Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πάρσιφαλ (μυθιστορία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πάρσιφαλ
Εικονογράφηση από χειρόγραφο του 1440
ΣυγγραφέαςΒόλφραμ φον Έσενμπαχ
ΤίτλοςParzival
ΓλώσσαΜέση άνω γερμανική γλώσσα
Ημερομηνία δημιουργίας1200
Μορφήποίημα
ΧαρακτήρεςΠέρσιβαλ, Condwiramurs και d:Q114793615
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Πάρσιφαλ (Parzival, γερμανική προφορά: Πάρτσιφαλ) είναι μεσαιωνική ιπποτική μυθιστορία της γερμανικής αυλικής λογοτεχνίας. Χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 13ου αιώνα και είναι έργο του ποιητή και ιππότη Βόλφραμ φον Έσενμπαχ γραμμένο στα μεσαιωνικά άνω γερμανικά. Η πλοκή επικεντρώνεται στις περιπέτειες δύο ιπποτών του αρθουριανού κύκλου που είναι οι κύριοι ήρωες: του Πάρσιφαλ, με την εξέλιξή του από αφελή νεαρό σε ευγενή ανίκητο ιππότη και φύλακα του Αγίου Δισκοπότηρου, και του ιππότη Γκαουέιν με τις επικίνδυνες περιπέτειες που αντιμετωπίζει.[1]

Το έργο παρέχει μια εικόνα για τον αυλικό κόσμο του Μεσαίωνα, τον κώδικα τιμής των ιπποτών και τη σχέση τους με τον αυλικό έρωτα. Ο συγγραφέας όχι μόνο ψυχαγωγεί τον αναγνώστη με τα ενίοτε ειρωνικά σχόλιά του αλλά εισάγει στη μεσαιωνική γερμανική λογοτεχνία ένα νέο επίπεδο αφήγησης, με τον εαυτό του ως αφηγηματικό χαρακτήρα.

Το θέμα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μεταγενέστερους συγγραφείς, καλλιτέχνες και μουσικούς, η πιο αξιοσημείωτη διασκευή είναι η όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ Πάρσιφαλ, η πρώτη παράσταση της οποίας πραγματοποιήθηκε το 1882.

Είναι άμεσα εμπνευσμένο από το ημιτελές έργο του Κρετιέν ντε Τρουά Πέρσιβαλ ή Ο θρύλος του Άγιου Δισκοπότηρου (περ. 1185). Ωστόσο, ο ποιητής ισχυρίστηκε ότι η εκδοχή του Κρετιέν ήταν εσφαλμένη και βάσισε το έργο του σε έναν (φανταστικό) Προβηγκιανό ποιητή ονόματι Κιότ, «που βρήκε την περιπέτεια του Πάρσιφαλ σε ένα (ανύπαρκτο) αραβικό χειρόγραφο ενός απόγονου του Σολομώντα », αλλά οι μελετητές της εποχής μας θεωρούν ότι ο Κιότ ήταν εφεύρεση του ποιητή και μέρος της φανταστικής αφήγησης. Ο Βόλφραμ φον Έσενμπαχ διατήρησε τη βασική πλοκή και ολοκλήρωσε το έργο προσθέτοντας στην αρχή επεισόδια από τη ζωή του πατέρα του Πάρσιφαλ και αναπτύσσοντας το τέλος: ο Πάρσιφαλ γίνεται βασιλιάς - φύλακας του Δισκοπότηρου και εισάγεται η ιστορία του γιου του, Λόενγκριν. [2]

Ο Πάρσιφαλ στο δρόμο για το κάστρο του Δισκοπότηρου, ελαιογραφία του 1920

Το έργο ακολουθεί μια διπλή μυθιστορηματική δομή. Οι περίπου 25.000 στίχοι χωρίστηκαν σε 16 βιβλία το 1833, ανάλογα με το περιεχόμενο. Η κύρια ιστορία αναφέρεται στον ο Πάρσιφαλ: η μητέρα του, μετά το θάνατο του πατέρα του, τον μεγάλωσε στη μοναξιά στο δάσος για να τον προστατέψει από την επικίνδυνη ζωή των ιπποτών. Ωστόσο, η συνάντησή του με ιππότες με υπέροχη πανοπλία ακυρώνει τα σχέδιά της. Ο νεαρός συναρπάζεται από τις περιπέτειες και πηγαίνει στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου, στη συνέχεια μυείται στην αυλική και ιπποτική εκπαίδευση. Χάρη στο θάρρος του, αποκτά για σύζυγο τη βασίλισσα Κοντβιραμούρ.

Φτάνοντας κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στο κάστρο του Δισκοπότηρου Μονσαλβάτ όπου ο πληγωμένος βασιλιάς- φύλακας Ανφόρτας περιμένει έναν ιππότη που θα τον γιατρέψει ρωτώντας τον απλώς τον λόγο της ασθένειάς του, ο Πάρσιφαλ δεν θέτει την ερώτηση στον βασιλιά, χάνοντας τη δυνατότητα να θεραπεύσει τον βασιλιά και ως εκ τούτου να μεταβιβασθεί ο θρόνος σ'αυτόν. Αφού πέτυχε τιμητικές νίκες σε ιπποτικές μονομαχίες και μάχες, επιστρέφει στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου και γίνεται δεκτός στη Στρογγυλή Τράπεζα, αλλά όταν κατηγορείται για το λάθος που διέπραξε στο κάστρο του Μονσαλβάτ, ταπεινωμένος, περιπλανιέται άσκοπα για τεσσεράμισι χρόνια αναζητώντας το Δισκοπότηρο. Συναντώντας τον ερημίτη θείο του, αντιλαμβάνεται τις αμαρτίες του και μεταστρέφεται. Έτσι λυτρωμένος θα επιστρέψει επιτέλους στο κάστρο του Μονσαλβάτ όπου θα κάνει τελικά στον Ανφόρτα τη σωτήρια ερώτηση. Ο βασιλιάς θεραπεύεται και ο Πάρσιφαλ, επανενωμένος με τη γυναίκα και τους γιους του - ο ένας είναι ο Λόενγκριν - τον διαδέχεται ως βασιλιάς - φύλακας του Δισκοπότηρου.

Ένας άλλος κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι ο Γκαουέιν, επίσης ιππότης του βασιλιά Αρθούρου, ο οποίος βιώνει μια ολόκληρη σειρά από έρωτες και περιπέτειες που είναι συνυφασμένες με την πλοκή της ιστορίας και καταλαμβάνουν περίπου το ένα τρίτο του έργου.

Συχνά ο ποιητής προεξοφλεί την πλοκή ή τη συνοψίζει εν συντομία. Σχολιάζει τα γεγονότα και τα συγκρίνει με την προσωπική του κατάσταση, για παράδειγμα σε σχέση με το είδος της αγάπης που περιγράφει, γράφει ότι του είναι άγνωστο. Με αυτόν τον πολύ ενεργό ρόλο του αφηγητή, διαμόρφωσε ένα ύφος που ήταν νέο για την εποχή. Ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά στοιχεία είναι η έμφαση στη σημασία της ταπεινοφροσύνης, της συμπόνιας και της αναζήτησης της πνευματικότητας. Ένα κύριο θέμα είναι η αγάπη: οι ηρωικές ιπποτικές πράξεις εμπνέονται από την αληθινή αγάπη, η οποία τελικά εκπληρώνεται με τον γάμο.

Θεωρούμενο ως ένα από τα αριστουργήματα της γερμανικής λογοτεχνίας του Μεσαίωνα, το έργο ήταν δημοφιλέστατο στον μεσαιωνικό γερμανόφωνο κόσμο - με πάνω από 80 σωζόμενα χειρόγραφα θεωρείται ότι είχε μοναδικό αντίκτυπο - και συνεχίζει να διαβάζεται και να μεταφράζεται σε σύγχρονες γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Ο ποιητής άρχισε να γράφει ένα έργο για τον παππού του Πάρσιφαλ, Τίτουρελ, το οποίο συνέχισαν αργότερα άλλοι, επίσης γράφτηκαν διασκευές της ιστορίας του Λόενγκριν που εισήγαγε στο τέλος, όπως Ο Ιππότης Κύκνος του Κόνραντ φον Βύρτσμπουργκ. [3]

Οι γονείς του Πάρσιφαλ (Βιβλία I-2)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από έναν μακροσκελή πρόλογο, το κείμενο αρχίζει με την ιστορία του Γκάμουρετ, πατέρα του Πάρσιφαλ. Ως δευτερότοκος γιος, μένει χωρίς περιουσία όταν πεθαίνει ο πατέρας του Γκαντίν, βασιλιάς από τον Οίκο των Ανζού στη Γαλλία και, παρά τις προσφορές του αδερφού του, αναζητά περιπέτειες και φήμη σε μακρινές χώρες. Πολεμάει ως μισθοφόρος στην υπηρεσία του χαλίφη της Βαγδάτης και καταλήγει στη Βόρεια Αφρική, στο βασίλειο της μαύρης βασίλισσας Μπελακάν, την οποία βοηθά να απελευθερώσει την πολιορκημένη πρωτεύουσά της. Υποτάσσει τους αντίπαλους και γίνεται σύζυγος της βασίλισσας, η οποία του απαγορεύει να συμμετάσχει σε τουρνουά ανησυχώντας για τη ζωή του. Επειδή ο Γκάμουρετ αναζητά ιπποτικές περιπέτειες, την εγκαταλείπει. Λίγους μήνες αργότερα, η Μπελακάν γεννά έναν γιο, τον Φάιρεφις, που έχει ασπρόμαυρες κηλίδες σε όλο του το σώμα.

Πίσω στην Ευρώπη, μέσω Ισπανίας φθάνει στην Ουαλία. Πλήθη ιπποτών έχουν συγκεντρωθεί εκεί για ένα τουρνουά, του οποίου έπαθλο είναι η βασίλισσα της χώρας, Ερζελόιντ. Νικά όλους τους αντιπάλους του, ανακηρύσσεται νικητής και παντρεύεται τη βασίλισσα, με την προϋπόθεση να συνεχίσει τις ιπποτικές του περιπέτειες. Δεν μένει πολύ στο νέο του βασίλειο, εγκαταλείπει την εγκυμονούσα σύζυγο και ξεκινάει πάλι για τη Βαγδάτη, όπου σε μια μάχη σκοτώνεται από δόρυ που τρυπάει το διαμαντένιο κράνος του, που έχει μαλακώσει από ένα μαγικό ξόρκι με αίμα κατσίκας.

Νεανική και ιπποτική εκπαίδευση του Πάρσιφαλ - οι πρώτες περιπέτειες (Βιβλία 3-4)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο πριν τη γέννηση του γιου της Πάρσιφαλ, η Ερζελόιντ μαθαίνει για τον θάνατο του άνδρα της και αποσύρεται με το παιδί στο δάσος, μακριά από τον κόσμο των αυλικών ιπποτών. Εκεί τον μεγαλώνει σε πλήρη άγνοια του κόσμου, χωρίς να τον προετοιμάσει για καμία από τις ηθικές, κοινωνικές και στρατιωτικές απαιτήσεις που θα αντιμετώπιζε ως ιππότης και ηγεμόνας. Τη βασιλική του καταγωγή τη μαθαίνει αργότερα από την ξαδέλφη του Σιγκούν, που συνάντησε καθώς πήγαινε στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου. Το γεγονός ότι ο Πάρσιφαλ αργότερα αναγνωρίστηκε στον αυλικό κόσμο οφείλεται κυρίως στην εντυπωσιακή ομορφιά και την εκπληκτική σωματική του ευκινησία και δύναμη που ο αφηγητής τονίζει επανειλημμένα.

Η προσπάθεια της μητέρας να κρατήσει το αγόρι μακριά από τους κινδύνους αποτυγχάνει: Κατά τη διάρκεια της αγαπημένης του δραστηριότητας - το κυνήγι - ο νεαρός Πάρσιφαλ συναντά τρεις ιππότες. Βαθιά εντυπωσιασμένος από τις αστραφτερές πανοπλίες, επιστρέφει στη μητέρα του, ζητά ένα άλογο και - ακολουθώντας τις συμβουλές των ιπποτών - ξεκινά για την αυλή του βασιλιά Αρθούρου για να γίνει ιππότης. Η μητέρα του, που ήθελε να τον προστατεύσει από αυτό ακριβώς, κάνει μια τελευταία προσπάθεια ντύνοντάς τον με ρούχα «τρελού», ώστε να φαίνεται γελοίος και να μη γίνει δεκτός. Παρόλα αυτά, δίνει στον γιο της τέσσερις συμβουλές: Πρέπει να διασχίζει τα ρυάκια μόνο σε φωτεινά μέρη, να είναι φιλικός με όλους, να εκτιμά τις διδασκαλίες έμπειρων ανδρών και να κερδίζει φιλιά και δαχτυλίδια από όμορφες κυρίες.

Ο Πάρσιφαλ σε μονομαχία

Η ελλιπής ανατροφή προκαλεί μια ολόκληρη αλυσίδα ατυχών περιστατικών αμέσως μετά την αναχώρηση του Πάρσιφαλ, χωρίς ο ίδιος να συνειδητοποιεί τον προσωπικό του ρόλο και την ενοχή του. Αρχικά, ο πόνος του χωρισμού προκαλεί τον θάνατο της μητέρας του, έπειτα ο νεαρός - παρερμηνεύοντας τις συμβουλές της μητέρας του - επιτίθεται βάναυσα στη Γιέσουτ, την πρώτη γυναίκα που συναντά, και της κλέβει το δαχτυλίδι. Για τη γυναίκα, η συνάντηση με τον Πάρσιφαλ είναι προσωπική καταστροφή επειδή ο σύζυγός της, ο δούκας Όριλους, δεν πιστεύει την αθωότητά της, την κακομεταχειρίζεται και την εκθέτει σε κοινωνική περιφρόνηση ως μοιχαλίδα. Τελικά, φτάνοντας στην αυλή του Αρθούρου, ο Πάρσιβαλ σκοτώνει τον «Κόκκινο ιππότη» Ίθερ για να πάρει την πανοπλία και το άλογό του, που του χρειάζονται για να γίνει δεκτός στον κύκλο των ιπποτών, αν και συνεχίζει να φοράει τα ρούχα του «τρελού» κάτω από την πανοπλία. Χωρίς να το ξέρει, έχει διαπράξει τρία αμαρτήματα που αρχικά τον καταδικάζουν στην αποτυχία της αποστολής για την οποία προορίζεται.

Στη συνέχεια, φθάνει στο κάστρο του ιππότη Γκούρνεμαντς, ο οποίος αναλαμβάνει την αυλική του εκπαίδευση, του διδάσκει τους κανόνες του ιπποτισμού και των τεχνικών μάχης, εκεί βγάζει τα ρούχα του τρελού. Ο Γκούρνεμαντς του προτείνει να παντρευτεί την κόρη του αλλά ο Πάρσιφαλ αρνείται το χέρι της και αποφασίζει να συνεχίσει το ταξίδι του. Όταν φεύγει μετά από 14 ημέρες, είναι ένας σχεδόν τέλειος ιππότης. Οι περιπλανήσεις τον οδηγούν στην πρωτεύουσα της βασίλισσας Κοντβιραμούρ, που πολιορκείται από καιρό από εχθρικό στρατό. Αν και ο πληθυσμός αντιστέκεται, δεν τους έχουν απομείνει σχεδόν καθόλου τρόφιμα. Ο Πάρσιφαλ τους ελευθερώνει νικώντας τους αντίπαλους ιππότες. Πλοία με τρόφιμα σώζουν τον κόσμο από την πείνα και ο Πάρσιφαλ παντρεύεται την Κοντβιραμούρ και κυβερνά το βασίλειο. Αφού έβαλε σε τάξη το κράτος, φεύγει - με τη συγκατάθεσή της - για να επισκεφτεί τη μητέρα του, για τον θάνατο της οποίας δεν γνωρίζει ακόμη.[4]

Η αποτυχία του Πάρσιφαλ στο κάστρο του Δισκοπότηρου - Ένταξη στη Στρογγυλή Τράπεζα (Βιβλίο 5)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το κάστρο του Γκράαλ, ελαιογραφία του Χανς Τόμα, 1889

Μετά από μια κουραστική μέρα, φτάνει σε μια λίμνη εξαντλημένος και ζητά διαμονή από μερικούς ψαράδες ντυμένους με πολυτελή ρούχα. Ο αρχηγός τους του δείχνει το δρόμο για ένα κάστρο, είναι το κάστρο του Δισκοπότηρου (ή Μονσαλβάτ «βουνό της σωτηρίας») και λέει ότι θα χαρεί να τον φιλοξενήσει. Στο κάστρο τον καλωσορίζουν θερμά. Για δείπνο τον οδηγούν σε μια τεράστια αίθουσα στην οποία καίνε μεγάλες φωτιές. Ο Πάρσιφαλ διαισθάνεται όμως τη θλιβερή διάθεση των συγκεντρωμένων. Ο κύριος του σπιτιού, ο βασιλιάς Ανφόρτας, μεταφέρεται γιατί δεν μπορεί να περπατήσει και υποφέρει φρικτά, περιμένοντας έναν ιππότη να τον σώσει: ο εκλεκτός ιππότης πρέπει απλώς να τον ρωτήσει τον λόγο για τα βάσανά του και έτσι να τον θεραπεύσει. 400 ιππότες κάθονται σε 100 τραπέζια και τους σερβίρουν ισάριθμοι ακόλουθοι. Στις αυλικές τελετές, οι ευγενείς κυρίες σε διάφορες ομάδες φέρνουν τα σκεύη το ένα μετά το άλλο. Ως αποκορύφωμα, μεταφέρουν το Άγιο Δισκοπότηρο στην αίθουσα και το τοποθετούν μπροστά στον βασιλιά. (Το Δισκοπότηρο στην εκδοχή του Βόλφραμ είναι μια πέτρα που μυστηριωδώς προμηθεύει τα φαγητά και ποτά, που σερβίρονται αδιάκοπα). Ο Πάρσιφαλ δεν τολμά να ρωτήσει για αυτό το θαύμα ή για την ασθένεια του ιδιοκτήτη. Ο Ανφόρτας δίνει επίσης στον Πάρσιφαλ το σπαθί του με την ελπίδα να του κάνει τη σωτήρια ερώτηση, αλλά ο ήρωας, παρόλο που μπαίνει στον πειρασμό να ρωτήσει, πιστεύει ότι είναι αγένεια, σύμφωνα με τον ιπποτικό κώδικα που έμαθε από τον Γκούρνεμαντς, και αποφασίζει να μείνει σιωπηλός.

Το επόμενο πρωί, βρίσκει το κάστρο άδειο με αποτέλεσμα να υποθέσει ότι οι εμπειρίες του την προηγούμενη νύχτα ήταν μια ψευδαίσθηση που επινοήθηκε από κακόβουλα πνεύματα για να τον παγιδεύσουν και φεύγει απρόθυμα. Συναντά ξανά την ξαδέρφη του Σιγκούν, η οποία του λέει ότι αυτό είναι το κάστρο του Μονσαλβάτ και μπορούν να το βρουν μόνο όσοι δεν το ψάχνουν επίτηδες. Στη συνέχεια, τον επιπλήττει: Έπρεπε να δείξει συμπόνια και να κάνει τη λυτρωτική ερώτηση στον βασιλιά. Αν τον είχε ρωτήσει, ο Πάρσιφαλ θα ήταν τώρα ο ισχυρός βασιλιάς φύλακας του Δισκοπότηρου και ο άρχοντας του κάστρου θα είχε θεραπευθεί.

Αμέσως μετά, ο Πάρσιφαλ συναντά για δεύτερη φορά την κυρία που είχε προσβάλει. Ορκίζεται στον Όριλους ότι δεν είχε ερωτική σχέση μαζί της, και έτσι διορθώνει κάπως την αδικία του στην πρώτη συνάντηση, ώστε η γυναίκα να αποκατασταθεί κοινωνικά ξανά ως σύζυγος του δούκα.

Στη Στρογγυλή Τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου (Βιβλίο 6)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Πάρσιφαλ νικά τους ιππότες

Ο βασιλιάς Αρθούρος και οι ιππότες του αναζητούν τον Πάρσιφαλ, ο οποίος του είχε στείλει τους ηττημένους εχθρούς του, για να τον προσκαλέσουν στην κοινότητα της Στρογγυλής Τραπέζης και έχουν στρατοπεδεύσει εκεί κοντά. Λίγο πριν φτάσει στο στρατόπεδο, ο Πάρσιβαλ πέφτει σε έκσταση όταν βλέπει τρεις σταγόνες αίματος στο χιόνι και θυμάται τη γυναίκα του. Δύο ιππότες του επιτίθενται μέχρι που ο σοφός Γκαουέιν απλώνει τον μανδύα του πάνω στις σταγόνες και διαλύει το ξόρκι. Όταν φτάνει στο στρατόπεδο, ο Πάρσιφαλ καλωσορίζεται με όλες τις αυλικές τιμές και χρίζεται ιππότης. Εκτός από τον Πάρσιφαλ, ο αφηγητής αναφέρει εδώ έναν άλλο ιππότη, τον Γκαουέιν, ανιψιό του βασιλιά, και τονίζει τη φήμη, το θάρρος, την αξιοπρέπεια και την ευγένειά του. Αλλά αυτή τη στιγμή της μέγιστης λαμπρότητας και αυτοεπιβεβαίωσης εμφανίζεται η αγγελιοφόρος του Δισκοπότηρου Κούντρι που, με κατάρες και πικρές κατηγορίες κατά της ιπποτικής τιμής, καταστρέφει τη εύθυμη διάθεση των δύο ιπποτών και φέρνει το άμεσο τέλος της εορταστικής συγκέντρωσης: καταριέται τον Πάρσιφαλ, θρηνεί την αποτυχία του στο κάστρο του Μονσαλβάτ και χαρακτηρίζει την παρουσία του ως ντροπή για την ιπποτική κοινωνία επειδή δεν έκανε την ερώτηση για την αιτία του πόνου. Ο Πάρσιβαλ χάνει την πίστη του στον Θεό: αν ο Κύριος ήταν παντοδύναμος, θα τον είχε γλιτώσει από αυτήν την ντροπή. Εγκαταλείπει αμέσως τη Στρογγυλή Τράπεζα και ξεκινά για χρόνια, μια μοναχική αναζήτηση για το Δισκοπότηρο, με σκοπό να επιστρέψει στη γυναίκα του μόνο μετά την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος.

Η Κούντρι τους λέει επίσης για το μαγεμένο κάστρο, όπου ο βασιλιά Κλίνγκσορ κρατά φυλακισμένες 400 κυρίες μεταξύ των οποίων η μητέρα του Γκαουέιν και η αδελφή του, και προσκαλεί τους ιππότες να αναλάβουν το έργο της απελευθέρωσής τους.

Αμέσως μετά, εμφανίζεται ένας άγνωστος ιππότης που προκαλεί τον Γκαουέιν σε μονομαχία, κατηγορώντας τον ψευδώς για τον φόνο του βασιλιά του. Το ραντεβού για τη μονομαχία κανονίζεται για μετά από σαράντα μέρες στην αυλή του γιου του δολοφονημένου βασιλιά.

Έτσι, οι δύο ιππότες αναγκάζονται να φύγουν: Ο Πάρσιφαλ αρχίζει την αναζήτηση του Δισκοπότηρου και ο Γκαουέιν για τη μονομαχία που θα τον απαλλάξει από τη συκοφαντία και θα αποκαταστήσει την τιμή του.

Οι πρώτες περιπέτειες του Γκαουέιν (Βιβλία 7 - 8)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκαουέιν, ταξιδεύοντας για τη μονομαχία, εμπλέκεται στην υπεράσπιση μιας πόλης, όπου ένας αθώος υποτελής έχει πέσει θύμα του νεαρού ηγεμόνα του (ένα είδος επαναλαμβανόμενου γεγονότος στη Γερμανία εκείνη την εποχή): ο στρατός του βασιλιά Μελιάνζ της Λιζ πολιορκούσε το κάστρο του φεουδάρχη Λίποτ, λόγω της απόρριψης της πρότασης αγάπης που έγινε στην κόρη του Όμπι.

Οι κόρες του Λίποτ βλέπουν τον Γκαουέιν από πάνω από το κάστρο: Η Όμπι τον υποτιμά ως έμπορο, ενώ η Όμπιλοτ τον αναγνωρίζει ως γενναίο ιππότη και, αφού γίνεται δεκτός στο κάστρο, του δίνει ένα ύφασμα από το φόρεμά της ως φυλαχτό, το οποίο ο ιππότης βάζει στην ασπίδα του. Ο ήρωας τελικά πηγαίνει στη μάχη και αιχμαλωτίζει τον πολιορκητή. Εν τω μεταξύ, εν αγνοία του Γκαουέιν, ο Πάρσιφαλ πολεμά στις τάξεις του πολιορκητικού στρατού και αιχμαλωτίζει μερικούς ιππότες, τους οποίους στέλνει στο κάστρο με αντάλλαγμα τον βασιλιά Μελιάνζ. Αλλά στο μεταξύ, ο πολιορκητής βασιλιάς και ο φεουδάρχης Λίποτ με τις κόρες του έχουν συμφιλιωθεί, η πολιορκία τελειώνει και ο Γκαουέιν συνεχίζει τον δρόμο του.

Ο Γκαουέιν φτάνει στο συμφωνημένο μέρος για τη μονομαχία και φιλοξενείται στο κάστρο του γιου του σκοτωμένου βασιλιά, ο οποίος τελικά αναγνωρίζει την αθωότητά του και του δίνει χάρη.

Θρησκευτική διδασκαλία - Το μυστικό του Δισκοπότηρου (Βιβλίο 9)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Πέρσιβαλ φτάνει στο ερημητήριο, από χειρόγραφο του 15ου αιώνα

Ο Πάρσιφαλ ταξιδεύει αναζητώντας το Δισκοπότηρο λυπημένος και υποφέροντας από την αποξένωσή του από τον Θεό. Μετά από διάφορες περιπέτειες, μια Μεγάλη Παρασκευή συναντά τον ερημίτη Τρέβριζεντ, αδελφό του Ανφόρτας, που ζει σε ένα ερημητήριο στο δάσος έχοντας αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό. Ο ερημίτης μυεί τον Πάρσιφαλ στα μυστικά του Δισκοπότηρου: αυτή η πέτρα μεταφέρθηκε κάποτε στη γη από αγγέλους. Παρέχει όχι μόνο τροφή, αλλά και αιώνια ζωή, όποιος τη δει δεν πεθαίνει στις επόμενες επτά ημέρες. Γι' αυτό ο Ανφόρτας παραμένει ζωντανός παρά τα αφόρητα μαρτύρια, όταν μια δηλητηριασμένη άκρη λόγχης τρύπησε τους όρχεις του. Ο ερημίτης εξηγεί στον Πάρσιφαλ και την οικογενειακή τους σχέση: Ο ίδιος και ο Ανφόρτας είναι αδέλφια της μητέρας του Πάρσιφαλ και θείοι του. Ο Πάρσιφαλ μόλις τώρα μαθαίνει ότι η μητέρα του πέθανε.

Σύμφωνα με τον ερημίτη, το Δισκοπότηρο έχει τη δύναμη να εκφράζεται γραπτά στους φύλακές του. Με αυτόν τον τρόπο ανακοίνωσε την άφιξη του Πάρσιφαλ στο Μονσαλβάτ. Του λέει επίσης ότι ο Ανφόρτας θα είχε θεραπευτεί εάν ο Πάρσιφαλ του είχε κάνει την ερώτηση για την αιτία του πόνου του. Ωστόσο, αυτή η ερώτηση δεν πρέπει να προτείνεται στον επισκέπτη, γιατί θα ήταν αναποτελεσματική. Κατά την άποψη του ερημίτη, επειδή ο Πάρσιφαλ δεν έκανε την ερώτηση, αμάρτησε - αν και εν αγνοία του. Τον βαραίνουν επίσης και άλλες αμαρτίες, ο θάνατος της μητέρας του, η οποία πέθανε από θλίψη για αυτόν, και η δολοφονία του ιππότη Ίθερ. Μετά από μια διδασκαλία για τη χριστιανική πίστη, ο ερημίτης δίνει στον ανιψιό του άφεση για τις αμαρτίες του. Η συνάντηση είναι καθοριστική για τη μεταστροφή του ήρωα στη χριστιανική πίστη και μετά από μια παραμονή 15 ημερών ξεκινά και πάλι αναζητώντας το Δισκοπότηρο.[5]

Άλλες περιπέτειες του Γκαουέιν (Βιβλία 10 - 14)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Γκαουέιν στη δοκιμασία του Επικίνδυνου κρεβατιού

Μετά από μια σειρά από περιπέτειες, ο ιππότης Γκαουέιν ερωτεύεται την όμορφη δούκισσα Οργκελούζ, η οποία, αν και δεν του δίνει καμία ελπίδα, δέχεται την υπηρεσία του. Παρατηρώντας μερικές κυρίες που κοιτάζουν έξω από τα παράθυρα ενός κοντινού κάστρου, ζητά πληροφορίες. Είναι το κάστρο Μερβέιγ, όπου, όπως είχε πει η Κούντρι, 400 ευγενείς κυρίες κρατούνται αιχμάλωτες από ένα ξόρκι του βασιλιά Κλίνγκσορ, μεταξύ των οποίων η μητέρα του Γκαουέιν και η αδελφή του Ιτόνιε. Για να τις απελευθερώσει, ο Γκαουέιν περνά δοκιμασίες γεμάτες μαγικά αντικείμενα: μπαίνει στο δωμάτιο του Επικίνδυνου κρεβατιού που, εξοπλισμένο με ρόδες, τρέχει και γυρίζει στροβιλίζοντας σε ένα ολισθηρό πάτωμα: ο ήρωας πρέπει να καταφέρει να σκαρφαλώσει πάνω του και να μείνει σταθερός πάνω του. Μόλις το καταφέρνει, εκατοντάδες πέτρες και 500 βέλη πέφτουν βροχή πάνω του αλλά η ασπίδα του τον προφυλάσσει. Ο Γκαουέιν περνάει όλες τις δοκιμασίες, σκοτώνει και ένα τεράστιο λιοντάρι με το σπαθί του, και καταφέρνει να απελευθερώσει τις κυρίες από τα ξόρκια και να γίνει άρχοντας του κάστρου. Τραυματίζεται σοβαρά και τον φροντίζουν οι κυρίες.

Όταν συνέρχεται, η Οργκελούζ του ζητά να προκαλέσει σε μονομαχία τον βασιλιά Γκράμοφλανς, που κάποτε σκότωσε τον ιππότη που αγαπούσε. Ο Γκαουέιν κανονίζει τη μονομαχία. Ταυτόχρονα, η αδελφή του Ιτόνιε και ο Γκράμοφλανς είναι ερωτευμένοι. Ο Γκαουέιν στέλνει αγγελιοφόρο στον Αρθούρο και ζητά να εμφανιστεί με τους ιππότες του στη συμφωνημένη μονομαχία. Ο Αρθούρος ξεκινάει με τη συνοδεία του.

Τρεις στρατοί φτάνουν στον τόπο της μονομαχίας για να παρακολουθήσουν το θέαμα, εμφανίζεται και ο Πάρσιφαλ. Ο Γκαουέιν τον περνάει για τον Γκράμοφλανς, του επιτίθεται και, μετά από σκληρό αγώνα, υποκύπτει. Την επόμενη μέρα, ο Γκράμοφλανς νομίζει ότι έχει μπροστά του τον Γκαουέιν, αλλά στην πραγματικότητα μονομαχεί με τον Πάρσιφαλ και υποκύπτει επίσης. Η αποδυνάμωση των δύο αντιπάλων στη μονομαχία δημιουργεί χρόνο για διαπραγματεύσεις. Η μονομαχία ακυρώνεται. Ο Γκράμοφλανς παντρεύεται την Ιτόνιε και ο Γκαουέιν παίρνει γυναίκα του την Οργκελούζ. Ο Πάρσιφαλ αισθάνεται περίεργα μέσα σε τόση ευτυχία και τους εγκαταλείπει.[6]

Εδώ, γίνεται σαφής η κριτική της ανοησίας των μονομαχιών μεταξύ ικανών ιπποτών ή συγγενών που αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον με μοναδικό στόχο να ευχαριστήσουν την ανόητη ματαιοδοξία μιας γυναίκας και κατά συνέπεια τη δική τους.

Ο Πάρσιφαλ γίνεται ο φύλακας του Δισκοπότηρου (Βιβλία 15 - 16)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Λόενγκριν σε πίνακα του Γουόλτερ Κρέιν, 1895

Λίγο αργότερα, ο Πάρσιφαλ συναντά έναν ιππότη, με τον οποίο εμπλέκεται σε σκληρή μονομαχία. Σε μια ανάπαυλα, οι δύο ισάξιοι αντίπαλοι συζητούν για την καταγωγή τους και ανακαλύπτουν ότι πατέρας τους είναι ο Γκάμουρετ. Ο ιππότης είναι ο αδελφός του Πάρσιφαλ Φάιρεφις, γιος της Μαυριτανής βασίλισσας Μπελακάν. Μαζί ξεκινούν για το στρατόπεδο του Αρθούρου, όπου η Κούντρι φέρνει το μήνυμα ότι το Δισκοπότηρο επέλεξε τον Πάρσιφαλ για βασιλιά - φύλακα. Μαζί με τον αδελφό του πηγαίνουν στο κάστρο του Μονσαλβάτ, όπου ο Πάρσιφαλ ρωτάει τελικά τον Ανφόρτας για την αιτία του πόνου του και ο βασιλιάς θεραπεύεται. Η σύζυγος του Πάρσιφαλ Κοντβιραμούρ φτάνει με τους γιους της Καρντέις και Λόενγκριν. Στη μεγάλη γιορτή, ο Φάιρεφις - ως ειδωλολάτρης- δεν μπορεί να δει το Δισκοπότηρο στην αρχή. Ερωτεύεται όμως την κυρία που το μεταφέρει και βαφτίζεται για να την παντρευτεί.

Ο Πάρσιφαλ παραχωρεί στον Καρντέις τα εδάφη του και ορίζει τον Λόενγκριν ιππότη του Δισκοπότηρου. Ο Φάιρεφις ταξιδεύει με τη γυναίκα του στο βασίλειό του στην Ινδία. Ο Λόενγκριν αργότερα θα φύγει επίσης: η δούκισσα της Μπραμπάντ έχει ορκιστεί ότι θα παντρευτεί μόνο τον άντρα που της προορίζει ο Θεός, γι' αυτό το Δισκοπότηρο της στέλνει τον Λόενγκριν, τον οποίο μεταφέρει στην Αμβέρσα ένας κύκνος, για να τη σώσει από μια απειλή. Παντρεύονται, και, όπως του δόθηκε η οδηγία, ο Λόενγκριν της θέτει τον όρο να μη ρωτήσει ποτέ ποιος ήταν. Ζουν ευτυχισμένοι μαζί για καιρό και κάνουν οικογένεια. Όμως, η γυναίκα του τον ρωτά για την καταγωγή του, οπότε ο Λόενγκριν την εγκαταλείπει και επιστρέφει στο κάστρο του Δισκοπότηρου.[7]