Πιετά (Βασιλική του Αγίου Πέτρου, Μιχαήλ Άγγελος)
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η Πιετά (ιταλικά Pietà, αγγλικά The Pity, ελληνικά Έλεος, 1497 - 1499) είναι ένα μαρμάρινο γλυπτό της Αναγέννησης, γνωστό και ως «Αποκαθήλωση», που φιλοτεχνήθηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο και βρίσκεται στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου στην πόλη του Βατικανού. Είναι το πρώτο έργο του καλλιτέχνη που ήταν τότε λίγο μεγαλύτερος από 20 χρόνων το μοναδικό που έχει υπογράψει, και ίσως ένα από τα σπουδαιότερα έργα τέχνης του δυτικού κόσμου.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατα την διάρκεια της πρώτης διαμονής του στη Ρώμη, από το 1499 έως το 1501, ο καλλιτέχνης ανέπτυξε φιλία με τον τραπεζίτη Jacopo Galli, που ήταν εκείνος που τον σύστησε σε κάποιους καρδινάλιους για συνεργασία.
Μια από τις δουλειές που ανέλαβε ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν η κατασκευή μαρμάρινης Πιετά για το παρεκκλήσι της Santa Patronilla απο τον Γάλλο καρδινάλιο Jean de Bilhères, ο οποίος θαπτηκε εκεί κάνοντας πολλούς τα πιστεύουν ότι το άγαλμα προοριζόταν για το ταφικό του μνημείο εξ αρχής.
Κατασκευάστηκε, σε μάρμαρο διαλεγμένο από τον καλλιτέχνη. Ο Μιχαήλ Άγγελος έλαβε 500 δουκάτα ως πληρωμή και υπέγραψε συμβόλαιο να παραδώσει το άγαλμα σε ένα χρόνο από τις 27 Αυγούστου του 1498. Πράγματι το άγαλμα το 1499 ήταν έτοιμο να πάρει την θέση του.
Το άγαλμα έτυχε μεγάλου ενθουσιασμού και θαυμασμού και όπως ο ίδιος ο καλλιτέχνης έχει αναφέρει το υπέγραψε όταν άκουσε δύο άνδρες να αποδίδουν αυτό σπουδαίο έργο στον γλύπτη από την Λομπαρδία Cristoforo Solari. Αργότερα μετάνιωσε την ματαιοδοξία του αυτή και ορκίστηκε να μην ξαναυπογράψει έργο του.
Λίγο πριν το 1517 το έργο μεταφέρθηκε στην βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, όπου άλλαξε θέσεις μέχρι την σημερινή του θέση που μεταφέρθηκε το 1749.
Το 1964 το άγαλμα δόθηκε ως δάνειο από το Βατικανό στην διεθνή έκθεση της Νέας Υόρκης ως έκθεμα στο περίπτερο της πόλης του Βατικανού. Ο κόσμος σχημάτισε ουρές για να δει από κοντά το πιο διάσημο άγαλμα της εποχής του.
Ύφος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το γλυπτό έχει σχήμα πυραμίδας και το κεφάλι της Μαρίας ταυτίζεται με την κορυφή του. Το άγαλμα φαρδαίνει σταδιακά προς τα κάτω με το φόρεμα της Μαρίας μέχρι την βάση του, τον βράχο του Γολγοθά.
Οι μορφές είναι σχετικά εκτός αναλογίας και αυτό οφείλεται στη δυσκολία απεικόνισης ενός ενήλικου άντρα ξαπλωμένου στην ποδιά μιας γυναίκας. Το μεγαλύτερο μέρος του σώματος της Μαρίας κρύβεται από το πλούσιο φόρεμα και έτσι η όλη σύνθεση φαίνεται σχετικά φυσική. Η ερμηνεία του Μικελάντζελο για την Πιετά ήταν διαφορετική από τα έργα που είχαν δημιουργηθεί παλιότερα από άλλους καλλιτέχνες, καθώς ο ίδιος έφτιαξε μια νεαρή και όμορφη Μαρία αντί για μια ηλικιωμένη γυναίκα κοντά στην ηλικία των 50 ετών.
Τα σημάδια της Σταύρωσης αντιπροσωπεύονται μονάχα με μικρά σημάδια από τα καρφιά και ένα ίχνος από την πληγή του λογχισμού στα πλευρά του Ιησού.
Το πρόσωπο του Χριστού δεν αποκαλύπτει κανένα σημάδι από το Θείο Πάθος. Ο Μικελάντζελο δεν επιθυμούσε το άγαλμά του να εκπροσωπεί τον θάνατο αλλά προτιμούσε να δείξει το "θρησκευτικό όραμα της εγκατάλειψης και ένα γαλήνιο πρόσωπο του Υιού", επομένως ήθελε να δείξει την σύνδεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό μέσω της αγιοποίησης του Ιησού.
Νεαρή Παναγία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Παναγία απεικονίζεται σε πολύ νεαρή ηλικία, πράγμα παράδοξο για μια μητέρα που έχει έναν σχεδόν 33χρονο γιο. Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για αυτό το παράδοξο. Μια απ' αυτές είναι πως η νιότη της συμβολίζει την αγνότητά της, καθώς είπε και ο ίδιος ο Μικελάντζελο στο βιογράφο του, γλύπτη Ασκάνιο Κοντίβι:
Δεν ξέρεις ότι οι αγνές γυναίκες μένουν φρέσκες για πολύ περισσότερο χρόνο από αυτές που δεν είναι αγνές; Πόσο μάλλον στην περίπτωση της Παρθένου, που ποτέ δεν είχε βιώσει το παραμικρό λάγνο πάθος που μπορεί να άλλαζε το σώμα της;
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι στη δημιουργία του ο Μιχαήλ Άγγελος επηρεάστηκε από το πάθος του για τη Θεία Κωμωδία του Δάντη: τόσο οικείος ήταν με το έργο ώστε όταν πήγε στη Μπολόνια ανταπόδωσε τη φιλοξενία που του έγινε απαγγέλλοντας στίχους από τη Θεία Κωμωδία. Στον Παράδεισο (στο 33ο τραγούδι του ποιήματος) ο Άγιος Βερνάρδος, σε μια προσευχή προς την Παναγία, λέει "Vergine madre, figlia del tuo figlio" (Παρθένα μητέρα, κόρη του γιου σου). Αυτό γιατί από τη στιγμή που ο Ιησούς είναι ένα από τα τρία μέρη της Τριάδας, η Μαρία θα ήταν κόρη του, αλλά παράλληλα και αυτή που τον γέννησε.
Μια τρίτη ερμηνεία, που παραθέτει ο Καντίβι λίγο μετά τα παραπάνω λόγια του Μιχαήλ Άγγελου, είναι απλά πως "τέτοια φρεσκάδα και άνθος νιότης, πέρα από τη συντήρηση με φυσικά μέσα, βοηθάται από τη θεία πρόνοια".
Τέλος υποστηρίζεται ότι στην πραγματικότητα παριστάνεται η Μαρία να κρατά το βρέφος Ιησού. Η νεανική της εμφάνιση και η ήρεμη έκφραση του προσώπου, αν συνδυαστεί με τη θέση των χεριών, υπαινίσσεται ότι βλέπει το παιδί της, ενώ ο θεατής βλέπει μια εικόνα από το μέλλον.
Προηγούμενο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και υπήρχε προηγούμενο για ζωγραφικές απεικονίσεις του θρήνου της Παρθένου πάνω από το κορμί του νεκρού Ιησού στη Φλωρεντίνικη τέχνη, το θέμα ήταν νέο για την εποχή του στην ιταλική γλυπτική. Υπήρχε, πάντως, μια παράδοση στα γλυπτά της Πιετά στη βόρεια τέχνη, ειδικά στη Γερμανία, την Πολωνία και τη Γαλλία, πατρίδα του καρδινάλιου. Επιπλέον, η εκκλησία του Άγιου Δομίνικου στη Μπολόνια διέθετε μια Πιετά φτιαγμένη στη Γερμανία. Έτσι υπάρχει η περίπτωση ο καρδινάλιος να είχε αυτά τα αγάλματα κατά νου του όταν παράγγειλλε το έργο.
Μετά την ολοκλήρωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δημιουργία της Πιετά πήρε στο Μιχαήλ Άγγελο λιγότερο από δυο χρόνια. Η εκδοχή που παρουσίαζε στο έργο ήταν πολύ διαφορετική από προηγούμενες αναπαραστάσεις άλλων καλλιτεχνών - παρουσίαζε μια νέα, ήρεμη και αιθέρια Μαρία αντί για μια πενθούσα, μεγαλύτερη γυναίκα.
Το έργο τοποθετήθηκε αρχικά στο παρεκκλήσι της Σάντα Πετρονίλλα, ένα ρωμαϊκό μαυσωλείο κοντά στη νότια πτέρυγα του Αγίου Πέτρου, μέρος που ο καρδινάλιος διάλεξε για τελευταία του κατοικία. Το παρεκκλήσι αργότερα κατεδαφίστηκε από το Ντονάτο Μπραμάντε όταν ανοικοδομούσε τη Βασιλική. Σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βάζαρι, λίγο καιρό μετά την τοποθέτηση της Πιετά, ο Μικελάντζελο άκουσε κάποιον να λέει ότι το γλυπτό ήταν έργο κάποιο άλλου γλύπτη, του Κριστόφορο Σκολάρι. Τότε χάραξε τη φράση MICHEL.A[N]GELVS BONAROTVS FLORENT[INVS] FACIEBAT (Μικελάντζελο Μπουοναρόττι, απο την Φλωρεντία, εποίησε) στη ζώνη που διατρέχει το στήθος της Μαρίας. Αυτό ήταν και το μόνο έργο που υπέγραψε ποτέ: αργότερα μετάνιωσε για αυτή την έκρηξη ματαιοδοξίας και ορκίστηκε να μην υπογράψει ποτέ ξανά κανένα από τα έργα του.
Στους αιώνες που ακολούθησαν η Πιετά έπαθε αρκετές φθορές. Τέσσερα δάχτυλα από το αριστερό χέρι της Παρθένου έσπασαν κάτα τη διάρκεια μιας μετακίνησης και αποκαταστάθηκαν το 1736 από τον Τζουζέπε Λιριόνι, οι ειδικοί όμως διχάζονται για το κατά πόσον ο γλύπτης έκανε τη χειρονομία της Μαρίας πιο ρητορική.
Η σημαντικότερη ζημιά έγινε στις 21 Μαίου του 1972 (Κυριακή της Πεντηκοστής) όταν ο 34χρονος αυστραλός διαταραγμένος László Tóth μπήκε στο παρεκκλήσι και επιτέθηκε στην Παρθένο με ένα σφυρί, φωνάζοντας "Είμαι ο Ιησούς Χριστός, αναστημένος από τους νεκρούς", καταφέρνοντας 15 χτυπήματα στο έργο πριν τον αφοπλίσουν.
Μετά την επίθεση ημορφή της Παναγίας παρουσίαζε πάνω από 50 ραγίσματα, κυρίως στο δεξί μπράτσο, ενω ο αγκώνας ήταν κατακερματισμένος και η μύτη και τα βλέφαρα σχεδόν κατεστραμμένα.
Η αποκατάσταση ξεκίνησε αμέσως μετά από μελέτη με την χρήση όσο ήταν δυνατόν των εναπομείναντων θραυσμάτων σε συνδυασμό με ένα μείγμα από κόλλα και μαρμαρόσκονη. Η συντήρηση έγινε στα εργαστήρια του μουσείου του Βατικανού και χάρις την συλλογή σχεδόν όλων τον θραυσμάτων το άγαλμα δεν παρουσιάζει σήμερα ανομοιομορφία στα σημεία που χτυπήθηκε. Ο δράστης του περιστατικού συνελήφθη και μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική μέχρι και το 1975 που επαναπατρίστηκε στη Αυστραλία.
Το άγαλμα επέστρεψε στην παλιά του θέση προστατευμένο αυτή την φορά από αλεξίσφαιρο υαλοπίνακα ειδικά φτιαγμένο για την περίπτωση.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Pope-Hennessy, John (1996). Italian Renaissance and Baroque Sculpture. London: Phaidon
- Το παρεκκλήσι της Πιετά στη σελίδα της Βασιλικής του Αγ. Πέτρου
- Μοντέλα του Μιχαήλ Άγγελου για τα γλυπτά του
- Hibbard, Howard. 1974. Michelangelo. New York: Harper & Row.