συνεργασία του με τον Κάας έγινε στενότερη. Ο Κάας συνεισέφερε στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία (κονκορδάτο) μεταξύ του Βατικανού και του τότε ανεξάρτητου Ελεύθερου Κράτους της Πρωσίας, που υπογράφηκε το 1929.
Κατόπιν αυτού του επιτεύγματος ο Πατσέλλι διορίσθηκε Καρδινάλιος Υπουργός Εξωτερικών. Από τότε ο Κάας ταξίδευε τακτικά στη Ρώμη. Το 1931 και το 1932 συνέχισε να είναι σύμβουλος, σε διαπραγματεύσεις για μια συνολική συμφωνία του Βατικανού με το γερμανικό κράτος (Reichskonkordat), αλλά χωρίς αποτέλεσμα.[12]
Πρόεδρος κόμματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χωρίς καν να είναι υποψήφιος, τον Σεπτέμβριο του 1928 ο Κάας έγινε πρόεδρος του Κόμματος του Κέντρου, ως μια άσκηση ισορροπίας μεταξύ των τάσεων στο κόμμα και ενισχύσεως των δεσμών του κόμματος με την Εκκλησία.[13] Υπό τον Κάας το κόμμα άρχισε να κλίνει αργά αλλά σταθερά προς τα δεξιά.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. kaas-ludwig. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 10243056p.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ 6,0 6,1 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. mub2018984670. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2022.
- ↑ 7,0 7,1 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. mub2018984670. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2022.
- ↑ Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο
<ref>
. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομαenabling1
. - ↑ 9,0 9,1 Biographie: Ludwig Kaas, 1881-1952, Lebendiges Museum Online
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Volk: Das Reichskonkordat vom 20.7.1933, σσ. 38-43
- ↑ Scholder: Die Kirchen und das Dritte Reich, σελ. 81
- ↑ Volk: Das Reichskonkordat vom 20.7.1933, σσ. 44-59
- ↑ Klaus Scholder: Die Kirchen und das Dritte Reich, Ullstein, 1986, σελ. 185
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Halecki, Oscar: Pius XII, Νέα Υόρκη 1951
- Kaas, Ludwig: Eugenio Pacelli, Erster Apostolischer Nuntius beim Deutschen Reich, Gesammelte Reden, Buchverlag Germania, Βερολίνο 1930
- Lehnert, Pascalina: Ich durfte ihm dienen. Erinnerungen an Papst Pius XII, εκδ. Naumann, Würzburg 1986
- Scholder, Klaus: Die Kirchen und das Dritte Reich, εκδ. Ullstein, 1986
- Tardini, Domenico Cardinale: Pio XII, Tipografia Poliglotta Vaticana, 1960
- Volk, Ludwig: Das Reichskonkordat vom 20.7.1933, Mainz 1972