Σκουφοβουτηχτάρι
Σκουφοβουτηχτάρι | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο σκουφοβουτηχτάρι (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
| ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Podiceps cristatus (Πυγόπους ο λοφιοφόρος) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Podiceps cristatus australis [i] |
Το Σκουφοβουτηχτάρι είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Πυγοποδιδών, που απαντά στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Podiceps cristatus και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[2]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Podiceps cristatus cristatus (Linnaeus, 1758).[2]
- Πέρα από το εντυπωσιακό αναπαραγωγικό του πτέρωμα, το σκουφοβουτηχτάρι φημίζεται για το τελετουργικό που εκτελούν τα δύο φύλα, όταν ερωτοτροπούν (βλ. Ηθολογία).
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους Podiceps, είναι η ακριβής λατινική απόδοση της ελληνικής λέξης Πυγόπους (πυγή = οπίσθια + πους = πόδι) (γλωσσικό αντιδάνειο),[3] και σχετίζεται με την οπίσθια θέση των ταρσών του πτηνού σε σχέση με το σώμα του.
Η λατινική ονομασία του είδους (cristātus, a, um, adj. crista), αναφέρεται άμεσα στα ωτικά του λοφία,[4] ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την ελληνική ονομασία του είδους.
Γεωγραφική κατανομή υποειδών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σκουφοβουτηχτάρι είναι ένα είδος με εξάπλωση σε όλες τις ηπείρους πλην της αμερικανικής, σε μεσαία γεωγραφικά πλάτη και στις υποτροπικές περιοχές. Απαντά στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας, αν και διαχειμάζει και σε τμήματα της νότιας Ασίας (π.χ. Β Ινδία). Επίσης βρίσκεται σε διάσπαρτους θύλακες στην Αφρική, από την Τυνησία και την Αίγυπτο στα βόρεια και, μέσα από λίγες αποικίες στην κεντρική Αφρική, προς τη Νότια Αφρική. Τέλος, απαντά και στην Ωκεανία.
Αρ. | Υποείδος | Καλοκαιρινές Περιοχές αναπαραγωγής | Περιοχές διαχείμασης |
---|---|---|---|
1 | Podiceps cristatus australis | ΝΑ και ΝΔ Αυστραλία | ΒΑ, ΒΔ και Ν Αυστραλία, Τασμανία, Νέα Ζηλανδία (Νότια Νήσος) |
2 | Podiceps cristatus cristatus | Ευρασία ανατολικά μέχρι την Ιαπωνία, νότια μέχρι τη Β Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτος Μέση Ανατολή, Ν Κασπία Θάλασσα, θύλακες σε Αφγανιστάν, Πακιστάν, Β Ινδία | Σε όλες τις περιοχές που βρίσκονται νότια της επικράτειας αναπαραγωγής |
3 | Podiceps cristatus infuscatus | Αιθιοπία νότια προς τη λίμνη Βικτόρια (Κένυα, Ουγκάντα, Ρουάντα, θύλακες στη Νότια Αφρική και στη Ναμίμπια | μικρές μετακινήσεις στη Νότια Αφρική |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στην Ελλάδα)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην πλειονότητα των πληθυσμών του, το είδος είναι πλήρως μεταναστευτικό, αν και κάποιοι από αυτούς μπορούν να μετακινούνται μόνον τοπικά.[9] Αναπαράγεται από τον Απρίλιο έως και το Σεπτέμβριο στην Ευρώπη, όλους τους μήνες του έτους στην Αφρική (με κορύφωση κατά τη διάρκεια των μεγάλων βροχών) και από το Νοέμβριο έως το Μάρτιο στην Αυστραλασία, φωλιάζοντας είτε κατά μόνας, ή κατά διάσπαρτα ζεύγη ή σε χαλαρές αποικίες,[9] που σχηματίζονται μόνον εάν οι ασφαλείς περιοχές φωλιάσματος είναι λίγες και οι χώροι σίτισης είναι εκτεταμένοι.[10] Μετά την αναπαραγωγή (από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο),[10] τα ενήλικα άτομα μπορεί να διασπαρούν τοπικά σε μεγάλες λίμνες και ταμιευτήρες, για να υποβληθούν σε αλλαγή πτερώματος (moulting),[9] κατά την οποία συγκεντρώσεις εκατοντάδων ατόμων (μερικές φορές ακόμη και μεγαλύτερες από 10.000 άτομα) μπορεί να σχηματίζονται.[10]
Κατά την διάρκεια του χειμώνα, τα σκουφοβουτηχτάρια παραμένουν σε μεγάλο βαθμό μοναχικά,[11] ειδικά όταν αναζητούν τροφή,[10] αλλά προσωρινές συναθροίσεις [11] έως 5.000 άτομα, μπορεί να δημιουργούνται σε ορισμένες περιοχές.[10]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τις Φερόες, το Ομάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Ινδονησία, τη Σενεγάλη, το Μάλι, τη Νιγηρία και το Λεσότο.[1]
Στην Ελλάδα, το σκουφοβουτηχτάρι είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος, δηλαδή απαντά είτε ως επιδημητικό αναπαραγόμενο πτηνό στη βόρεια χώρα (λίμνη Καστοριάς) και, πιθανόν στην κεντρική, είτε κυρίως ως χειμερινός επισκέπτης σε όλη την επικράτεια.[12][13]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναπαραγωγική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σκουφοβουτηχτάρι, στα εδάφη αναπαραγωγής, συχνάζει σε γλυκά ή υφάλμυρα νερά με άφθονη αναδυομένη ή υποεπιφανειακή βλάστηση (del Hoyo et al. 1992, Snow & Perrins 1998), δείχνοντας προτίμηση σε μη όξινες ευτροφικές υδάτινες λεκάνες με επίπεδες ή επικλινείς όχθες και λασπώδη ή αμμώδη υποστρώματα (Snow & Perrins 1998), συνήθως 0,5-5 μ. βάθους (Snow & Perrins 1998), αλλά και σε μεγάλες περιοχές ανοικτού νερού (del Hoyo et al. 1992) και καλαμιώνες (Bruun). Άλλοι κατάλληλοι οικότοποι περιλαμβάνουν μικρούς νερόλακκους ή λίμνες, λεκάνες αργής ροής ποταμών και τεχνητές υδάτινες κατασκευές (π.χ. δεξαμενές, ιχθυοτροφεία και διακοσμητικές λίμνες) (del Hoyo et al. 1992). Στην Αυστραλία το είδος συχνάζει και σε έλη, ταμιευτήρες, μικρές λίμνες, αλυκές, εκβολές ποταμών και όρμους (Marchant & Higgins 1990), ενώ στην τροπική Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία μπορεί να αναπαράγεται σε ορεινές, υποαλπικές και αλπικές λίμνες έως τα 3.000 μέτρα (del Hoyo et al. 1992).
Στα μη αναπαραγωγικά εδάφη, το είδος απαντάται σε μεγάλες, εκτεθειμένες και χωρίς πάγο (Fjeldsa 2004), λίμνες και ταμιευτήρες (del Hoyo et al. 1992, Snow & Perrins 1998), μετακινούμενο προς τα προφυλαγμένα παράκτια εσωτερικά ύδατα (Snow & Perrins 1998), με λιγότερο από 10 μέτρα βάθος (Fjeldsa 2004), όπως υφάλμυρες εκβολές (del Hoyo et al. 1992, Snow & Perrins 1998), δέλτα ποταμών, ή παλιρροϊκά κανάλια και παλιρροϊκές λιμνοθάλασσες (Snow και Perrins 1998) κατά τη διάρκεια ψυχρών εισβολών (Fjeldsa 2004). Επιπλέον, συχνάζει σε μεγάλες αλμυρές λίμνες στην Αυστραλία (Marchant & Higgins 1990).
Φαίνεται να απαιτεί αρκετό ζωτικό χώρο σε ιχθυοβριθή ύδατα, επιφανείας τουλάχιστον 5 εκταρίων, ενώ σπάνια θα το δει κανείς σε χώρους μικρότερους του ενός εκταρίου.
Στην Ελλάδα, απαντά σε ποτάμια, λίμνες, τενάγη, λιμνοθάλασσες και σε παράκτιες θαλάσσιες περιοχές.[12]. Στη λίμνη Καστοριάς, ιδιαίτερα την άνοιξη και το καλοκαίρι, παρατηρούνται ιδιαίτερα μεγάλες συγκεντρώσεις.[14]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σκουφοβουτηχτάρι ανήκει σε μία τάξη πτηνών (Πυγοποδόμορφα), που στον ελλαδικό χώρο, είναι γνωστά ως βουτηχτάρια, βουτηχτάρες ή καραπατάκια,[12] τα οποία κολυμπάνε και καταδύονται με χαρακτηριστική επιδεξιότητα.
Τα φύλα είναι όμοια, αλλά το πτέρωμα εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές μορφές, της αναπαραγωγικής και της μη αναπαραγωγικής εποχής (εποχικός διμορφισμός), με το πρώτο να είναι εντυπωσιακό σε εμφάνιση. Είναι μετρίου μεγέθους πουλί, αλλά το μεγαλύτερο από τα βουτηχτάρια που απαντούν στον ευρωπαϊκό χώρο.
Στο πτέρωμα αναπαραγωγής ξεχωρίζουν ο μακρύς, ευθύς λαιμός που είναι λευκός στο μπροστινό μέρος και, αποτελεί από μόνο του ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο στην παρατήρηση πεδίου. Η ράχη και το πίσω μέρος του λαιμού είναι σκούρα γκρι με καφετιές περιοχές σε διάφορα σημεία τους, ενώ το ράμφος είναι γκρίζο-ροζ και η ουρά πολύ κοντή, σχεδόν ατροφική, (Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα), διότι συνίσταται από δέσμη πτίλων (Όντρια).
Οι ταρσοί, όπως σε όλα τα βουτηχτάρια, είναι τοποθετημένοι αρκετά πίσω στο σώμα και συμπιεσμένοι (Όντρια), στοιχείο που καθιστά τα σκουφοβουτηχτάρια αδέξια στο βάδισμα. Τα πόδια έχουν 4 δακτύλους, εκ των οποίων οι 3 εμπρόσθιοι είναι εφοδιασμένοι με ευκρινή, ξεχωριστό λοβό και όχι νηκτική μεμβράνη (διαφορά από τα θαλασσοβούτια).
Εκείνο, όμως, που εντυπωσιάζει στο σκουφοβουτηχτάρι είναι το κεφάλι του και, συγκεκριμένα, η παρουσία -στο αναπαραγωγικό πτέρωμα πάντοτε- διαφοροποιημένων καλυπτηρίων πτερών, που εμφανίζονται στο πάνω μέρος ως ωτικά λοφία και στην περιοχή γύρω από το λαιμό ως χαίτη. Τα δύο αυτά διακριτά σημεία δίνουν ένα σύνολο «σκούφου», εξ ου και η λαϊκή ονομασία του πουλιού. Ο «σκούφος» αυτός έχει καθαρά διακοσμητικό ρόλο και, χρησιμεύει στα δύο φύλα ως μέσον επίδειξης κατά τους «χορούς» ερωτοτροπίας, όταν επιλέγουν ταίρι (βλ. Ηθολογία). Το λοφίο ανοίγεται προς τα πάνω και η χαίτη προς τα πλάγια και εμπρός. Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, το πουλί στις περισσότερες περιπτώσεις, κρατάει κλειστά τα διαφοροποιημένα αυτά πτερά και, τότε, διακρίνονται μόνον από τη θέση τους στο κεφάλι και από τα διαφορετικά τους χρώματα. Ιδιαίτερα τα μαύρα ωτικά λοφία, όταν ανοίγονται, δίνουν την αίσθηση δύο «κεράτινων» (Heinzel et al) προεξοχών στα πλάγια του κεφαλιού, επειδή εκεί είναι πυκνότερα. Η «χαίτη» που περιβάλλει το κεφάλι στο μπροστινό μέρος και στα πλάγια, αποτελείται από καφεκόκκινα πτερά που έρχονται σε έντονη αντίθεση με τις λευκές περιοχές του λαιμού και την κατακόκκινη ίριδα του ματιού.[15]
Στο χειμερινό πτέρωμα του πουλιού, δεν υπάρχουν τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του αναπαραγωγικού πτερώματος, και πάλι, όμως, το σκουφοβουτηχτάρι ξεχωρίζει από τα συγγενικά του είδη, λόγω μεγέθους, του ίσιου και μακρού λαιμού, του έντονα ροζ ράμφους και, από μία χαρακτηριστική λευκή γραμμή πάνω από τους οφθαλμούς.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (46-)48 έως 51 εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 59-73 εκατοστά
- Βάρος: (750-)800 έως 1200(-1400) γραμμάρια
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σκουφοβουτηχτάρι τρέφεται κυρίως με ψάρια, καθώς και έντομα (που συλλαμβάνονται στον αέρα), καρκινοειδή (π.χ. καραβίδες, γαρίδες) και μαλάκια, περιστασιακά αμφίβια και τις προνύμφες τους (del Hoyo et al. 1992). Η κατανάλωση ασπονδύλων είναι υψηλότερη κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής (del Hoyo et al. 1992). Τα ψάρια αλιεύονται με καταδύσεις και, είναι κυρίως επιφανειακά είδη που φτάνουν κατά μέσο όρο 10 έως 15 εκατοστά σε μήκος, αλλά το μέγιστο μέγεθος μπορεί να φθάσει τα 25 εκατοστά. Τα νεαρά πουλιά στην αρχή τρέφονται με έντομα.
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα σκουφοβουτηχτάρια είναι πολύ εύκολο να τα παρατηρήσει κάποιος στις περιοχές όπου συχνάζουν. Κολυμπάνε σε ανοικτές επιφάνειες νερού, πραγματοποιώντας συχνότατες καταδύσεις. Η κατάδυση διαρκεί συνήθως λιγότερο από 1 λεπτό -45 δευτερόλεπτα περίπου-, ενώ κολυμπούν κάτω από το νερό σε βάθος 2-4 μέτρων, περίπου. Πάντως έχουν καταγραφεί και καταδύσεις σε μεγαλύτερα βάθη, στα 20 -40 μέτρα.[16]
Όταν πετάει διακρίνονται οι κοντές πτέρυγες με τα γρήγορα φτεροκοπήματα και το κεφάλι, που διατηρείται χαμηλότερα από τον άξονα του σώματος.[15]
Τελετουργικό επίδειξης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος είναι γνωστό για το τελετουργικό που εκτελούν τα ζευγάρια, όταν πρόκειται να διαλέξουν το ταίρι τους. Αποτελείται από ένα σύνολο επί μέρους σταδίων που εκτελούνται με ευλάβεια και περιλαμβάνουν προκαθορισμένες κινήσεις πάνω στην επιφάνεια του νερού. Πρόκειται για μία «παράσταση» που, πολλές φορές, έχει αποκληθεί «Χορός των Πιγκουίνων» και έχει αποτυπωθεί πολλάκις στο φωτογραφικό και κινηματογραφικό φακό.[17][18][19]
Το ζευγάρι παίρνει θέση στη «σκηνή», συνήθως κάπου κεντρικά στην επιφάνεια του νερού, στήθος με στήθος, με τα πουλιά να κουνούν το κεφάλι τους και να κτυπάνε τα πόδια τους στο νερό. «Δώρα» προσφέρονται με τη μορφή τροφής ή υλικών που θα χρησιμεύσουν στην κατασκευή της φωλιάς, ενώ, αρσενικό και θηλυκό «παίζουν» πανομοιότυπα, εναλλάσσοντας «ρόλους». Πριν από την έναρξη του κυρίως τελετουργικού, συνήθως προηγούνται αναγνωριστικές κινήσεις από το ένα πουλί, που φανερώνουν την επιθυμία του να βρεί ταίρι με διαρκή, δυνατά κρωξίματα. Κατά τη διάρκεια της τελετής, το ένα πουλί πλησιάζει το άλλο με κατάδυση ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του νερού, για να εμφανιστεί απότομα μπροστά στο άλλο με τεντωμένο σώμα και κάποιο «δωράκι», ενώ το δεύτερο πουλί στέκεται απέναντι σε θέση αναμονής. Πολύ συχνά, εκτελούνται μικρές, αιφνιδιαστικές και γρήγορες πτήσεις, παράλληλα με την επιφάνεια του νερού και με το σώμα μισοβυθισμένο, προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που βρίσκεται το ταίρι. Εάν πλησιάσει κάποιος «αντίζηλος», αντιμετωπίζεται εξαιρετικά βίαια, με κατά μέτωπον επίθεση και προσπάθεια εκδίωξής του από το σκηνικό.
Το κυρίως «πρόγραμμα» χωρίζεται σε τρία στάδια: στην πρώτη και εντυπωσιακότερη φάση, τα πουλιά βλέπουν κατά πρόσωπο το ένα το άλλο, κουνούν τα κεφάλια τους δεξιά και αριστερά σαν να τινάζουν νερό, ενώ τα στρέφουν ταυτόχρονα προς τη ράχη τους σαν να εκτελούν καθαρισμό στο σώμα τους, «απειλούν» να πλησιάσουν περισσότερο, πιο κοντά το ένα στο άλλο, ενώ υιοθετούν μια όρθια στάση και με το «σκούφο» (λοφίο και χαίτη) ορθάνοιχτο, ενώ βγάζουν ένα χαρακτηριστικό λεπτό ήχο (tic). Τα ράμφη τους είναι στραμμένα προς τα κάτω και τα κτυπάνε πλευρικά μεταξύ τους. Η φάση κορυφώνεται με την ανύψωση των σωμάτων τους πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε εντελώς κατακόρυφη θέση και με τα κεφάλια τους σχεδόν να ακουμπάνε μεταξύ τους, ενώ στα ράμφη τους κρατάνε κάποιο φυτικό υλικό, ως ένδειξη προσφοράς στο ταίρι τους.
Η δεύτερη φάση περιλαμβάνει μια ηπιότερη εκδοχή της πρώτης, με τα πουλιά να ανασυγκροτούνται, κουνώντας εναλλάξ τα κεφάλια τους, ενώ ο «σκούφος» είναι τώρα μισόκλειστος.
Στην τρίτη και τελευταία φάση, το ένα ή και τα δύο πουλιά «βουρτσίζουν» τα φτερά τους, ή μπορεί να αποσπούν ένα από αυτά, γέρνοντας το κεφάλι τους προς τα πίσω. Σημειωτέον ότι αυτό το τελετουργικό μπορεί να αρχίσει από τον Ιανουάριο, όταν τα πουλιά αρχίζουν να σχηματίζουν ζευγάρια και, να διαρκέσει για εβδομάδες ή και μήνες (!) μέχρι αυτά να φωλιάσουν.
- Ωστόσο, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, ακόμη πιο εντυπωσιακοί χοροί περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα κάποιων πτηνών που δεν ανήκουν στο συγκεκριμένο είδος, αλλά στα βουτηχτάρια του γένους Aechmophorus, το οποίο ζει και αναπαράγεται στην αμερικανική ήπειρο.
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα σκουφοβουτηχτάρια είναι μονογαμικά πουλιά και φωλιάζουν σε λίμνες ή άλλες μεγάλες υδάτινες συγκεντρώσεις, κανονικά με φυτική κάλυψη στις όχθες, συνήθως μοναχικά αλλά, κάποιες φορές, σε μικρές αποικίες. Όταν δεν υπάρχουν επιλογές, μπορεί να φωλιάσουν και σε γυμνές νησίδες ή άλλες τοποθεσίες στην ξηρά.[20]
Η φωλιά είναι συνάθροιση υλικού που αποτελείται από υδρόβια ή παρόχθια φυτά, συνήθως μαραμένα ή σε αποσύνθεση, ανάμεσα σε καλαμιές ή παρόμοια φυτά, κοντά στην όχθη. Αρκετές φορές η φωλιά επιπλέει ή μπορεί να ακουμπάει στο βυθό όταν τα νερά είναι ρηχά. Δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη μορφολογία και έχει μία απλή κοιλότητα στην κορυφή της για την εναπόθεση των αβγών.[20] Στην κατασκευή της, που διαρκεί 6-8 ημέρες, συμμετέχουν και τα δύο φύλα. Το φώλιασμα πραγματοποιείται συνήθως από το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο, αλλά σπάνια μπορεί να αρχίσει και από τον Απρίλιο ή ακόμη νωρίτερα, και διαρκεί μέχρι το Σεπτέμβριο. Η ωοτοκία γίνεται άπαξ ή και δύο φορές σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.
Η γέννα αποτελείται από 4, κάποιες φορές από 3-6 αβγά, τα οποία εναποτίθενται με διαστήματα 2 ημερών μεταξύ τους. Η επώαση αρχίζει από το 1ο αβγό συνήθως, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα -με βάρδιες ανά 3 ώρες, περίπου- και διαρκεί 25-29 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, ακολουθούν τους γονείς τους αμέσως μετά την εκκόλαψη και του τελευταίου αβγού και, είναι ικανοί να καταδύονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Συνήθως ανεξαρτητοποιούνται στις 6 εβδομάδες, περίπου την εποχή που αρχίζει η πιθανή δεύτερη ωοτοκία, αλλά παραμένουν με τους γονείς τους για 12 εβδομάδες (περίπου 71-79 ημέρες).[21][22]
Στην Ελλάδα, το σκουφοβουτηχτάρι φωλιάζει, είτε ως μόνιμο (επιδημητικό) στη βόρεια χώρα (Καστοριά), πιθανόν και στην κεντρική, αλλά έρχεται και ως χειμερινός επισκέπτης οπότε ανευρίσκεται σε όλη την επικράτεια.[12]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος υπέστη μείωση των πληθυσμών του κατά το 19ο αιώνα, ως αποτέλεσμα του κυνηγιού για το εμπόριο του πτερώματός του (αυτό δεν αποτελεί πλέον απειλή) (del Hoyo et al. 1992). Επίσης θηρευόταν κατά το παρελθόν ως τροφή στη Νέα Ζηλανδία, μια απειλή που έχει περάσει μεν, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν εκεί άλλοι κίνδυνοι, όπως η χαμηλή διαθεσιμότητα τροφής, η μεταβολή της χρήσης των λιμνών αποκλειστικά για σκοπούς αναψυχής (del Hoyo et al. 1992), η υδροηλεκτρική ανάπτυξη και η εισαγωγή αρπακτικών (π.χ. νυφίτσες, γάτες και αρουραίοι) (Fjeldsa 2004). Τα πουλιά πολύ συχνά παγιδεύονται και πνίγονται κατά λάθος σε δίχτυα (del Hoyo et al. 1992, Fjeldsa 2004) με μέγεθος «ματιών» μεγαλύτερο από 5 εκ. (Quan et al. 2002). Μπορεί επίσης να απειλούνται από τις παράκτιες πετρελαιοκηλίδες (Gorski et al. 1977), και είναι ευαίσθητα στη γρίπη των πτηνών, ώστε να κινδυνεύουν από μελλοντικά κρούσματα του ιού (Melville και Shortridge 2006). Τέλος, το είδος θηρεύεται για εμπορικούς (τρόφιμα) και ψυχαγωγικούς σκοπούς στο Ιράν (Balmaki και Barati 2006).
Το σκουφοβουτηχτάρι είναι από τα είδη που θα επηρεαστούν ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή. Μια ερευνητική ομάδα, που ορίστηκε από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Βασιλικής Εταιρείας για την Προστασία των Πτηνών εξέτασε την μελλοντική ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κατανομής αναπαραγωγής των πτηνών με βάση κλιματικά μοντέλα, υποθέτει ότι μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα θα αλλάξει το φάσμα κατανομής σημαντικά. Η περιοχή κατανομής θα μειωθεί, σύμφωνα με την πρόβλεψη αυτή, κατά το ένα τρίτο με ταυτόχρονη μετακίνηση προς τα βορειοανατολικά. Μεταξύ των πιθανών μελλοντικών τομέων κατανομής περιλαμβάνει τη χερσόνησο Κόλα και το βόρειο τμήμα της δυτικής Ρωσίας. Αντίθετα, χάνεται ένα μεγάλο μέρος της περιοχής κατανομής στην Ιβηρική Χερσόνησο, στις βόρειες ακτές της Μεσογείου και στη Γαλλία.
Σήμερα, ο μεγαλύτερος όγκος των αναπαραγωγικών πληθυσμών βρίσκεται στην ευρωπαϊκή Ρωσία, ενώ ακολουθούν η Φινλανδία, η Λιθουανία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σουηδία και η Ουκρανία.[16]
Γενικά, η IUCN, έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αλλά η γενική τάση είναι αβέβαιη, καθώς ορισμένοι πληθυσμοί μειώνονται, ενώ άλλοι αυξάνονται ή έχουν άγνωστες τάσεις (Wetlands International 2006).[1], ενώ για την Ελλάδα τα στοιχεία είναι ανεπαρκή.
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στον ελλαδικό χώρο τo Σκουφοβουτηχτάρι απαντάται και με τις ονομασίες Σκουφοβουτηχτάρα, Κωλοβούτι, Τσούλι, Καραπατάκι, Καραπατάικο (Κυκλάδες), Καραπαπί (Σαντορίνη), Πυγοσκελίδα, Βουτακίρι (Κρήτη), Βουτακάρι .[23]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Podiceps cristatus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 80
- ↑ Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, 51, 433
- ↑ http://artflx.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.2:5721.lewisandshort[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Howard and Moore, p. 71
- ↑ V. D. Il'ičev & V. E. Flint
- ↑ Jonathan Alderfer (Hrsg)
- ↑ BirdLife International and NatureServe (2012). «Podiceps cristatus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014.
- ↑ 9,0 9,1 9,2 del Hoyo et al. 1992
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 Fjeldsa
- ↑ 11,0 11,1 Snow & Perrins
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 Όντρια, σ. 38
- ↑ http://www.katakali.net/drupal/ydrobia-parydatia/[νεκρός σύνδεσμος] skoyfoboytixtari
- ↑ http://www.katakali.net/drupal/ydrobia-parydatia/skoyfoboytixtari[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ 15,0 15,1 Bruun, p.22
- ↑ 16,0 16,1 Bauer & Fiedler
- ↑ http://www.youtube.com/watch?v=ORqblRpH9Eg
- ↑ http://www.youtube.com/watch?v=PLpRq2TC7uQ
- ↑ http://www.youtube.com/watch?feature=endscreen&NR=1&v=uZvmd4dzTgM
- ↑ 20,0 20,1 Harrison, p. 48
- ↑ Harrison, p. 49
- ↑ Perrins, p. 64
- ↑ Απαλοδήμος, σ. 26
- ↑ Howard and Moore, p. 80, note 2
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 15 , λήμμα «Βουτηχτάρα»
- Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
- Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2
- Lars Svensson, Peter J. Grant, Killian Mullarney, Dan Zetterström: Der neue Kosmos Vogelführer. Kosmos, Stuttgart, 1999. ISBN 3-440-07720-9
- Lars Jonsson: Die Vögel Europas und des Mittelmeerraumes - Kosmos-Naturführer, Franckh-Kosmos Stuttgart 1992/1999, ISBN 3-440-06357-7
- Paul Sterry (Herausgeber): Die Enzyklopädie der europäischen Vogelwelt. Tosa, Wien, 2003. ISBN 3-85492-813-0
- Einhard Bezzel: Vögel. BLV Verlagsgesellschaft, München 1996, ISBN 3-405-14736-0
- Jon Fjeldså: The Grebes. Oxford University Press, 2004, ISBN 0-19-850064-5
- André Konter: Grebes of our world, Lynx Edicions, Barcelona 2001, ISBN 84-87334-33-4
- Günther Niethammer (Hrsg): Handbuch der Vögel Mitteleuropas - Band 1: Gaviformes - Phoenicopteriformes, bearbeitet von Kurt M. Bauer und Urs N. Glutz von Blotzheim, Akademische Verlagsgesellschaft, Wiesbaden 1966
- Marchant, S.; Higgins, P. J. 1990. Handbook of Australian, New Zealand and Antarctic birds, 1: ratites to ducks. Oxford University Press, Melbourne.
- del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
- Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
- Gorski, W.; Jakuczun, B.; Nitecki, C.; Petryna, A. 1977. Investigation of oil pollution on the Polish Baltic coast in 1974-1975. Przeglad Zoologiczny 21(1): 20-23.
- Quan, R. C.; Wen, W.; Yang, X. 2002. Effects of human activities on migratory waterbirds at Lashihai Lake, China. Biological Conservation 108: 273-279.
- Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868–869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
- Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.