Μύρτιλο
Μύρτιλο | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Vaccinium myrtillus (Βακκίνιον το μύρτιλλον) L. |
Το Μύρτιλο είναι ένα από τα διάφορα είδη φυτών χαμηλής ανάπτυξης της οικογένειας των Ερεικοειδών (Ericaceae) (σ.σ. η οικογένεια στην οποία ανήκει το ρείκι), παρά την επιστημονική του ονομασία (Vaccinium myrtillus, Βακκίνιον το μύρτιλλον) που υποδηλώνει ότι ανήκει στα μυρτοειδή. To θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γιατί μερικοί βοτανολόγοι[1] το συμπεριλαμβάνουν στην οικογένεια των Μορεοειδών (Moraceae) από την οποία διαφέρει ως προς την έλλειψη γαλακτώδους χυμού.
Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξαπλώνεται ως αυτοφυές, συνήθως μεμονωμένο στις εύκρατες και ψυχρές περιοχές της γης, στα ψηλά βουνά των τροπικών περιοχών ενώ συνήθως αναπτύσσεται στα όξινα δηλαδή μη αλκαλικά εδάφη και σε δροσερές θέσεις.
Φυσικά χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολυετές θαμνοειδές, ύψους 60–90 cm, φυλλοβόλο, με πυκνές διακλαδώσεις και ημιδερματώδες φύλλωμα, που το φθινόπωρο παίρνει ωραίες και έντονες πορφυρές αποχρώσεις. Ανθοφορεί από τον Μάιο μέχρι τον Ιούνιο με άσπρα-ροζ καμπανοειδή λουλούδια.[2] Παράγει από τον Αύγουστο μέχρι τον Σεπτέμβρη εδώδιμους καρπούς, με ελαφρά υπόξινη γεύση, κατάλληλους για παγωτά και γλυκά, και είναι γνωστοί στα Αγγλικά με το όνομα «μπίλμπερι» (και όχι «μπλούμπερι», που αφορά άλλα είδη του γένους Vaccinium, όπως το V. corymbosum). Επειδή τα περισσότερα από τα μύρτιλα που τρώγονται από τα πουλιά και τα θηλαστικά δεν αποβάλλονται ως βιώσιμοι σπόροι, αναπαράγονται αγενώς, δηλ. με την ανάπτυξη νέων βλαστών από τα ριζώματά τους των ώριμων φυτών.
Πιθανές ιατρικές χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το μύρτιλο σχετίζεται με τη βελτίωση της νυχτερινής όρασης· μύρτιλα αναφέρονται σε μια δημοφιλή ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου πιλότοι της RAF καταναλώνουν μαρμελάδα μύρτιλο για να οξύνουν την όρασή τους στις αποστολές της νύχτας.[εκκρεμεί παραπομπή] Ωστόσο, μια πρόσφατη μελέτη του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ δεν εντόπισε καμία τέτοια επίδραση. Αν και η επίδραση του μύρτιλου στην όξυνση της νυκτερινής όρασης δεν έχει αποδειχθεί, εργαστηριακές μελέτες σε αρουραίους έχουν παράσχει προκαταρκτικά αποδεικτικά στοιχεία ότι η κατανάλωση μύρτιλου μπορεί να αναστείλει ή να αντιστρέψει οφθαλμικές διαταραχές, όπως η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.[3]
Θερμίδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα μύρτιλα περιέχουν 57 θερμίδες ανά 100 γραμμάρια. Η θερμιδική τους αξία ανά 100 γραμμάρια είναι η ακόλουθη[4]:
- Πρωτεΐνη: 0,7 γρ.
- Λιπαρά: 0,3 γρ.
- Υδατάνθρακες: 14,5 γρ.
- Φυτικές Ίνες: 2,4 γρ.
- Σάκχαρα: 10 γρ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Φυτολογία», σ. 230, Εκδοτική Αθηνών, 1983
- ↑ IL MILLEPIANTE (χίλια Φυτά), Edizione italiana-stampato nel mese di Giugno, Editrice Maxi. srl, σ. 199, 1994
- ↑ Muth Er, Laurent JM, Jasper P. (Απρίλιος 2000) «The effect of bilberry nutrition supplementation on night visual acuity and contrast sensitivity» (Η επίδραση των μύρτιλων ως συμπληρώματος διατροφής στην οπτική οξύτητα τη νύχτα και την ευαισθησία στις αντιθέσεις).
- ↑ «Η Διατροφική Αξία των Μύρτιλων - e-blueberries». www.e-blueberries.com. Ανακτήθηκε στις 21 Απριλίου 2022.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Vaccinium myrtillus στο Wikimedia Commons
- Λεξιλογικός ορισμός του μύρτιλο στο Βικιλεξικό
- Μύρτιλο από την Κρήτη
- Fursova AZh, Gesarevich OG, Gonchar AM, Trofimova NA, Kolosova NG (2005). «[Συμπληρώματα διατροφής με εκχύλισμα καρπών μύρτιλου εμποδίζουν την εκφύλιση της ωχράς κηλίδας και την εμφάνιση καταρράκτη (γλαυκώματος) σε αρουραίους επιταχυμένης γήρανσης (Dietary supplementation with bilberry extract prevents macular degeneration and cataracts in senescence-accelerated OXYS rats)]» (στα ρωσικά). Advances in Gerontology 16: 76–9. PMID 16075680.
- Bilberry on Gardenology
- Ευρωπαϊκό Μύρτιλο
- Den virtuelle floran - Κατανομή στο παγκόσμιο χάρτη
- Η διαφορά μεταξύ μπίλμπερι και μπλούμπερι