Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μοναρχία των Αψβούργων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μοναρχία των Αψβούργων
Habsburgermonarchie
1526 – 1804
Σημαία Αυτοκρατορικός θυρεός
Σύνθημα
Fiat iustitia, et pereat mundus
«Ας γίνει δικαιοσύνη, κι ας χαθεί ο κόσμος»
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Η Μοναρχία των Αψβούργων το 1789
Πρωτεύουσα Βιέννη
(1526–1583)
Πράγα
(1583–1611)
Βιέννη
(1611–1804)
Γλώσσες Επίσημες γλώσσες:
λατινικά, γερμανικάb
Άλλες γλώσσες:
ουγγρικά, τσεχικά, κροατικά, ρουμανικά, σλοβακικά, σλοβενικά, ολλανδικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουθενιανά, σερβικά, γαλλικά
Θρησκεία Επίσημη θρησκεία:
Ρωμαιοκαθολικισμός
Αναγνωριζόμενες θρησκείες:
Καλβινισμός, Λουθηρανισμός, Ορθοδοξία, Ιουδαϊσμός, Καλιξτινισμόςa
Πολίτευμα Φεουδαρχική Μοναρχία
Μονάρχης
 -  1526–1564 Φερδινάνδος Α΄ (πρώτος)
 -  1792–1804 Φραγκίσκος Β΄ (τελευταίος)
Κρατικός Καγκελάριος
 -  1753–1793 Βέντσελ Άντον
Ιστορική εποχή Πρώιμη νεότερη/Ναπολεόντειος
 -  Μάχη του Μόχατς 29 Αυγούστου 1526
 -  Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης 14 Ιουλίου 1683
 -  Πόλεμος της Διαδοχής 1740–1748
 -  Αυστροτουρκικός πόλεμος 1788–1791
 -  Συνθήκη της Σιστόβας 4 Αυγούστου 1791
 -  Ανακήρυξη Αυτοκρατορίας 11 Αυγούστου 1804
Προηγήθηκε
Διαδέχτηκε
Αρχιδουκάτο της Αυστρίας
Βασίλειο της Ουγγαρίας
Βασίλειο της Βοημίας
Βασίλειο της Κροατίας
Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας
Αυστριακή Αυτοκρατορία

Η Μοναρχία των Αψβούργων (γερμανικά: Habsburgermonarchie‎‎) ή Μοναρχία του Δούναβη (γερμανικά: Donaumonarchie), ή Αυτοκρατορία των Αψβούργων είναι ένας σύγχρονος όρος-ομπρέλα που επινοήθηκε από τους ιστορικούς για να υποδηλώσει τις πολυάριθμες χώρες και βασίλεια της δυναστείας των Αψβούργων, ιδιαίτερα εκείνα της αυστριακής γραμμής. Αν και από το 1438 ως το 1806 (με εξαίρεση το 1742 ως το 1745) ένα μέλος του Οίκου των Αψβούργων ήταν επίσης Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η ίδια η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (επί της οποίας ο αυτοκράτορας ασκούσε μόνο πολύ περιορισμένη εξουσία) δεν θεωρείται ότι ανήκε στη λεγόμενη σήμερα Μοναρχία των Αψβούργων.

Η ιστορία της Μοναρχίας των Αψβούργων ξεκινά με την εκλογή του Ροδόλφου Α΄ ως Βασιλιά της Γερμανίας το 1273 και την απόκτηση από αυτόν για τον οίκο του του Δουκάτου της Αυστρίας το 1282. Το 1482 ο Μαξιμιλιανός Α΄ απέκτησε την Ολλανδία μέσω γάμου. Και οι δύο χώρες βρίσκονταν εντός της αυτοκρατορίας και πέρασαν στον εγγονό και διάδοχό του Κάρολο Ε΄, που κληρονόμησε επίσης την Ισπανία και τις αποικίες της και κυβέρνησε την αυτοκρατορία των Αψβούργων στη μεγαλύτερη εδαφική έκτασή της. Η παραίτηση του Καρόλου Ε΄ το 1556 οδήγησε σε ευρεία διαίρεση των κτήσεων των Αψβούργων μεταξύ του αδελφού του Φερδινάνδου Α΄, που ήταν αναπληρωτής του στις αυστριακές χώρες από το 1521 και εκλεγμένος βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Βοημίας από το 1526, και του γιου του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας. Ο Ισπανικός κλάδος (που κατείχε όλη την Ιβηρική, τις Κάτω Χώρες, τη Βουργουνδία και εδάφη στην Ιταλία) εξέλιπε το 1700. Ο Αυστριακός κλάδος (που είχε επίσης τον αυτοκρατορικό θρόνο και κυβερνούσε την Ουγγαρία, τη Βοημία και όλα τα στέμματα που συνεπαγόταν σε αυτούς) ήταν και ο ίδιος χωρισμένος σε διαφορετικούς κλάδυς της οικογένειας από το 1564 ως το 1665, αλλά στη συνέχεια παρέμεινε μια ενιαία προσωπική ένωση.

Η Μοναρχία των Αψβούργων ήταν συνεπώς μια ένωση στεμμάτων, χωρίς ενιαίο σύνταγμα ή κοινούς θεσμούς εκτός από την ίδια την αυλή των Αψβούργων, με εδάφη εντός και εκτός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ενώνονταν μόνο στο πρόσωπο του μονάρχη. Το σύνθετο κράτος έγινε η συνηθέστερη κυρίαρχη μορφή μοναρχιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατά τα πρώιμα νεότερα χρόνια. [1][2] Η ενοποίηση των εδαφών της Μοναρχίας των Αψβούργων πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν οι κτήσεις των Αψβούργων ενοποιήθηκαν επίσημα το 1804 ως Αυστριακή Αυτοκρατορία, που το 1867 έγινε Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και επέζησε μέχρι το 1918, [3][4] οπότε κατέρρευσε μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην ιστοριογραφία η Μοναρχία των Αψβούργων (του Αυστριακού κλάδου) ονομάζεται συχνά «Αυστρία» από μετωνυμία. Γύρω στο 1700 ο λατινικός όρος monarchia austriaca άρχισε να χρησιμοποιείται για λόγους ευκολίας. [5] Μέσα στην ίδια την αυτοκρατορία οι τεράστιες κτήσεις περιλάμβαναν τις αρχικές κληρονομικές χώρες, το Erblande, πριν από το 1526, τις χώρες του στέμματος της Βοημίας, τις πρώην Ισπανικές Κάτω Χώρες από το 1714 ως το 1794 και μερικά φέουδα στην Αυτοκρατορική Ιταλία. Εκτός της αυτοκρατορίας περιλάμβαναν όλες τις χώρες του στέμματος της Ουγγαρίας καθώς και κατακτήσεις που έγιναν σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα της δυναστείας ήταν η Βιέννη, εκτός από το 1583 ως το 1611, όταν ήταν η Πράγα. [6]

Προέλευση και επέκταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ασημένιο μετάλλιο του Σαρφ για την 600ή επέτειο του Erblande, 1882

Ο πρώτος Αψβούργος που μπορεί να εντοπιστεί αξιόπιστα ήταν κάποιος Ράντμποτ του Κλέτγκαου, που γεννήθηκε στα τέλη του 10ου αιώνα. Το όνομα της οικογένειας προήλθε από το Κάστρο Χάμπσμπουργκ, στη σημερινή Ελβετία, που έχτισε ο Ράντμποτ. [7] Μετά το 1279 οι Αψβούργοι ανέλαβαν την κυβέρνηση του Δουκάτου της Αυστρίας, που ανήκε στο εκλεκτικό Βασίλειο της Γερμανίας, εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο βασιλιάς Ροδόλφος Α΄ της Γερμανίας της οικογένειας των Αψβούργων ανέθεσε το Δουκάτο της Αυστρίας στους γιους του κατά τη Δίαιτα τουΆουγκσμπουργκ (1282), καθιερώνοντας έτσι τις "Αυστριακές κληρονομικές περιοχές" (Erblande). Από εκείνη τη στιγμή η δυναστεία των Αψβούργων ήταν επίσης γνωστή ως Οίκος της Αυστρίας. Μεταξύ 1438 και 1806, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο Αψβούργος Αρχιδούκας της Αυστρίας εκλεγόταν ως Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Οι Αψβούργοι αναδείχθηκαν στην Ευρώπη ως αποτέλεσμα της δυναστικής πολιτικής που ακολουθούσε ο Μαξιμιλιανός Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μαξιμιλιανός παντρεύτηκε τη Μαρία της Βουργουνδίας, φέρνοντας έτσι τις Βουργουνδικές Κάτω Χώρες στις κτήσεις των Αψβούργων. Ο γιος τους Φίλιππος ο Ωραίος παντρεύτηκε την Ιωάννα την Τρελή της Ισπανίας (κόρη του Φερδινάνδου Β΄ της Αραγωνίας και της Ισαβέλλας της Καστίλης). Ο Κάρολος Ε΄, Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας, γιος του Φιλίππου και της Ιωάννας, κληρονόμησε τις Αψβουργικές Κάτω Χώρες το 1506, την Ισπανία των Αψβούργων και τα εδάφη της το 1516 και την Αψβουργική Αυστρία το 1519.

Εκείνη την περίοδο οι κτήσεις των Αψβούργων ήταν τόσο τεράστιες που ο Κάρολος Ε ταξίδευε συνεχώς σε όλη την επικράτειά του και γι 'αυτό χρειαζόταν αναπληρωτές και αντιβασιλείς, όπως η Ισαβέλλα της Πορτογαλίας στην Ισπανία και η Μαργαρίτα της Αυστρίας στις Κάτω Χώρες, για να κυβερνούν τα διάφορα βασίλεια του. Κατά τη Δίαιτα της Βορμς το 1521 ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄ ήρθε σε συμφωνία με το μικρότερο αδελφό του Φερδινάνδο. Σύμφωνα με το Αψβουργικό σύμφωνο της Βορμς (1521), που επικυρώθηκε ένα χρόνο αργότερα στις Βρυξέλλες, ο Φερδινάνδος έγινε Αρχιδούκας, ως αντιβασιλέας του Καρόλου Ε΄ στις Αυστριακές κληρονομικές περιοχές. [8][9]

Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου Β΄ της Ουγγαρίας στη Μάχη του Μόχατς εναντίον των Οθωμανών Τούρκων ο Αρχιδούκας Φερδινάνδος (που ήταν κουνιάδος του βάσει της συνθήκης υιοθεσίας που είχαν υπογράψει ο Μαξιμιλιανός και ο Βλαδίσλαος Β΄, πατέρας του Λουδοβίκου, στο Πρώτο Συνέδριο της Βιέννης) εξελέγη επίσης επόμενος Βασιλιάς της Βοημίας και της Ουγγαρίας το 1526. [10][6] Η Βοημία και η Ουγγαρία έγιναν κληρονομικές κτήσεις των Αψβούργων μόνο το 17ο αιώνα: Μετά τη νίκη στη Μάχη του Λευκού Βουνού (1620) επί των επαναστατών της Βοημίας ο Φερδινάνδος Β΄εξέδωσε ένα Νέο Σύνταγμα (1627) που καθιέρωσε την κληρονομική διαδοχή επί της Βοημίας. Μετά τη Μάχη του Μόχατς (1687), οπότε ο Λεοπόλδος Α΄ ανακατέλαβε σχεδόν όλη την Ουγγαρία από τους Οθωμανούς Τούρκους, ο αυτοκράτορας συγκάλεσε μια δίαιτα στο Πρέσμπουργκ για να καθιερώσει την κληρονομική διαδοχή στο Ουγγρικό βασίλειο.

Ο Κάρολος Ε΄ διαίρεσε τη δυναστεία το 1556, παραχωρώντας την Αυστρία μαζί με το Αυτοκρατορικό στέμμα στον Φερδινάνδο (όπως αποφασίστηκε στην Αυτοκρατορική εκλογή το 1531) και την Ισπανική αυτοκρατορία στο γιο του Φίλιππο. Ο Ισπανικός κλάδος (που κατείχε επίσης την Ολλανδία, το Βασίλειο της Πορτογαλίας μεταξύ 1580 και 1640 και τη Νότια Ιταλία) εξέλιπε το 1700. Ο ίδιος ο Αυστριακός κλάδος (που κυβερνούσε επίσης την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την Ουγγαρία και τη Βοημία) διαιρέθηκε σε διαφορετικούς κλάδους της οικογένειας από το 1564 ως το 1665, αλλά στη συνέχεια παρέμεινε μια ενιαία προσωπική ένωση.

  • Μοναρχία των Αψβούργων (γερμανικά Habsburgermonarchie), αυτός είναι ένας ανεπίσημος όρος-ομπρέλα, που χρησιμοποιείται πολύ συχνά, αλλά δεν ήταν επίσημο όνομα.
  • Αυστριακή Μοναρχία (λατινικά: monarchia austriaca) άρχισε να χρησιμοποιείται γύρω στο 1700 για λόγους ευκολίας για τα εδάφη των Αψβούργων. [5]
  • "Μοναρχία του Δούναβη" (γερμανικά: Donaumonarchie) ήταν ένα ανεπίσημο όνομα που χρησιμοποιείται συχνά παράλληλα.
  • "Δυαδική Μοναρχία" (γερμανικά: Doppel-Monarchie) αναφερόταν στην ένωση του Δουκάτου της Αυστρίας και του Βασιλείου της Ουγγαρίας, δύο κρατών υπό έναν εστεμμένο ηγεμόνα.
  • Αυστριακή Αυτοκρατορία (γερμανικά: Kaisertum sterreich): Αυτό ήταν το επίσημο όνομα της νέας αυτοκρατορίας των Αψβούργων που δημιουργήθηκε το 1804, μετά το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
  • Αυστροουγγαρία (γερμανικά: Österreich-Ungarn), 1867-1918: Αυτό το όνομα χρησιμοποιείτο συνήθως στις διεθνείς σχέσεις, αν και το επίσημο όνομα ήταν Αυστροουγγρική Μοναρχία (γερμανικά: Österreichisch-Ungarische Monarchie). (γερμανικά: Österreichisch-Ungarische Monarchie‎‎).[11][12][13][14]
  • Χώρες του Στέμματος (1849-1918): Αυτό είναι το όνομα όλων των επιμέρους τμημάτων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας (1849-1867) και στη συνέχεια της Αυστροουγγαρίας από το 1867 και μετά. Το Βασίλειο της Ουγγαρίας (ακριβέστερα οι Χώρες του Ουγγρικού Στέμματος) δεν θεωρείτο "χώρα του στέμματος" μετά την ίδρυση της Αυστροουγγαρίας το 1867, έτσι ώστε οι "χώρες του στέμματος" ταυτίστηκαν με τα Βασίλεια και τις Χώρες που αντιπροσωπεύονταν στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο (Die im Reichsrate vertretenen Königreiche und Länder).
  • Τα ουγγρικά τμήματα της Αυτοκρατορίας ονομάστηκαν "Χώρες του Στέμματος του Αγίου Στεφάνου (Länder der Heiligen Stephans Krone). Οι Βοημικές (Τσεχικές) Χώρες ονομάστηκαν "Χώρες του Στέμματος του Αγίου Βεντσέσλαου" (Länder der Wenzels-Krone).

Ονόματα μερικών μικρότερων περιοχών:

  • Η σημερινή Αυστρία είναι ημιομοσπονδιακή δημοκρατία εννέα κρατιδίων (Bundesländer): Κάτω Αυστρία, Άνω Αυστρία, Τυρόλο, Στυρία, Σάλτσμπουργκ, Καρινθία, Φόραλμπεργκ, Μπούργκενλαντ και η πρωτεύουσα, Βιέννη.
  • Το Μπούργκενλαντ περιήλθε στην Αυστρία το 1921 από την Ουγγαρία.
  • Το Σάλτσμπουργκ έγινε τελικά αυστριακό το 1816 μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Πριν από αυτό κυβερνήθηκε από τους Πρίγκιπες-Αρχιεπισκόπους του Σάλτσμπουργκ ως κυρίαρχο κράτος.
  • Η Βιέννη, η πρωτεύουσα της Αυστρίας, έγινε κρατίδιο την 1η Ιανουαρίου 1922, αφού ήταν η αυτοκρατορική κατοικία και πρωτεύουσα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας (Reichshaupt und Residenzstadt Wien) για αιώνες.
  • Η Αυστρία στο παρελθόν ήταν χωρισμένη σε "Αυστρία πάνω από τον Ενς" και "Αυστρία κάτω από τον Ενς" (ο ποταμός Eνς είναι το σύνορο των κρατιδίων Άνω και Κάτω Αυστρίας). Η Άνω Αυστρία διευρύνθηκε μετά τη Συνθήκη του Tέσεν (1779) μετά τον «Πόλεμο της Βαυαρικής Διαδοχής» με το λεγόμενο Innviertel («Περιοχή του Ιν»), πρώην τμήμα της Βαυαρίας.
  • Κληρονομικά εδάφη (Erblande ή Erbländer, συνηθέστερα Österreichische Erblande) ή Γερμανικά Κληρονομικά Εδάφη (της Αυστριακής Μοναρχίας) ή Αυστριακά Κληρονομικά Εδάφη (Μεσαίωνας - 1849/1918): Με στενότερη έννοια αυτά ήταν τα "αρχικά" εδάφη των Αψβούργων, κυρίως η Αυστρία (Oesterreich), η Στυρία (Steiermark), η Καρίνθια (Kaernten), η Καρνιόλη (Krain), το Τυρόλο (Tirol) και το Φόραλμπεργκ (Vorarlberg). Με μια ευρύτερη έννοια οι Χώρες του Στέμματος της Βοημίας συμπεριλήφθηκαν επίσης (από το 1526, οριστικά από το 1620/27) στις Κληρονομικές Χώρες. Ο όρος αντικαταστάθηκε από τον όρο "Χώρες του Στέμματος" (βλ. Παραπάνω) στο Σύνταγμα του Μαρτίου 1849, αλλά χρησιμοποιήθηκε και αργότερα.
  • Το Erblande περιλάμβανε επίσης πολλά μικρά εδάφη που ήταν πριγκιπάτα, δουκάτα ή κομητείες σε άλλα μέρη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ανάπτυξη της Μοναρχίας των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη
Η Μοναρχία των Αψβούργων την εποχή του θανάτου του Ιωσήφ Β΄ το 1790. Η κόκκινη γραμμή σημειώνει τα σύνορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Οι χώρες της Αυστριακής μοναρχίας άλλαζαν με την πάροδο των αιώνων, αλλά ο πυρήνας αποτελείτο πάντα από τέσσερις ομάδες:

Europa regina, συμβολίζει μια Ευρώπη που κυριαρχείται από τους Αψβούργους
Στρατιώτες των Στρατιωτικών Συνόρων για την αντιμετώπιση των επιδρομών των Οθωμανών Τούρκων, 1756

Κατά την ιστορία της και άλλα εδάφη ήταν, κατά καιρούς, υπό την Αυστριακή κυριαρχία των Αψβούργων (ορισμένα από αυτά τα εδάφη ήταν δευτερογενή, δηλαδή κυβερνώνταν από άλλες γραμμές της δυναστείας των Αψβούργων):

Τα σύνορα ορισμένων από αυτά τα εδάφη διέφεραν κατά την αναφερόμενη περίοδο και άλλα κυβερνώνταν από μια δευτερεύουσα (δευτερογενή) γραμμή των Αψβούργων. Οι Αψβούργοι είχαν επίσης τον τίτλο του Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα μεταξύ 1438 και 1740 και πάλι από το 1745 ως το 1806.

Μέσα στην πρώιμη νεότερη Μοναρχία των Αψβούργων κάθε οντότητα διοικείτο σύμφωνα με τα δικά της ιδιαίτερα έθιμα. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα όλες οι επαρχίες δεν κυβερνούνταν απαραιτήτως από το ίδιο άτομο - κατώτερα μέλη της οικογένειας κυβερνούσαν συχνά τμήματα των Κληρονομικών Χωρών ως ιδιωτικές κτήσεις. Σοβαρές προσπάθειες συγκεντρωτισμού ξεκίνησαν υπό τη Μαρία Θηρεσία και κυρίως το γιο της Ιωσήφ Β΄ από τα μέσα ως τα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά πολλές από αυτές εγκαταλείφθηκαν μετά από μεγάλη αντίσταση στις πιο ριζοσπαστικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Ιωσήφ, αν και μια πιο προσεκτική πολιτική συγκεντρωτισμού συνεχίστηκε κατά την επαναστατική περίοδο και τη μετά το Μέττερνιχ περίοδο που ακολούθησε.

Μια άλλη προσπάθεια συγκεντρωτισμού ξεκίνησε το 1849, μετά την καταστολή των διαφόρων επαναστάσεων του 1848. Για πρώτη φορά οι υπουργοί προσπάθησαν να μετατρέψουν τη μοναρχία σε ένα συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος που κυβερνιόταν από τη Βιέννη. Το Βασίλειο της Ουγγαρίας τέθηκε υπό στρατιωτικό νόμο, χωρισμένο σε μια σειρά στρατιωτικών περιοχών και ο συγκεντρωτικός νεοαπολυταρισμός προσπάθησε επίσης να ακυρώσει το σύνταγμα και τη Δίαιτα της Ουγγαρίας. Μετά τις ήττες των Αψβούργων στους πολέμους του 1859 και του 1866 αυτές οι πολιτικές σταδιακά εγκαταλείφθηκαν.

Μετά από πειραματισμούς στις αρχές της δεκαετίας του 1860 επιτεύχθηκε ο περίφημος Αυστροουγγρικός Συμβιβασμός του 1867, με τον οποίο δημιουργήθηκε η λεγόμενη Δυαδική Μοναρχία της Αυστροουγγαρίας. Σε αυτό το σύστημα το Βασίλειο της Ουγγαρίας («Χώρες του Αγίου Ουγγρικού Στέμματος του Αγίου Στεφάνου».) ήταν ισότιμα κυρίαρχο με μόνο μια προσωπική ένωση και κοινή εξωτερική και στρατιωτική πολιτική που το συνέδεε με τα άλλα εδάφη των Αψβούργων. Παρόλο που τα μη Ουγγρικά εδάφη των Αψβούργων αναφέρονταν ως "Αυστρία", απέκτησαν τα δικά τους κοινοβούλια (Reichsrat ή Αυτοκρατορικό Συμβούλιο) και υπουργεία καθώς και τη δική τους επίσημη ονομασία -"Βασίλεια και Χώρες που εκπροσωπούνται στο Αυτοκρατορικό Συμβούλιο". Όταν η Βοσνία -Ερζεγοβίνη προσαρτήθηκε (μετά από μια μακρά περίοδο κατοχής και διοίκησης), δεν ενσωματώθηκε σε κανένα από τα δύο μέρη της μοναρχίας. Αντ 'αυτού διοικείτο από το κοινό Υπουργείο Οικονομικών.

Η Αυστροουγγαρία κατέρρευσε υπό το βάρος των διαφόρων άλυτων εθνοτικών προβλημάτων που κορυφώθηκαν με την ήττα της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τη διάλυση της δημιουργήθηκαν οι νέες δημοκρατίες της Αυστρίας (τα γερμανοαυστριακά εδάφη των Κληρονομικών εδαφών) και η Πρώτη Ουγγρική Δημοκρατία. Στην ειρηνευτική διευθέτηση που ακολούθησε παραχωρήθηκαν σημαντικά εδάφη στη Ρουμανία και την Ιταλία και τα υπόλοιπα εδάφη της μοναρχίας μοιράστηκαν στα νέα κράτη της Πολωνίας, του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (αργότερα Γιουγκοσλαβία) και της Τσεχοσλοβακίας.

Μια κατώτερη γραμμή κυβέρνησε το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης μεταξύ 1765 και 1801 και ξανά από το 1814 ως το 1859. Ενώ ήταν εξόριστη από την Τοσκάνη, αυτή η γραμμή βασίλευσε στο Σάλτσμπουργκ από το 1803 έως το 1805 και στο Μεγάλο Δουκάτο του Βύρτσμπουργκ από το 1805 ως το 1814. Μια άλλη γραμμή κυβέρνησε το Δουκάτο της Μόντενα από το 1814 ως το 1859, ενώ η αυτοκράτειρα Μαρία Λουίζα, δεύτερη σύζυγος του Ναπολέοντα και κόρη του Αυστριακού Αυτοκράτορα Φραγκίσκου, κυβέρνησε το Δουκάτο της Πάρμα μεταξύ 1814 και 1847. Επίσης η Δεύτερη Μεξικανική Αυτοκρατορία, από το 1863 ως το 1867, είχε επικεφαλής το Μαξιμιλιανό Α΄ του Μεξικού, αδελφό του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄ της Αυστρίας.

Οι λεγόμενοι «Αψβούργοι μονάρχες» ή «Αψβούργοι αυτοκράτορες» κατείχαν πολλούς διαφορετικούς τίτλους και κυβερνούσαν κάθε βασίλειο με διαφορετικό όνομα και θέση.

Ο Μαξιμιλιανός Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η σύζυγός του Μαρία της Ισπανίας με τα παιδιά τους
  1. Robert I. Frost (2018). The Oxford History of Poland-Lithuania: Volume I: The Making of the Polish-Lithuanian Union, 1385–1569, Oxford History of Early Modern Europe. Oxford University Press. σελ. 40. ISBN 9780192568144. 
  2. John Elliot (1992). The Old World and The New 1492-1650. Oxford University Press. σελ. 50. ISBN 9780521427098. 
  3. Vienna website; «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2011. 
  4. Encyclopædia Britannica online article Austria-Hungary; http://www.britannica.com/EBchecked/topic/44386/Austria-Hungary
  5. 5,0 5,1 Hochedlinger 2013, σελ. 9.
  6. 6,0 6,1 "Czech Republic – Historic Centre of Prague (1992)" Heindorffhus, August 2007, HeindorffHus-Czech Αρχειοθετήθηκε 2007-03-20 at Archive.is.
  7. Rady 2020, σελίδες 12, 14–5
  8. Kanski, Jack J. (2019). History of the German speaking nations (στα Αγγλικά). ISBN 9781789017182. 
  9. Pavlac, Brian A.· Lott, Elizabeth S. (30 Ιουνίου 2019). The Holy Roman Empire: A Historical Encyclopedia [2 volumes]. ISBN 9781440848568. 
  10. «Ferdinand I». Encyclopædia Britannica. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/204416/Ferdinand-I. 
  11. Kotulla 2008, σελ. 485.
  12. Simon Adams (30 Ιουλίου 2005). The Balkans. Black Rabbit Books. σελίδες 1974–. ISBN 978-1-58340-603-8. 
  13. Scott Lackey (30 Οκτωβρίου 1995). The Rebirth of the Habsburg Army: Friedrich Beck and the Rise of the General Staff. ABC-CLIO. σελίδες 166–. ISBN 978-0-313-03131-1. 
  14. Carl Cavanagh Hodge (2008). Encyclopedia of the Age of Imperialism, 1800-1914: A-K. Greenwood Publishing Group. σελίδες 59–. ISBN 978-0-313-33406-1.