Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νωβελίσσιμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο νωβελίσσιμος (λατ. nobilissimus [ευγενέστατος][1]) ήταν αξίωμα στην ύστερη Ρωμαϊκή και μετέπειτα Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ήλκε την καταγωγή του από τους ρωμαϊκούς χρόνους, οπότε και λειτουργούσε ως επιθετικός προσδιορισμός στον τίτλο του Καίσαρος, όταν ο τιτλούχος τελούσε ως διάδοχος του θρόνου. Η χρήση του όρου εμφανίζεται με τον Γέτα περί το έτος 198 μ.Χ., ο οποίος αποκαλούνταν «Νωβελίσσιμος Καίσαρ» (nobilissimus Caesar).[2]

Κατά τον ιστορικό Ζώσιμο, ο Μέγας Κωνσταντίνος (βασ. 306-337) χρησιμοποίησε τον τίτλο ώστε να προσδώσει κύρος σε ορισμένα μέλη της οικογενείας του, αποκλείοντάς τους όμως κατ' αυτό τον τρόπο από τη διαδοχή.[1] Με την πάροδο του χρόνου ο τίτλος παρέμεινε σε χρήση ως δεύτερος τη τάξει μετά από αυτόν του Καίσαρα και εμφανίζεται μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα[1]

Στο Κλητορολόγιον του Φιλοθέου (899) περιγράφονται όχι μόνο τα χαρακτηριστικά του αξιώματος, αλλά τα ενδύματα και τα διακριτικά που αντιστοιχούν σε αυτόν· ο νωβελίσσιμος διαθέτει χιτώνα, μανδύα και ζωνάρι ιώδους χρώματος και το αξίωμα παραδίδεται σε ειδική τελετή δια χειρός αυτοκράτορα, σηματοδοτώντας το υψηλό ανάστημα του αξιώματος.[3]

Από τα τέλη του 11ου αι. ο τίτλος αποδίδεται σε υψηλούς στρατιωτικούς αξιωματούχους, με πρώτο παραλήπτη του αξιώματος τον μελλοντικό αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό.[1] Υπό τη βασιλεία του Κομνηνού οι τιτλούχοι αυξήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, που το αξίωμα έχασε σε κύρος και αξία. Για να υπερκεραστεί η υποτίμηση αυτή, δημιουργήθηκαν κατά τον 12ο αι. δύο νέοι τίτλοι, ο πρωτονωβελίσσιμος και ο πρωτονωβελισσιμοϋπέρτατος.[1]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Kazhdan 1991, σελίδες 1489–1490.
  2. Mitthof 1993, σελίδες 97–111.
  3. Bury 1911, σελ. 22.