Ταμάρινδος
Ταμάρινδος ο ινδικός (Tamarindus indica) | ||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Λοβοί Tamarindus indica.
| ||||||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||||||
Ταμαρίνδος ο ινδικός (Tamarindus indica) L. | ||||||||||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||||||||||
|
Το γένος Ταμάρινδος (Tamarindus) είναι μονοτυπική ταξινομική ομάδα, έχοντας μόνο ένα είδος. Ο Ταμάρινδος ο ινδικός ή Ταμάρινδος ο φαρμακευτικός (Tamarindus indica) ή κοινώς ο οξυφοίνιξ ή οξυφοίνικας (Αγγλικά: tamarind), είναι ένα λοβοφόρο[2] δέντρο στην οικογένεια των Κυαμοειδών (Fabaceae), γηγενές στην τροπική Αφρική.
Αυτό το δέντρο παράγει βρώσιμους, όμοιους με λοβούς καρπούς, οι οποίοι χρησιμοποιούνται εκτενώς στις κουζίνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Άλλες χρήσεις περιλαμβάνουν την παραδοσιακή ιατρική και τη στίλβωση μετάλλων. Το ξύλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ξυλουργική. Λόγω των πολλών χρήσεων του οξυφοίνικα, η καλλιέργεια έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες.
Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ταμαρίνδος ο φαρμακευτικός (Tamarindus indica), είναι μάλλον αυτόχθονο στην τροπική Αφρική,[3] αλλά έχει καλλιεργηθεί για πολύ καιρό στην Ινδική υποήπειρο, που ορισμένες φορές επίσης, φέρεται να είναι αυτόχθονο εκεί,[4] όπου είναι γνωστό ως imli στα Χίντι-Ουρντού.[5] Φύεται στην Αφρική σε περιοχές τόσο διαφορετικές όσο το Σουδάν, Καμερούν, τη Νιγηρία και την Τανζανία. Στην Αραβία, έχει βρεθεί να φυτρώνει άγρια στο Ομάν, ειδικά στη Dhofar, όπου φύεται στις πλαγιές των λόφων με θέα προς τη θάλασσα. Έφτασε η Νότια Ασία, πιθανόν μέσω της ανθρώπινης μεταφοράς και καλλιέργειας αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν από την Κοινή Εποχή.[6][7] Είναι ευρέως κατανεμημένη σε ολόκληρη την τροπική ζώνη, από την Αφρική έως την Νότια Ασία, Βόρεια Αυστραλία και σε όλη την Ωκεανία, Νοτιοανατολική Ασία, Ταϊβάν και Κίνα.
Το 16ο αιώνα, εισήχθη σε μεγάλο βαθμό από Ισπανούς και Πορτογάλους αποίκους, στο Μεξικό και σε μικρότερο βαθμό, στη Νότια Αμερική, στο σημείο που έγινε βασικό συστατικό στην κουζίνα της κάθε περιοχής.[8]
Σήμερα, η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός οξυφοίνικα (tamarind).[9] Η κατανάλωση οξυφοίνικα (tamarind) είναι ευρέως διαδεδομένη, λόγω του κεντρικού της ρόλου στις κουζίνες της Ινδικής χερσονήσου, στην νοτιοανατολική Ασία και στην Αμερική, ιδιαιτέρως στο Μεξικό.
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο οξυφοίνικας (tamarind) είναι ένας μακρόβιος θάμνος, μεσαίας ανάπτυξης, ο οποίος φθάνει σε ένα μέγιστο στέμμα ύψους 12 έως 18 μέτρα (39 έως 59 ft). Το στέμμα, έχει ένα ακανόνιστου σχήματος βάζου περίγραμμα, με πυκνό φύλλωμα. Το δέντρο μεγαλώνει καλά υπό τον ήλιο σε αργιλώδη, μάργες ( loam),[Σημ. 1] αμμώδη και όξινου τύπου εδάφη, με υψηλή αντοχή στην ξηρασία και στα αερολύματα άλατος (ανεμογενή άλατα, όπως βρέθηκαν στις παράκτιες περιοχές).
Τα αειθαλή φύλλα διατάσσονται εναλλάξ και συμμιγώς πτεροειδή. Τα φυλλάδια είναι φωτεινά πράσινα, ελλειπτικά, ωοειδή, με πτεροειδείς αδένας και μήκους λιγότερο από 5 cm (2,0 in). Τα κλαδιά γέρνουν από ένα ενιαίο, κεντρικό κορμό καθώς το δέντρο ωριμάζει και στην γεωργία, συχνά κλαδεύεται για να βελτιστοποιηθεί η πυκνότητα του δένδρου και να διευκολυνθεί η συγκομιδή των καρπών. Τη νύχτα, τα φυλλάδια συγκλείνουν.
Ο οξυφοίνικας ανθίζει, αν και διακριτικά, με κόκκινα και κίτρινα επιμήκη άνθη. Τα άνθη είναι 2,5 cm (μια ίντσα), με πέντε πέταλα (petals),[Σημ. 2] που μεταδίδονται σε μικρά τσαμπιά, και κίτρινες με πορτοκαλί ή κόκκινες ραβδώσεις. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί (τα μπουμπούκια) είναι ροζ, όπως και τα τέσσερα σέπαλα (sepals)[Σημ. 3] είναι ροζ αλλά, χάνεται το χρώμα του, όταν το λουλούδι ανθίζει.
Συγκομίζεται τραβώντας το λόβό από το στέλεχος του φυτού. Ένα ώριμο δένδρο, μπορεί να είναι σε θέση να παραγάγει έως και 175 kg (386 lb) καρπών ανά έτος. Ο εμβολιασμός, το μπόλιασμα τύπου «Τ» (T ή ανεστραμμένου Τ) και η αναπαραγωγή με καταβολάδες (air layering), μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διαδώσει επιθυμητές επιλογές. Τέτοια δέντρα εάν τους παρασχεθούν οι βέλτιστες συνθήκες ανάπτυξης, συνήθως καρπίζουν σε τρία ή τέσσερα έτη.
Ο καρπός είναι ένα μη-ανοιγώμενο ψυχανθές, που μερικές φορές ονομάζεται «λοβός», μήκους 12 έως 15 cm (4,7 έως 5,9 in), με σκληρό κέλυφος, φαιού χρώματος.[10][11][12]
Ο καρπός περιέχει ένα σαρκώδη, ζουμερό, υπόξινο[13] πολτό. Είναι ώριμο όταν η σάρκα του είναι χρώματος καφέ ή κοκκινωπή καφέ. Οι καρποί οξυφοίνικα της Ασίας έχουν μακρύτερους λοβούς που περιέχουν έξι έως 12 σπόρους, ενώ οι ποικιλίες της Αφρικής και τής Δυτικής Ινδίας έχουν βραχείς λοβούς, οι οποίοι περιέχουν ένα έως έξι σπόρους. Οι σπόροι είναι κάπως πεπλατυσμένοι, γυαλιστεροί και χρώματος καφέ.
Ο οξυφοίνικας περιγράφεται καλύτερα ως γλυκός και ξινός στη γεύση και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε τρυγικό οξύ, ζάχαρη, βιταμίνες του συμπλέγματος Β και ασυνήθιστα για ένα καρπό, ασβέστιο.
Ως τροπικό είδος, είναι ευαίσθητο στον παγετό. Τα πτεροειδή φύλλα με αντίθετα φυλλάδια, δίδουν μια κυματοειδή κίνηση (billowing) στον άνεμο. Η ξυλεία Οξυφοίνικα (Tamarind) αποτελείται από σκληρό, σκούρο κόκκινο εγκάρδιο ξύλο[Σημ. 4] και απαλότερο, κιτρινωπό σομφόξυλο (sapwood)[Σημ. 5]
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ονομασία προέρχεται από την Αραβική: تمر هندي εκρωμαϊσμένο tamar hindi, ("Ινδικός χουρμάς"). Αρκετοί πρώιμοι Μεσαιωνικοί βοτανολόγοι και γιατροί έγραφαν tamar indi, η Μεσαιωνική Λατινική χρήση ήταν tamarindus και ο Μάρκο Πόλο έγραφε για το tamarandi.[14]
Στην Κολομβία, Κούβα, Δομινικανή Δημοκρατία, Μεξικό, Πουέρτο Ρίκο, Βενεζουέλα, Ιταλία, Ισπανία και σε ολόκληρη τη Λουσόσφαιρα (Lusosphere),[Σημ. 6] ονομάζεται «tamarindo». Σε αυτές τις χώρες συχνά χρησιμοποιείται για την παρασκευή ενός ποτού με την ίδια ονομασία. Στην Καραϊβική, ο οξυφοίνικας (tamarind) ορισμένες φορές ονομάζεται «tamón».[6] Ο οξυφοίνικας (Tamarindus indica), μερικές φορές συγχέεται με τον "Οξυφοίνικα Μανίλας" (Pithecellobium dulce). Ενώ, βρίσκονται στην ίδια ταξινομική οικογένεια Κυαμοειδών (Fabaceae), ο Οξυφοίνικας Μανίλας (Manila tamarind), είναι ένα διαφορετικό φυτό ενδημικό του Μεξικού και είναι τοπικά γνωστό ως guamúchil.
Συνώνυμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Tamarindus occidentalis (Gaertn.)
- Tamarindus officinalis (Hook.)
- Tamarindus umbrosa (Salisb.)[1]
Καλλιέργεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι σπόροι μπορούν να σκαριφιζηθούν (scarified)[Σημ. 7] ή να βράσουν εν συντομία, για να ενισχυθεί η βλάστηση. Εφόσον διατηρηθούν στεγνοί, διατηρούν τη βλαστική τους ικανότητα για αρκετούς μήνες μετά.
Ο οξυφοίνικας (tamarind) έχει επίσης εδώ και καιρό εγκληματιστεί στην Ινδονησία, Μαλαισία, Σρι Λάνκα, Φιλιππίνες, Καραϊβική, και τα Νησιά του Ειρηνικού. Η Ταϊλάνδη έχει τις μεγαλύτερες φυτείες των εθνών ASEAN, ακολουθούμενη από τις Ινδονησία, Μιανμάρ, Φιλιππίνες. Ο πολτός διατίθεται στην αγορά στη βόρεια Μαλαισία. Καλλιεργείται σε όλη την Ινδία, ιδιαίτερα στις Ινδικές πολιτείες της Μαχαράστρα, Τσατίσγκαρ, Καρνάτακα, Άντρα Πραντές και Ταμίλ Ναντού. Στην Ινδία, εκτεταμένοι οπωρώνες οξυφοίνικα (tamarind), παράγουν 275.500 τόνους (250.000 MT) ετησίως. Εμπορικές φυτείες σε όλη την τροπική Λατινική Αμερική περιλαμβάνουν τη Βραζιλία, Κόστα Ρίκα, Κολομβία, Κούβα, Γουατεμάλα, Μεξικό, Νικαράγουα, Πουέρτο Ρίκο και τη Βενεζουέλα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι μια μεγάλης κλίμακας καλλιέργεια που εισήχθει για εμπορική χρήση, η δεύτερη σε καθαρή ποσότητα παραγωγής μετά την Ινδία, κυρίως στις Νότιες πολιτείες λόγω του τροπικού και ημιτροπικού τους κλίματος, όπως στη Νότια Φλόριντα, τόσο ως δέντρο σκιάς όσο και ως καρποφόρο, κατά μήκος των δρόμων, στα προαύλια των οικιών και τα πάρκα.[15]
Χρήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μαγειρικές χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ταμάρινδος | |
---|---|
(Διατροφική δήλωση ανά 100 γραμμάρια) | |
Ενέργεια | 239 kcal |
Νερό | g. |
Μακροθρεπτικά Συστατικά | |
Λιπαρά | 0,6 g. |
Κορεσμένα | g |
Μονοακόρεστα | g |
Πολυακόρεστα | g |
ω-3 | {{{ω-3}}} g |
ω-6 | {{{ω-6}}} g |
Υδατάνθρακες | 62,5 g. |
Σάκχαρα | 57,4 g |
Πρωτεΐνες | 2,8 g. |
Βιταμίνες | |
Βιταμίνη Α | ~ I.U. |
Βιταμίνη D | ~ I.U. |
Βιταμίνη Ε | 0,1 mg. |
Βιταμίνη Κ | 2,8 mg. |
Βιταμίνη Β1 | 0,428 mg. |
Βιταμίνη Β2 | 0,152 mg. |
Βιταμίνη Β3 | 1,938 mg. |
Bιταμίνη Β5 (παντοθενικό οξύ) | 0,143 mg. |
Bιταμίνη Β6 | 0,066 mg. |
Bιταμίνη Β7 (βιοτίνη) | ~ mg. |
Φυλλικό οξύ | 14 mg. |
Βιταμίνη Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) | ~ mg. |
Βιταμίνη C | 3,5 mg. |
Ιχνοστοιχεία: Μέταλλα | |
Ασβέστιο | 74 mg. |
Σίδηρος | 2,8 mg. |
Μαγνήσιο | 92 mg. |
Κάλιο | 628 mg. |
Νάτριο | 28 mg. |
Ψευδάργυρος | 0,1 mg. |
Χαλκός | ~ mg. |
Μαγγάνιο | ~ mg. |
Φώσφορος | ~ mg. |
Άλλα | |
Καφεΐνη | ~ mg. |
Θεοβρωμίνη | ~ mg. |
Τέφρα | ~ g. |
*με το σύμβολο ~ δηλώνεται έλλειψη στοιχείων στην εγκυκλοπαίδεια | |
πηγή άντλησης πληροφοριών: USDA Link to USDA Database entry |
Ο πολτός του καρπού είναι βρώσιμος. Ο σκληρός πράσινος πολτός ενός νεαρού καρπού, θεωρείται από πολλούς ως πολύ ξινός, αλλά χρησιμοποιείται συχνά ως συστατικό σε αλμυρά πιάτα, όπως συστατικό παστώματος (σε τουρσί) ή ως μέσο για την παρασκευή ορισμένων δηλητηριωδών γιαμ στην Γκάνα ασφαλή για ανθρώπινη κατανάλωση.[16]
Οι ώριμοι καρποί θεωρούνται πιο εύγευστοι, καθώς ωριμάζουν γίνονται γλυκύτεροι και λιγότερο ξινοί (όξινοι). Χρησιμοποιούνται σε επιδόρπια, ως μαρμελάδα, αναμειγνύονται σε χυμούς ή γλυκαινόμενα ποτά,[17] γρανίτες, παγωτά και άλλα σνακ. Στη Δυτική κουζίνα, βρίσκεται στη σάλτσα Worcestershire.[18] Στα περισσότερα μέρη της Ινδίας, το εκχύλισμα οξυφίνικα (tamarind), χρησιμοποιείται για να δώσει γεύση στις τροφές που κυμαίνονται από γεύματα έως σνακ[19] και το γλυκό φρουτομπαχάρ (τσάτνεϊ) οξυφοίνικα (tamarind) είναι δημοφιλές στην Ινδία, όπως ως ντρέσινγκ σε πολλά σνακ. Στη Νότια Ινδική κουζίνα, ο πολτός οξυφοίνικα (tamarind), είναι ένα βασικό συστατικό στον αρωματισμό του κάρυ με ρύζι, καθώς και στα γλυφιτσούρια Chigali.[Σημ. 8] Σε όλη τη Μέση Ανατολή, από την Εγγύς Ανατολή έως το Ιράν, ο οξυφοίνικας (tamarind), χρησιμοποιείται σε αλμυρά πιάτα, αξιοσημείωτα μαγειρευτά με βάση το κρέας και συχνά σε συνδυασμό με αποξηραμένα φρούτα ώστε να επιτευχθεί μια γλυκόξινη γεύση.[20][21]
Ένα παραδοσιακό φυτό τροφής στην Αφρική, ο οξυφοίνικας (tamarind) έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τη διατροφή, να ενισχύσει την επισιτιστική ασφάλεια, να προωθήσει την ανάπτυξη της υπαίθρου και να ενισχύσει τη βιώσιμη φροντίδα των εδαφών.[22]
Στη Μαδαγασκάρη, οι καρποί και τα φύλλα του, είναι το γνωστό και αγαπημένο των λεμούριων με τη δαχτυλωτή ουρά (ring-tailed lemurs), παρέχοντας εάν είναι διαθέσιμα, κατά τη διάρκεια του έτους, έως και το 50% των πόρων των τροφίμων τους.[23]
Παραδοσιακές θεραπευτικές χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία, οι καρποί του οξυφοίνικα (tamarind) χρησιμοποιούνται ως κατάπλασμα, που εφαρμόζεται στα μέτωπα αυτών που υποφέρουν από πυρετούς.[10] Το 2002, μια μελέτη ελέγχου διαίτης, όπου οι συμμετέχοντες είχαν τραφεί με πάστα οξυφοίνικα (tamarind), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «η λήψη οξυφοίνικα (tamarind), είναι πιθανό να βοηθά στην καθυστέρηση της εξέλιξης της σκελετικής φθορίωσης, ενισχύοντας την απέκκριση φθορίου, δια των ούρων».[24] Βασισμένη σε μια μελέτη του 2012 επί ανθρώπων, η συμπλήρωση των τρυφερών φύλλων οξυφοίνικα (tamarind) βελτίωσε τις διαταραχές στους υδατάνθρακες, τα λιπίδια και τα αντιοξειδωτικά του μεταβολισμού που προκαλούνται από χρόνια πρόσληψη φθορίου.[25] Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθούν αυτά τα αποτελέσματα.
Ξυλουργικές χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ξυλεία από τον οξυφοίνικα (tamarind) έχει ένα έντονο κόκκινο χρώμα. Λόγω της πυκνότητας και αντοχής του, το εγκάρδιο του οξυφοίνικα (tamarind) μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην επιπλοποιΐα καθώς και στην παρκετοποιΐα (ξύλινα δάπεδα).
Στίλβωση μετάλλων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε οικίες και ναούς, ιδιαίτερα στις Βουδιστικές χώρες της Ασίας, ο πολτός του καρπού χρησιμοποιείται για τη στίλβωση των ορειχάλκινων ιερών αγαλμάτων και λαμπών, καθώς και τα σκεύη από χαλκό, ορείχαλκο και μπρούντζο. Ο χαλκός μόνος του ή σε ορείχαλκο, αντιδρά με υγρό διοξείδιο του άνθρακα, για να αποκτήσει μια πράσινη κάλυψη από ανθρακικό χαλκό. Ο Οξυφοίνικας (Tamarind) περιέχει τρυγικό οξύ, ένας ασθενές οξύ, το οποίο δύναται να αφαιρέσει την κάλυψη του ανθρακικού χαλκού. Ως εκ τούτου, τα αμαυρωμένα χάλκινα σκεύη, καθαρίζονται με οξυφοίνικα ή μοσχολέμονο (λάιμ), έναν άλλο όξινο καρπό.[6]
Κηπευτικές χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε ολόκληρη την Ασία και τον τροπικό κόσμο, τα δέντρα οξυφοίνικα (tamarind) χρησιμοποιούνται σαν καλλωπιστικά, σε φυτεύσεις κήπων και απόκτησης εισοδήματος. Συνήθως χρησιμοποιείται ως είδος μπονσάι σε πολλές Ασιατικές χώρες, επίσης, καλλιεργείται ως ένα μπονσάι εσωτερικού χώρου, στα εύκρατα μέρη του κόσμου.[26]
Καθαρτικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο καρπός του οξυφοίνικα επιδεικνύει καθαρτικές ιδιότητες λόγω των υψηλών ποσοτήτων του σε μηλικό οξύ, τρυγικό οξύ, και κάλιο κυστεαμίνη (potassium bitartrate). Η χρήση του για την ανακούφιση της δυσκοιλιότητας έχει τεκμηριωθεί σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊλάνδης, Νότιο Δυτικής Αφρικής και Μαδαγασκάρης.[27][28]
Έρευνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε όρνιθες, ο οξυφοίνικας (tamarind) έχει βρεθεί να μειώνει τη χοληστερόλη στον ορό τους και στους κρόκους των αυγών που παράγουν.[29][30] Λόγω της έλλειψης διαθέσιμων κλινικών δοκιμών επί ανθρώπινων, υπάρχουν ανεπαρκείς αποδείξεις που να συστήνουν τον οξυφοίνικα (tamarind) για τη θεραπεία της υπερχοληστερολαιμίας ή του διαβήτη.[31]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Loam, είναι το χώμα που αποτελείται κυρίως από (μέγεθος σωματιδίων> 63 μm) άμμο, λάσπη (μέγεθος σωματιδίων> 2 μm) και μια μικρότερη ποσότητα αργίλου (μέγεθος σωματιδίων <2 μm). Η σύνθεσή του είναι συγκέντρωση περίπου 40% -40% -20% άμμος-λάσπη-πηλός, αντίστοιχα.[Παρ. Σημ. 1]
- ↑ Τα πέταλα (φυτολογία) (petals), είναι τροποποιημένα φύλλα τα οποία περιβάλλουν τα αναπαραγωγικά μέρη των λουλουδιών.
- ↑ Τα σέπαλα (φυτολογία) (sepals), είναι ένα μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων (ανθοφόρα φυτά), που συνήθως είναι πράσινο. Τα σέπαλα, τυπικώς λειτουργούν ως προστασία για τον οφθαλμό του λουλουδιού και συχνά ως υποστήριξη για τα πέταλα, όταν βρίσκονται στην άνθιση (βλέπε σχετική φωτογραφία).[Παρ. Σημ. 2][Παρ. Σημ. 3][Παρ. Σημ. 4]
- ↑ Το εγκάρδιο ξύλο (heartwood), είναι το πυκνό εσωτερικό μέρος του κορμού ενός δέντρου, που αποδίδει τη σκληρότερη ξυλεία.
- ↑ Το σομφόξυλο (sapwood), είναι τα μαλακά εξωτερικά στρώματα του πρόσφατα δημιουργηθέντος ξύλου μεταξύ του εγκάρδιου ξύλου και του φλοιού, που περιέχει τη λειτουργία του αγγειακού ιστού.
- ↑ Οι Λουσόφωνοι (Lusophones) (Πορτογαλικά: lusófonos), είναι άνθρωποι οι οποίοι ομιλούν την Πορτογαλική γλώσσα, είτε ως μητρική είτε ως εκπαιδευόμενη. Ομοίως, η Λουσόσφαιρα (Lusosphere) ή Λουσοφωνία (Lusophony) (Πορτογαλικά: Lusofonia) είναι μια κοινότητα ανθρώπων οι οποίοι είναι πολιτισμικά και γλωσσικά συνδεδεμένοι με την Πορτογαλία, είτε ιστορικά είτε από επιλογή. Η ιδέα μιας Λουσόσφαιρας (Lusosphere) είναι απαλλαγμένη από εθνοτικές συνδηλώσεις, σε αυτήν ένας Λουσόφωνος (Lusophone), μπορεί να μην έχει καμία Πορτογαλική καταγωγή.
- ↑ Το σκαριφίζημα ή αμυχή (scarification) στη βοτανική, συνεπάγεται στην αποδυνάμωση, το άνοιγμα, ή με άλλο τρόπο μεταβάλλοντας το κάλυμμα ενός σπόρου για να ενθαρρυνθεί η βλάστηση. Η αμυχή συχνά γίνεται μηχανικά, θερμικά και χημικά. Οι σπόροι πολλών φυτικών ειδών είναι συχνά αδιαπέραστοι από το νερό και τα αέρια, αποτρέποντας έτσι ή καθυστερώντας τη βλάστηση.
- ↑ Στη Νότια Ινδία, το Chigali είναι ένα δημοφιλές νόστιμο αψύ κέρασμα Οξυφοίνικα το οποίο συνήθως γίνεται και απολαμβάνεται από τα παιδιά, ειδικά στο κρατίδιο της Καρνάτακα. Όχι λιγότερο γνωστό από τη γευστικότητα του, είναι η απολαυστική μέθοδος παρασκευής του Chigali και η συνυφασμένη διασκεδαστική δραστηριότητα της ομάδας για τα παιδιά στο σπίτι ή ανάμεσα στα παιδιά της γειτονιάς. Το Chigali συνδέεται με τις τρυφερές μνήμες, τη διασκέδαση και τις αταξίες, τη συναδέλφωση, τη διάθεση για παιχνίδια της παιδικής ηλικίας από τους ενήλικες.[Παρ. Σημ. 5][Παρ. Σημ. 6][Παρ. Σημ. 7]
- Παραπομπές σημειώσεων
- ↑ Kaufmann, Robert K.· Cutler J. Cleveland (2008). Environmental Science. McGraw-Hill. σελίδες 318–319. ISBN 978-0-07-298429-3.
- ↑ «Oxford dictionary». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ «Collins dictionary».
- ↑ Beentje, Henk (2010). The Kew Plant Glossary. Richmond, Surrey: Royal Botanic Gardens, Kew. ISBN 978-1-84246-422-9., p. 106
- ↑ «Chigali.». saviruchisavita01.blogspot.in. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2016.
- ↑ «kuTTunDe/chigLi (imli ki goli)». juicybites.blogspot.in. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2016.
- ↑ «kuTTunDe/chigLi (imli ki goli)». juicybites.blogspot.in. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2016.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 http://www.theplantlist.org/tpl/record/ild-1720
- ↑ http://www.wordreference.com/engr/leguminous
- ↑ Diallo, BO; Joly, HI; McKey, D; Hosaert-McKey, M; Chevallier, MH (2007). «Genetic diversity of Tamarindus indica populations: Any clues on the origin from its current distribution?». African Journal of Biotechnology 6 (7).
- ↑ Abukakar, MG; Ukwuani, AN; Shehu, RA (2008). «Phytochemical Screening and Antibacterial Activity of Tamarindus indica Pulp Extract». Asian Journal of Biochemistry 3 (2): 134–138.
- ↑ Raghavan, Susheela (23 Οκτωβρίου 2006). Handbook of Spices, Seasonings, and Flavorings, Second Edition (στα English). CRC Press. σελ. 176. ISBN 9781420004366.
Η παράμετρος |access-date=
χρειάζεται|url=
(βοήθεια) - ↑ 6,0 6,1 6,2 Morton, Julia F. (1987). Fruits of Warm Climates. Wipf and Stock Publishers. σελίδες 115–121. ISBN 0-9653360-7-7.
- ↑ Popenoe, W. (1974). Manual of Tropical and Subtropical Fruits. Hafner Press. σελίδες 432–436.
- ↑ Tamale, E.· Jones, N.· Pswarayi-Riddihough, I. (Αυγούστου 1995). Technologies Related to Participatory Forestry in Tropical and Subtropical Countries. World Bank Publications. ISBN 978-0-8213-3399-0.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ 10,0 10,1 Doughari, J. H. (December 2006). «Antimicrobial Activity of Tamarindus indica». Tropical Journal of Pharmaceutical Research 5 (2): 597–603. doi:. http://ajol.info/index.php/tjpr/article/view/14637/2742.
- ↑ «Fact Sheet: Tamarindus indica» (PDF). University of Florida. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2012.
- ↑ Christman, S. «Tamarindus indica». FloriData. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2010.
- ↑ acidulous
- ↑ Tamarind at the Oxford English Dictionary [1]
- ↑ «Food and Agriculture Organization of the United Nations».
- ↑ «Tamarind: Tamarindus Indica L».
- ↑ Jed Portman. May 12, 2013. Serious Eats: Jarritos Tamarindo. http://drinks.seriouseats.com/2013/03/essential-sodas-jarritos-tamarindo-mexican-soda.html
- ↑ «BBC Food:Ingredients—Tamarind recipes». BBC. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2015.
- ↑ Veg Recipes of India: Tamarind-Date Chutney. http://www.vegrecipesofindia.com/tamarind-date-chutney-recipe-sweet-chutney-for-chaat/
- ↑ PRI. Tamarind is the 'sour secret of Syrian cooking'. 2014 July. http://www.pri.org/stories/2014-07-02/tamarind-sour-secret-syrian-cooking
- ↑ Joan Nathan. New York Times, 2004. Georgian Chicken in Pomegranate and Tamarind Sauce. http://cooking.nytimes.com/recipes/11849-georgian-chicken-in-pomegranate-and-tamarind-sauce
- ↑ National Research Council (25 Ιανουαρίου 2008). «Tamarind». Lost Crops of Africa: Volume III: Fruits. Lost Crops of Africa. 3. National Academies Press. ISBN 978-0-309-10596-5. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουλίου 2008.
- ↑ «Ring-Tailed Lemur». Wisconsin Primate Research Center. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2016.
- ↑ «Effect of tamarind ingestion on fluoride excretion in humans». PubMed. PMID 11840184. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2015.
- ↑ «Ameliorative effect of tamarind leaf on fluoride-induced metabolic alterations». PubMed. PMID 22438201. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2013.
- ↑ D'Cruz, Mark. «Ma-Ke Bonsai Care Guide for Tamarindus indica». Ma-Ke Bonsai. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2011.
- ↑ Havinga, Reinout M.; Hartl, Anna; Putscher, Johanna; Prehsler, Sarah; Buchmann, Christine; Vogl, Christian R. (February 2010). «Tamarindus indica L. (Fabaceae): Patterns of use in traditional African medicine». Journal of Ethnopharmacology 127 (3): 573–588. doi: .
- ↑ Panthong, A; Khonsung, P; Kunanusorn, P; Wongcome, T; Pongsamart, S (July 2008). «The laxative effect of fresh pulp aqueous extracts of Thai Tamarind cultivars». Planta Medica 74 (09). doi: .
- ↑ Salma, U.; Miah, A. G.; Tareq, K. M. A.; Maki, T.; Tsujii, H. (1 April 2007). «Effect of Dietary Rhodobacter capsulatus on Egg-Yolk Cholesterol and Laying Hen Performance». Poultry Science (Oxford University Press) 86 (4): 714–719. doi: . ISSN 1525-3171. http://ps.oxfordjournals.org/content/86/4/714.full. «as well as in egg-yolk (13 and 16%)».
- ↑ Chowdhury, SR; Sarker, DK; Chowdhury, SD; Smith, TK; Roy, PK; Wahid, MA (2005). «Effects of dietary tamarind on cholesterol metabolism in laying hens». Poultry science 84 (1): 56–60. doi: . PMID 15685942. https://archive.org/details/sim_poultry-science_2005-01_84_1/page/56.
- ↑ «Tamarindus indica». Health Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2010.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (Αγγλικά) Bhumibhamon, S. 1988. Multi-purpose trees for small-farm use in the Central Plain of Thailand. D withington, K MacDicken., CB Sastyr and NR Adams, eds Multi-purpose trees for small-farm use: Proceedings of an International Workshop pp. 53–55. November 2–5, 1987, Pattaya Thailand.
- (Αγγλικά) Jean-Marc Boffa, Food and Agriculture Organization of the United Nations Publisher Food & Agriculture Org., 1999. Agroforestry parklands in Sub-Saharan Africa Volume 34 of FAO conservation guide Agroforestry Parklands in Sub-Saharan Africa, ISBN 92-5-104376-0, ISBN 978-92-5-104376-9, 230 pages
- (Αγγλικά) Dassanayake, M. D. & Fosberg, F. R. (Eds.). (1991). A Revised Handbook to the Flora of Ceylon. Washington, D. C.: Smithsonian Institution.
- (Αγγλικά) Joseph Dalton Hooker (1879) The Flora of British India, Vol II. London: L. Reeve & Co.
- (Αγγλικά) Locke J, N Renner: 1991 Pod Form and Non-Pod Form Variants of Tamarind in Guadelupe Yaghoubian Agricultural Review 2:122–149
- (Αγγλικά) Michon G, F Mary, J Bopmart: 1986 Multi-Storied agroforestry Garden System in West Sumatra, Indonesia Agroforestry Systems 4:315–338
- (Αγγλικά) Narawane SP 1991 Success stories of Multi-purpose tree species production by small farmers in NG Hedge and JN Daniel eds, Multi-purpose tree species production by small farmers, proceedings of the National Workshop. January 28–31, 1991 Pune, India.
- (Αγγλικά) James Rennie: 1834. Alphabet of medical botany. Orr and Smith, 1834. 152 page 77. Google Books
- (Αγγλικά) George Spratt, 1830. Flora Medica: containing coloured delineations of the various medicinal plants admitted into the London, Edinburgh, and Dublin pharmacopœias; with their natural history, botanical descriptions, medical and chemical properties, Together with a Concise Introduction to Botany; a Copious Glossary of Botanical Terms; and a List of Poisonous Plants. Callow and Wilson, 1830. Google Books.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (Αγγλικά) Tamarindus indica in Brunken, U., Schmidt, M., Dressler, S., Janssen, T., Thiombiano, A. & Zizka, G. 2008. West African plants – A Photo Guide.
- (Αγγλικά) «Tamarind» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) 1911