Πέτρος Α΄ της Παμπλόνα και της Αραγωνίας
Πέτρος Α΄ | |
---|---|
Περίοδος | 4 Ιουνίου 1094 – 28 Σεπτεμβρίου 1104 |
Προκάτοχος | Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας |
Διάδοχος | Αλφόνσος Α΄ της Παμπλόνα και της Αραγωνίας |
Γέννηση | 1068 |
Θάνατος | 28 Σεπτεμβρίου 1104 (ετών 35) Κοιλάδα του Αράν |
Τόπος ταφής | Μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια, Ουέσκα |
Σύζυγος | Αγνή της Ακουιτανίας Μπέρτα της Αραγωνίας |
Επίγονοι | Ισαβέλλα Πέτρος |
Οίκος | Οίκος των Χιμένεθ |
Πατέρας | Σάντσο Α΄ της Αραγωνίας |
Μητέρα | Ισαβέλλα του Ουρζέλ |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Πέτρος Α΄ της Παμπλόνα και της Αραγωνίας (ισπανικά: Pedro I de Aragón y Pamplona, 1068 – 28 Σεπτεμβρίου 1104) ήταν Βασιλιάς της Αραγωνίας και Βασιλιάς της Παμπλόνα (1094 - 1104. Ο Πέτρος Α΄ ήταν μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας από την πρώτη σύζυγό του Ισαβέλλα του Ουρζέλ. Πήρε το όνομά του προς τιμή του Αγίου Πέτρου, επειδή ο πατέρας του είχε ξεχωριστή ευλάβεια στην Αγία έδρα, στην οποία είχε κάνει το βασίλειό του υποτελές. Ο Πέτρος συνέχισε τις στενές διασυνδέσεις του πατέρα του με την Εκκλησία και επιδίωξε παράλληλα, με μεγάλη επιτυχία, την ώθηση του στρατού του στα νότια εναντίον των βασιλείων Τάιφα της Αλ-Άνταλους τα οποία συνόρευαν με το βασίλειο του,[1] συμμαχώντας με τον Ελ Σιντ, τον κυβερνήτη της Βαλένθια, ενάντια στους Αλμοραβίδες.[2] Σύμφωνα με τις μεσαιωνικές καταγραφές Annales Compostellani ο Πέτρος ήταν «..ικανός στον πόλεμο με τόλμη στην πρωτοβουλία ("bellis expertus et audax in principio")», και όπως ένας σύγχρονος ιστορικός παρατήρησε «..η αντίληψη του για τις δυνατότητες σε σχέση με την εποχή φαίνεται να ήταν άψογη.»[3]
Υπο-βασιλιάς του Σοβράρβε και η διαδοχή στην Αραγωνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Χρονικό του Σαν Χουάν ντε λα Πένια, μια σχετικά αργότερη πηγή για την βασιλεία του Πέτρου, αναφέρει ότι ο Πέτρος ήταν 35 ετών όταν πέθανε, που τοποθετεί τη γέννησή του το 1068 ή το 1069.[5] Ως παιδί, ο Πέτρος είχε τοποθετηθεί στη γραμμή της διαδοχής στην Κομητεία του Ουρζέλ από την πρώτη διαθήκη του θείου του Κόμη Ερμενγκόλ Δ´, μετά τον γιο του Ερμενκόλ και τα αδέρφια του. Δεν ήταν όμως γραφτό να κληρονομήσει την κομητεία αυτή. Το 1085, δύο χρόνια μετά την κατάκτηση του Γκράους (28 Απριλίου 1083) από τον πατέρα του, στον Πέτρο του ανατέθηκαν το Σοβράρβε και η Ριβαγόρθα ως υποβασίλειο με πρωτεύουσα στο Γκράους, το οποίο έκτοτε κυβερνούσε λίγο-πολύ ανεξάρτητα υπό τον τίτλο του βασιλιά (λατινικά rex).[6] Στις 28 Οκτωβρίου 1087 ο Πέτρος συνάντησε τον πατέρα του στην πόλη Παμπλόνα, στη Ναβάρρα, όπου οι δύο μονάρχες επιβεβαίωσαν τα δικαιώματα των επισκόπων στην πόλη. Συνέχισε την Χριστιανική ανακατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου (Reconquista) στα νοτιοανατολικά του βασιλείου με σθένος. Το 1087 είναι πιθανό να ήταν παρόν στην ανεπιτυχή πολιορκία της Τουδέλας. Αργότερα την ίδια χρονιά κατέκτησε την Εστάδα, το 1088 το Μοντεαραγόν, και στις 24 Ιουνίου 1089 το Μονθόν. Αυτές οι κατακτήσεις του άνοιξαν τον δρόμο προς την κοιλάδα του Σίνκα, όπου συνέχισε τις κατακτήσεις φτάνοντας μέχρι το Αλμενάρ, το οποίο κατέλαβε το 1093.[7]
Ο Πέτρος ανέλαβε ολόκληρο το βασίλειο του πατέρα του μόνο όταν όταν αυτός πέθανε, ενώ πολιορκούσαν την Ουέσκα το 1094.[8] Ο Πέτρος διέκοψε προσωρινά την πολιορκία για να επιστρέψει πάλι σε αυτή μόλις εντός του ίδιου έτους. Μετά το 1094 οι στόχοι του μετατοπίστηκαν προς τα δυτικά, προς την κοιλάδα του Γάγιεγο. Το 1095 ο Πέτρος ανανέωσε του όρκους του πατέρα του προς τον Πάπα Ουρβανό Β´ και ο πάπας Ουρβανός με την σειρά του ανανέωσε την υπόσχεσή του για προστασία, υπό την οποία είχαν τεθεί ο Σάντσο, οι γιοι του και το βασίλειο του από τον Ιούλιο του 1089. Στις 16 Μαρτίου 1095, ο πάπας εξέδωσε ακόμα μια παπική βούλα, Cum universis sancte, χορηγώντας στον βασιλιά και τη βασίλισσα της Αραγωνίας ασυλία από Θρησκευτικές ποινές, χωρίς την άδεια του πάπα.[9] Την ίδια χρονιά, ενώ πολιορκούσε την Ουέσκα, ο Πέτρος νίκησε τις δυνάμεις ενισχύσεως της Τάιφα της Σαραγόσας στην Μάχη του Αλκοράθ.[10] Ο Πέτρος αργότερα αντάμειψε κάποιον Σάντσο Κρίσπο για τη συμβολή του με τριακόσιους ιππότες και πεζικό στο Αλκοράθ.[11] Πήγε να καταλάβει την Ουέσκα στις 27 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.
Η Reconquista και ο πόλεμος με τους Αλμοραβίδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το επόμενο έτος (1096) ο Πέτρος ταξίδεψε νότια για να επιθεωρήσει το οχυρό του Καστεγιόν, αν και η Historia Roderici ισχυρίζεται ότι πήγε για να βοηθήσει τον Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιβάρ.[12] Συναντήθηκε με τον Ροδρίγο στη Βαλένθια και με μεγάλη δύναμη που είχε ήδη συνταχθεί αποφάσισαν να ενισχύσουν τα νότιο συνοριακό φρούριο της Μπενικαδέλ, το οποίο ξαναχτίστηκε από τον Ροδρίγο γύρω στο 1091. Καθώς περνούσαν από την Σάτιβα συναντήθηκαν με μια Αλμοραβιδική δύναμη υπό τις διαταγές του Μωχάμετ, του ανιψιού του ηγέτη των Αλμοραβίδων Γιουσούφ ιμπν Τασφίν, και τον διοικητή του οποίου ο Ροδρίγο είχε νικήσει στην Μάχη της Κουάρτε το 1095. Αποφάσισαν τον βιαστικό ανεφοδιασμό της Μπενικαδέλ και υποχώρησαν προς τη Βαλένθια από την ακτή, αλλά συναντήθηκαν με τις δυνάμεις του Μωχάμετ στη Μάχη της Μπαϊρέν οι οποίες είχαν στρατοπεδεύσει σε υψηλό έδαφος που προσέγγιζε σχεδόν μέχρι τη θάλασσα. Ένας μικρός στόλος των Αλμοραβίδων είχε συγκεντρωθεί από τα νότια λιμάνια, συμπεριλαμβανομένης της Αλμερίας, και οι Χριστιανοί είχαν παγιδευτεί ανάμεσα στα λεγόμενα βέλη των πλοίων και στο ιππικό που ήταν σκαρφαλωμένο στην κορυφή του λόφου. Ο Ροδρίγο ξεσήκωσε τα στρατεύματα με μια ομιλία του και την επόμενη μέρα το μεσημέρι οι Χριστιανοί οπλίστηκαν. Η Μάχη της Μπαϊρέν κατέληξε σε πανωλεθρία με πολλούς Αλμοραβίδες σκοτωμένους ή αναγκασμένους να πέσουν στο ποτάμι ή στη θάλασσα, όπου πολλοί πνίγηκαν. Ο Πέτρος και ο Ροδρίγο επέστρεψαν θριαμβευτές στη Βαλένθια, ευχαριστώντας τον Θεό για τη νίκη, όπως μαρτυρούν τα αρχεία της Historia.[12]
Το 1099, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την πτώση του Μπαρμπάστρο, ο Πέτρος έστειλε τον Πονς, τότε Επίσκοπο της Ρόδας, στη Ρώμη για να ζητήσει από τον Πάπα Ουρβανό να μεταφέρει την επισκοπική έδρα από τη Ρόδα στο Μπαρμπάστρο. Ο Πάπας συναίνεσε και προίκισε την μεταφερόμενη επισκοπή με όλα τα ανακτημένα εδάφη της Επισκοπής της Λιέιδα. Το κίνητρο του Πέτρου σε αυτή την κίνηση ήταν πιθανός να περιορίσει οποιαδήποτε επέκταση της Επισκοπής του Ουρζέλ προς την Λιέιδα. Σε κάθε περίπτωση το Μπαρμπάστρο έπεσε το 1100.
Σύμφωνα με τον, κατά πάσα πιθανότητα μύθο, με την παρότρυνση των μοναχών του Σαν Χουάν ντε λα Πένια ο Πέτρος προγραμμάτιζε να ενταχθεί στην Σταυροφορία του 1101 και να κάνει προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, αλλά ο Πάπας Πασχάλης Β´ αρνήθηκε να του το επιτρέψει και τον διέταξε να κάνει πόλεμο στην Σαραγόσα αντί αυτού. Ο Πέτρος, πιθανώς με βοήθεια από τους ιππότες από τη Γαλλία και τη Καταλονία,[13] έκανε σίγουρα πόλεμο στην Σαραγόσα το 1101, σε μια εκστρατεία που διήρκεσε όλο το χρόνο. Μπορεί να είχε εμπνευστεί από τους Πρώτους Σταυροφόρους, καθώς σύγχρονες αναφορές της εκστρατείας του 1101 τον αποκαλούν "φορέα του σταυρού".[14] Το μέγεθος των δυνάμεων του εντυπωσίασε σε τέτοιο βαθμό έναν σύγχρονο γραφέα στη Λεόν που έγραψε κατά τον ημερολογιακό προσδιορισμό ενός έγγραφου της 12ης Φεβρουαρίου ότι "ο Πέτρος, βασιλιάς της Αραγωνίας, με το άπειρο πλήθος των ένοπλων ανδρών, πολέμησε τη πόλη της Σαραγόσας, με την σημαία του Χριστού".[15] Μέχρι τον Ιούνιο ο Πέτρος είχε αρχίσει η πολιορκία της ίδιας της Σαραγόσας. Για την πολιορκία έχτισε ένα φρούριο με το όνομα Juslibol (μια παραφθορά της λατινικής ρήσης Deus lo volt [είναι το θέλημα του Θεού] που χρησιμοποιούταν από τους Πρώτους Σταυροφόρους) και περικύκλωσε την πόλη με πανό που έφεραν το σταυρό.[16] Τον Αύγουστο εξόρμησε στρατιωτική έφοδο (razzia) ως το μακρινό νότο μέχρι τις Απλενιές και τον ποταμό Έβρο, αλλά η εκστρατεία τελικά ματαιώθηκε λόγω ανεπαρκών δυνάμεων ιππικού.[11] Μέχρι το τέλος του έτους είχε επεκτείνει την Αραγωνία και τη Ναβάρρα στα δυτικά φτάνοντας σχεδόν ως τα τείχη της Σαραγόσας και της Τουδέλας, αν και οι δύο πόλεις παρέμειναν σε χέρια Μουσουλμάνων.
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πρώτος γάμος του Πέτρου, με την Αγνή της Ακουιτανίας (αρραβωνιάστηκε το 1081), κανονίστηκε από τον πατέρα του και πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα του βασιλείου Χάκα τον Ιανουάριο του 1086. Τα μόνα παιδιά του Πέτρου, η
- Ισαβέλλα και ο
- Πέτρος (γεννημένος γύρω στο 1086),
και τα δύο από τον πρώτο γάμο, πέθαναν νέοι το 1103 και την 1 Φεβρουαρίου του 1104, αντίστοιχα. Το αγόρι, Πέτρος, νυμφεύτηκε την Μαρία Ροντρίγκεθ, κόρη του Ελ Σιντ, το 1098, ένας γάμος που γιορτάστηκε στο Άσμα του Ελ Σιντ (Cantar de Mio Cid) σε μεταγενέστερη λογοτεχνία. Και οι δύο τους, η Ισαβέλλα και ο Πέτρος, ενταφιάστηκαν στο μοναστήρι του Σαν Χουάν ντε λα Πένια στις 18 Αυγούστου του 1104.[17]
Ο δεύτερος γάμος του Πέτρου Α΄ με κάποια Μπέρτα, πιθανώς από την Λομβαρδία, επικυρώθηκε στην Ουέσκα στις 16 Αυγούστου του 1097. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αραγωνίας από τη Χάκα στη μεγαλύτερη πόλη της Ουέσκας.
Όταν ο Πέτρος Α´ απεβίωσε στην Κοιλάδα του Αράν, ενταφιάστηκε στο Σαν Χουάν ντε λα Πένια μαζί με τα παιδιά του. Τα βασίλειά του περάσαν στον μικρότερο, ετεροθαλή αδερφό του Αλφόνσο Α΄ τον Μαχητή.[18] Όταν και ο Αλφόνσος Α΄ απεβίωσε χωρίς παιδιά, το βασίλειο της Αραγωνίας πέρασε στον νεότερο αδελφό, Ραμίρο Β´.[19] Το όνομα του Πέτρου Α΄ υιοθετήθηκε, στην γυναικεία του μορφή, για το μοναδικό παιδί του Ραμίρο Β΄ και διάδοχό του, την Πετρονίλα (1037-64). Το όνομα Πέτρος εισήχθη στην ονοματολογία του Οίκου της Βαρκελώνης, στον οποίο η Πετρονίλα εισήλθε με τον γάμο της, και στη συνέχεια έγινε σύνηθες στους βασιλείς της Αραγωνίας.
Πρόγονοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]8. Σάντσο Γκαρθές Γ΄ της Παμπλόνα | ||||||||||||||||
4. Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας | ||||||||||||||||
9. Σάντσα του Άιβαρ | ||||||||||||||||
2. Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας | ||||||||||||||||
10. Βερνάρδος Ρογήρος του Μπιγόρ | ||||||||||||||||
5. Ερμεσίνδα του Μπιγκόρ | ||||||||||||||||
11. Γκαρσένδε του Μπιγόρ | ||||||||||||||||
1. Πέτρος Α΄ της Παμπλόνας και της Αραγωνίας | ||||||||||||||||
12. Ερμενγκόλ Β΄ του Ουρζέλ | ||||||||||||||||
6. Ερμενγκόλ Γ΄ του Ουρζέλ | ||||||||||||||||
13. Κονστάνθα του Μπεζαλού | ||||||||||||||||
3. Ισαβέλλα του Ουρζέλ | ||||||||||||||||
7. Αδελαΐδα του Μπεζαλού | ||||||||||||||||
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Bernard F. Reilly (1988), The Kingdom of León-Castilla under King Alfonso VI, 1065–1109 (Princeton: Princeton University Press), 304, notes of Peter's ecclesiastical and military policy that he "envisioned no retreat."
- ↑ Bisson, 15, and Henry John Chaytor (1933), A History of Aragon and Catalonia (London: Methuan Publishing), 47–48.
- ↑ Reilly, 304 and n. 1.
- ↑ Richard A. Fletcher (1989), The Quest for El Cid (New York: Alfred A. Knopf), 82, provides an image.
- ↑ Chapter XVIII of the Crónica is devoted exclusively to Peter's reign: De rege Petro et suis gestis, et de captione ciuitatis Oscensis Αρχειοθετήθηκε 2015-09-24 στο Wayback Machine. ("On King Peter and his deeds, and of the capture of the city of Huesca").
- ↑ Ángel J. Martín Duque (2002), "Graus: un señorío feudal aragonés en el siglo XII," Príncipe de Viana, 63(227):613, nn. 9–11.
- ↑ Thomas N. Bisson (2000), The Medieval Crown of Aragon: A Short History (Oxford: Clarendon Press), 15.
- ↑ Peter adopted his father's title, Aragonensium et Pampilonensium rex (Aragonese and Pamplonese king), though his father had preferred to name the Pamplonese (Navarrese) kingdom first.
- ↑ Smith, 135.
- ↑ Antonio Ubieto Arteta (1951), "Una narración de la batalla de Alcoraz atribuida al abad pinatense Aimerico," Argensola: Revista de Ciencias Sociales del Instituto de Estudios Altoaragoneses, 7:245–56.
- ↑ 11,0 11,1 James F. Powers (1987), A Society Organized for War: The Iberian Municipal Militias in the Central Middle Ages, 1000–1284 (Berkeley: University of California Press), 23–24.
- ↑ 12,0 12,1 Fletcher, 175.
- ↑ Reilly, 304, deduces this from the presence of Berengar, Bishop of Barcelona, in Barbastro on 5 May 1101 to attend the reconsecration of the mosque as a Christian church.
- ↑ Christopher Tyerman (2006), God's War: A New History of the Crusades (London: Penguin Books), 659.
- ↑ Reilly, 304: Petrus quoque rex aragonensis eum infinita armorum multitudine Cesaraugustam civitatem cum Christi vexillo preliante.
- ↑ Tyerman, 662.
- ↑ Cf. the Crónica, XVIII.
- ↑ The date of his death is given as III Kal Oct (the third Kalends of October, that is, 29 September) in the Crónica de San Juan de la Peña, but as IV Kal Oct (28 September) in the Annales Compostellani.
- ↑ Navarre went its separate way at this time (1134).