Φρατέρκουλα του Ατλαντικού
Φρατέρκουλα του Ατλαντικού | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη φρατέρκουλα στο αναπαραγωγικό πτέρωμα (φωτογραφία με διάκριση)
| ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Fratercula arctica (Φρατέρκουλα η αρκτική) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Fratercula arctica arctica |
Η Φρατέρκουλα του Ατλαντικού είναι θαλάσσιο, πελαγικό πτηνό της οικογενείας των Αλκιδών, που απαντάται στον βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Fratercula arctica και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[1][2]
Είναι το κοινότερο από τα τέσσερα είδη φρατέρκουλας (βλ. Συστηματική ταξινομική) που απαντώνται στους ωκεανούς του κόσμου και που, λόγω της εμφάνισής τους, έχουν πάρει το χαρακτηριστικό προσωνύμιο παπαγάλοι της θάλασσας ή θαλασσοψιττακοί [3] (βλ. Ονοματολογία).
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους Fratercula είναι μεσαιωνική λατινική και προέρχεται από το frater «αδελφός (μοναχός)», της οποίας χρησιμοποιείται το υποκοριστικό μέσω της κατάληξης -ula. Η ακριβής απόδοση του όρου είναι «μικρή αδελφή (μοναχή)» [4] και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο παρουσιαστικό του πτηνού, που θυμίζει «καλόγρια». [i]
Η επιστημονική ονομασία του είδους arctica «αρκτικός», σχετίζεται με την ευρύτερη γεωγραφική κατανομή του πτηνού.
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού puffin προέρχεται από την αγγλονορμανδική pophyn ή poffin [5] και είχε δοθεί στο -άσχετο συγγενικά- είδος Puffinus puffinus,[6] τον κοινό μύχο. Αργότερα, υιοθετήθηκε και για τη φρατέρκουλα του Ατλαντικού, πιθανόν λόγω παρόμοιας αναπαραγωγικής ηθολογίας.[7]
Στην ελληνική βιβλιογραφία απαντώνται, συχνά, ονομασίες για το πτηνό, οι οποίες είναι απ’ ευθείας μετάφραση από άλλες γλώσσες. Η συνηθέστερη είναι «παπαγάλος της θάλασσας» ή «θαλασσοψιττακός»,[3][8] λόγω της φαινομενικής ομοιότητας του ράμφους του πτηνού με εκείνο ενός παπαγάλου (πρβλ. γερμαν. Papageitaucher, γαλλ. Perroquet de mer, κ.ο.κ.). Ωστόσο, υπάρχουν και «αυτοσχεδιαστικές» αποδόσεις, λόγω του «κωμικού» παρουσιαστικού του πουλιού, όπως «θαλάσσιος καραγκιόζης», «θαλάσσιος κλόουν», ακόμη και «ηθοποιός του θεάτρου Καμπούκι».[9]
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο στη Β. Νορβηγία, στο έργο του Systema Naturae, με την ονομασία Alca arctica.[10] Ο πλησιέστερος φυλογενετικά συγγενής της φρατέρκουλας του Ατλαντικού είναι η κερασφόρος φρατέρκουλα (Fratercula corniculata), που ζεί στον Β. Ειρηνικό. Ο κοινός πρόγονος αυτών των δύο ειδών, μαζί με τη λοφιοφόρο φρατέρκουλα (Fratercula cirrhata), συνδέονται φυλογενετικά με την τέταρτη αρτίγονη φρατέρκουλα, τη φρατέρκουλα-ρινόκερο (Cerorhinca monocerata). Τα 4 αυτά είδη φρατέρκουλας απαρτίζουν τη φυλή Φρατερκουλίνες (Fraterculini).[11]
Σήμερα, αναγνωρίζονται από τους περισσότερους ερευνητές 3 υποείδη, με τη συστηματική του πτηνού να είναι σχετικά ξεκάθαρη. Ωστόσο, ο φημισμένος βιολόγος και ταξινομικός Ερνστ Μάιρ (Ernst Mayr) υποστήριζε ότι οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των υποειδών είναι μεταβατικές (clinal), τυπικές των ποικιλομορφών που εμφανίζονται σε περιφερικούς πληθυσμούς και, επομένως, δεν θα πρέπει να αναγνωρίζονται υποείδη.[12]
Γεωγραφική κατανομή και βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος, γενικά, αναπαράγεται και περιπλανάται στα ψυχρά ύδατα του βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού. Φωλιάζει στις ακτές της βορειοδυτικής Ευρώπης, στις παρυφές της Ανταρκτικής και στην ανατολική Βόρεια Αμερική. Η μεγαλύτερη αναπαραγωγική αποικία βρίσκεται στην Ισλανδία, όπου φωλιάζει το 60% του συνολικού πληθυσμού. Αντίστοιχα, η μεγαλύτερη αποικία στον δυτικό Ατλαντικό (που εκτιμάται σε περισσότερα από 260.000 ζευγάρια), βρίσκεται στο Εθνικό Πάρκο του Κόλπου Ουΐτλες (Witless Bay Ecological Reserve), του ΒΑ. Καναδά.[13]
Άλλες σημαντικές τοποθεσίες αναπαραγωγής περιλαμβάνουν τις βόρειες και δυτικές ακτές της Νορβηγίας, τις Νήσους Φερόες, τα νησιά Σέτλαντ και Ορκάδες, τις δυτικές ακτές της Γροιλανδίας και τις ακτές της Νέας Γης. Μικρότερου μεγέθους αποικίες βρίσκονται επίσης σε διάφορα σημεία στις Βρετανικές Νήσους, την περιοχή Μουρμάνσκ της Ρωσίας, τη Νόβαγια Ζέμλια, τα Σπιτσμπέργκεν, το Λάμπραντορ, τη Νέα Σκωτία, ακόμη και το Μέιν των ΗΠΑ. Τα νησιά φαίνεται να είναι ιδιαίτερα «ελκυστικά» για αναπαραγωγή σε σύγκριση με τις ηπειρωτικές θέσεις.[14] Περίπου το 95% των πληθυσμών της Βόρειας Αμερικής αναπαράγονται γύρω από τις ακτές της Νέας Γης.
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Fratercula arctica arctica | Α Καναδάς, ΒΑ ΗΠΑ, ΝΔ Γροιλανδία, Ισλανδία, Κ και Β Νορβηγία ανατολικά προς Κόλα και Β Νόβαγια Ζέμλια | Β Ατλαντικός Ωκεανός, Δ Μεσόγειος | Άτομα από τη Ν Ισλανδία παρουσιάζουν ενδιάμεσο μέγεθος μεταξύ 2 και 3 [15] |
2 | Fratercula arctica grabae | Φερόες, Ν Νορβηγία, Βρετανικά Νησιά, νότια προς ΒΔ Γαλλία | Β Ατλαντικός Ωκεανός, Δ Μεσόγειος | Το μικρότερο σε μέγεθος υποείδος, συνολικά |
3 | Fratercula arctica naumanni | ΒΔ και Α Γροιλανδία, νότια προς Σβάλμπαρντ και Β Νόβαγια Ζέμλια | Υποαρκτικές περιοχές του Ατλαντικού | Το μεγαλύτερο σε μέγεθος υποείδος, συνολικά |
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ οι αναπαραγωγικές θέσεις της φρατέρκουλας του Ατλαντικού παρουσιάζουν σχετική οριοθέτηση, όσο τα πτηνά περιπλανώνται στη θάλασσα, καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις και μπορούν να φθάσουν μέχρι τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας στο εσωτερικό της Ευρώπης, ενώ προς βορράν μπορούν να εισέλθουν στον Αρκτικό Κύκλο. Το καλοκαίρι κατεβαίνουν πολύ νότια, από τη Β. Γαλλία και το Μέιν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, μέχρι τη Μεσόγειο και τη Β. Καρολίνα, αντίστοιχα. Αυτά τα ωκεάνια νερά έχουν έκταση 15-30 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα που σημαίνει ότι, κάθε πουλί έχει περισσότερο από ένα (1) τετραγωνικό χιλιόμετρο στη διάθεσή του, οπότε δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα παρατηρεί κανείς σπάνια στην ανοικτή θάλασσα.[17]
Στο Μέιν των ΗΠΑ, συσκευές γεωεντοπισμού τοποθετούνται στους ταρσούς των πτηνών και αποθηκεύουν πληροφορίες σχετικά με τις περιπλανήσεις τους. Τα πουλιά, ωστόσο, πρέπει να «συλληφθούν» εκ νέου, προκειμένου να υπάρξει πρόσβαση στις πληροφορίες, κάτι που αποτελεί δύσκολο έργο. Ένα (1) άτομο βρέθηκε να έχει καλύψει 7.700 χιλιόμετρα ωκεανού σε 8 μήνες ταξιδιού από το βόρειο Λαμπραντόρ μέχρι τον κεντρικό Ατλαντικό, πριν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη αναπαραγωγής.[18]
Λόγω του μικρού μεγέθους ωοτοκίας, το ποσοστό επιβίωσης των ενηλίκων είναι σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία του είδους. Μόνο το 5% των δακτυλιωμένων ατόμων που απέτυχαν να επανεμφανιστούν στην αποικία, το έκαναν κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής. Τα υπόλοιπα άτομα χάθηκαν κάποια στιγμή, μεταξύ αναχώρησης το καλοκαίρι και επανεμφάνισης την επόμενη άνοιξη. Τα πουλιά περνούν το χειμώνα ευρέως κατανεμημένα στον ανοικτό ωκεανό, αν και υπάρχει η τάση για τα άτομα από διαφορετικές αποικίες να ξεχειμωνιάζουν σε διάφορους τομείς. Λίγα είναι γνωστά για τη συμπεριφορά και τη διατροφή τους όσο βρίσκονται στη θάλασσα, αλλά δεν βρέθηκε κάποιος συσχετισμός μεταξύ περιβαλλοντικών παραγόντων -όπως λ.χ. οι μεταβολές της θερμοκρασίας- και του ποσοστού θνησιμότητας τους. Συνδυασμός της διαθεσιμότητας τροφής τον χειμώνα και το καλοκαίρι, πιθανώς επηρεάζει την επιβίωση των πτηνών, δεδομένου ότι τα άτομα που μπαίνουν στον χειμώνα σε κακή κατάσταση είναι λιγότερο πιθανό να επιβιώσουν σε σχέση με εκείνα που μπαίνουν σε καλή κατάσταση.[19]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από την Αυστρία (!), την Πολωνία και τη Μάλτα, ενώ έχουν εμφανιστεί και στις Βερμούδες [20]
Στην Ελλάδα, η φρατέρκουλα του Ατλαντικού ουδέποτε έχει παρατηρηθεί, πιθανότατα διότι το ανατολικότερο σημείο εμφάνισής της στη Μεσόγειο είναι το Τυρρηνικό πέλαγος, μέχρι τις βόρειες ακτές της Σικελίας.[8]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φρατέρκουλα του Ατλαντικού είναι πτηνό με «στρουμπουλό» και στιβαρό παρουσιαστικό, που χαρακτηρίζεται από παχύ λαιμό και κοντές πτέρυγες και ουρά. Γενικά, δεν εμφανίζεται ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός, με το αρσενικό να είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από το θηλυκό, αλλά με παρόμοιο χρωματισμό στο πτέρωμα. Στο αναπαραγωγικό, έντονα χρωματισμένο πτέρωμα του πτηνού, το μέτωπο, το στέμμα, ο αυχένας, η ράχη, οι πτέρυγες και η ουρά είναι όλα τους μαύρα -με γυαλιστερή απόχρωση τα τρία πρώτα. Ευρύ μαύρο περιλαίμιο οριοθετεί την περιοχή μεταξύ στήθους και προσώπου. Σε κάθε πλευρά του κεφαλιού υπάρχει πλατιά, σχεδόν «ρομβοειδής» περιοχή, πολύ ασθενούς γκρίζου χρώματος, που λεπταίνει σταδιακά κάτω από τους οφθαλμούς και συναντιέται με την αντίστοιχη της άλλης πλευράς στον αυχένα. Ο οφθαλμός φαίνεται σχεδόν τριγωνικός, λόγω μικρής μυτερής περιοχής στο πάνω μέρος από κερατινοειδές, μπλε-γκρι δέρμα και μικρού ορθογωνίου «μπαλώματος» στο κάτω. Περιβάλλεται από πολύ διακριτό ροδοκόκκινο δακτύλιο, ενώ οι ίριδες είναι καφέ ή πολύ σκούρες μπλε.
Το στήθος και το κάτω μέρος του σώματος (κοιλιά και τα αντίστοιχα καλυπτήρια φτερά), είναι λευκά, δημιουργώντας έντονη αντίθεση με το πάνω μέρος. Μέχρι το τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου, το μαύρο πτέρωμα μπορεί να έχει χάσει τη «μεταλλική» του υφή ή ακόμα και να πάρει ελαφρώς καφετί απόχρωση. Οι ταρσοί είναι πολύ κοντοί και τοποθετημένοι πολύ πίσω στο σώμα δίνοντας στο πουλί τη χαρακτηριστική «όρθια» στάση του όταν βρίσκεται στο έδαφος. Έχουν χρώμα -όπως και τα πόδια- έντονο πορτοκαλί, ενώ τα νύχια είναι μαύρα.
Το ράμφος του πτηνού είναι πολύ ιδιαίτερο και δεν απαντάται κάτι ανάλογο σε κάποιο άλλο είδος. Γενικά, εμφανίζεται αταίριαστο σε αναλογίες με το κεφάλι και το σώμα, και δίνει στο πρόσωπο τη χαρακτηριστική «κωμική» του εμφάνιση[21] με τα αντίστοιχα παρατσούκλια (βλ. Ονοματολογία). Η ραμφοθήκη είναι ευρεία και τριγωνική, ταυτόχρονα όμως, όταν παρατηρείται από πάνω είναι στενή. Το ύψος της ρινοθήκης είναι μεγάλο και, σε συνδυασμό με την κυρτή μέση ραχιαία γραμμή (culmen) μοιάζει πολύ με εκείνη ενός παπαγάλου. Είναι πολυποίκιλα χρωματισμένο, από τα πλέον όμορφα σε πτηνά, πορτοκαλί-κόκκινο στην άκρη του και γκρίζο στο χρώμα του σχιστόλιθου (slate grey) στη βάση του, ενώ παρεμβάλλονται εγκάρσιες λευκόχρωμες αυλακώσεις, διαφορετικού πλάτους -λεπτότερες στην άκρη. Το πλέον ιδιαίτερο, όμως, στοιχείο είναι μια χαρακτηριστική κίτρινη «ροζέτα» στο σημείο ένωσης της ραμφοθήκης με το κεφάλι, ακριβώς στη γωνία του στόματος, σαρκώδης και καρδιοειδούς σχήματος. Το ασυνήθιστο παρουσιαστικό του ράμφους συμπληρώνει μία, επίσης, κίτρινη υβώδης περιφερειακή ακμή που περιβάλλει το ράμφος στο σημείο ένωσής του με το πρόσωπο.
Οι ακριβείς αναλογίες του ράμφους αλλάζουν με την ηλικία του πτηνού. Σε ένα ανώριμο άτομο, το ράμφος έχει φθάσει στο πλήρες μήκος του, αλλά δεν είναι τόσο πλατύ όσο αυτό ενός ενήλικα. Με τον καιρό το ράμφος «βαθαίνει», η μέση άνω ραχιαία γραμμή (culmen) κάμπτεται περαιτέρω, ενώ μία ή περισσότερες αυλακώσεις σχηματίζονται στο εμπρόσθιο κόκκινο τμήμα του ράμφους.[14]
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του ράμφους αρχίζουν να εμφανίζονται κατά την άνοιξη, αλλά στο τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου, αυτά τα ειδικά επιχρίσματα και εξαρτήματα αποπίπτουν σε μια μερική έκδυση.[22] Το ράμφος, έτσι, εμφανίζεται λιγότερο πλατύ, η άκρη λιγότερο «φωτεινή» και η βάση πιο σκούρα γκρι. Τα περιφερειακά εξαρτήματα του οφθαλμού εξαφανίζονται και τα μάτια φαίνονται πιο στρογγυλά. Την ίδια στιγμή, τα φτερά του κεφαλιού και του λαιμού αντικαθίστανται και το πρόσωπο γίνεται πιο σκούρο.[23]
- Το χειμερινό πτέρωμα της φρατέρκουλας του Ατλαντικού, σπάνια παρατηρείται από τους ανθρώπους, επειδή όταν έχουν αφήσει τους νεοσσούς τους, τα πουλιά κατευθύνονται στην ανοικτή θάλασσα και δεν επιστρέφουν στην ξηρά μέχρι την επόμενη εποχή αναπαραγωγής.
Τα νεαρά άτομα είναι παρόμοια με τα ενήλικα στο πτέρωμα αλλά, συνολικά, πιο «θαμπά», με πολύ πιο σκούρο γκρι πρόσωπο και κιτρινωπούς-καφέ ταρσούς και άκρο του ράμφους. Μετά την πτέρωση (fledging), οδεύουν προς τη θάλασσα και δεν επιστρέφουν στην ξηρά, παρά μετά από πολλά χρόνια. Εν τω μεταξύ, κάθε χρόνο, θα έχουν πλατύτερο ράμφος, πιο «χλωμά» μπαλώματα στο πρόσωπο και πιο φωτεινά πόδια.[24]
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ολικό μήκος σώματος: (25-) 28 έως 30 (-34) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: (42-) 47 έως 55 (-63) εκατοστά
- Μήκος εκάστης πτέρυγας: 152 έως 167 χιλιοστά (σε δείγμα Ν=583 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)]
- Βάρος: 325 έως 450 γραμμάρια (Ν=467) [4]
(Πηγές:[8][21][25][26][27][28][29][30][31])
Τροφή και θήρευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φρατέρκουλα του Ατλαντικού τρέφεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με ψάρια, αν και εξέταση των περιεχομένων του στομάχου, δείχνει ότι τρώει περιστασιακά γαρίδες και άλλα καρκινοειδή, μαλάκια και πολύχαιτους δακτυλιοσκώληκες, ιδιαίτερα σε πιο παράκτια ύδατα.[32] Μπορεί να φάει λεπτόσωμα ψάρια μήκους μέχρι 18 εκ., αλλά συνήθως τα θηράματα είναι μικρότερα, περίπου 7 εκ. Έχει υπολογιστεί ότι ένα ενήλικο πουλί πρέπει να φάει περίπου 40 ψάρια την ημέρα, αυτού του μεγέθους, με κύριο θήραμα τα χέλια της άμμου (sand eel), αλλά και ρέγγες, κλουπεΐδες και οσμερίδες.
Όταν ψαρεύει, κολυμπά υποβρύχια χρησιμοποιώντας τις μισοανοιγμένες πτέρυγες σαν κουπιά και τα πόδια της σαν πηδάλιο. Κινείται γρήγορα, μπορεί να φθάσει σε σημαντικά βάθη και να παραμείνει βυθισμένη για μέχρι και ένα (1) λεπτό της ώρας. Ψαρεύει με την όραση και μπορεί να καταπιεί μικρά ψάρια όσο βρίσκεται κάτω από το νερό, αλλά τα μεγαλύτερα καταναλώνονται στην επιφάνεια. Τα περισσότερα από τα θηράματα συλλαμβάνονται μέχρι 30 μ. από την επιφάνεια του νερού,[33] αν και είναι σε θέση να καταδυθεί έως τα 60 μ.[34]
- Είναι σε θέση να πιάσει αρκετά μικρά ψάρια σε μία (1) κατάδυση, κρατώντας τα πρώτα σε σταθερή θέση στο ράμφος, χρησιμοποιώντας τη μυώδη, αυλακωτή γλώσσα της, ενώ πιάνει και τα υπόλοιπα. Οι δύο γνάθοι αρθρώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε, κλείνουν παράλληλα και μπορούν να διατηρήσουν μια σειρά από μικρά ψάρια στη θέση τους, ενώ ειδικές οδοντώσεις των χειλέων του ράμφους υποβοηθούν τη συγκράτηση.
Η αναπόφευκτη κατανάλωση θαλασσινού νερού αντιμετωπίζεται εν μέρει από τη φυσιολογία των νεφρών της και εν μέρει από την απέκκριση άλατος μέσω εξειδικευμένων αδένων στα ρουθούνια της.[35] Κατά τη σίτιση των νεοσσών, τα πουλιά αναζητούν τροφή γενικά σε απόσταση 10 χλμ. από την αποικία τους, αλλά αυτή μπορεί να φθάνει μέχρι και 50 ή 100 χλμ. από αυτήν (βλ. και Αναπαραγωγή).[36][37]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως συμβαίνει με πολλά άλλα θαλασσοπούλια, η φρατέρκουλα του Ατλαντικού ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο μακριά από την ξηρά, στον ανοικτό ωκεανό, και έρχεται στις παράκτιες περιοχές μόνο για να αναπαραχθεί.
Στη θάλασσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενικά, περιπλανιέται μοναχικά, αν και το κομμάτι αυτό της ζωής της έχει ελάχιστα μελετηθεί και παραμένει ένα μυστήριο,[38] διότι η εξεύρεση έστω και ενός (1) ατόμου στον απέραντο ωκεανό είναι εξαιρετικά δύσκολη. Όταν κάθεται στην επιφάνεια, επιπλέει σαν φελλός (sic), ενώ προωθείται με κινήσεις των ισχυρών ποδιών της, ακόμη και όταν -φαινομενικά- αναπαύεται. Ξοδεύει πολύ χρόνο κάθε μέρα στη διευθέτηση του πτερώματός της (preening) και την επάλειψη με ελαιώδη ουσία που το καθιστά αδιάβροχο και παρέχει θερμική μόνωση. Όπως και άλλα θαλασσοπούλια, η άνω επιφάνεια του σώματος είναι μαύρη και η κάτω, λευκή. Αυτό παρέχει καμουφλάζ, από τα εναέρια αρπακτικά που δύσκολα τη διακρίνουν στο σκοτεινό φόντο της θάλασσας, ενώ συγχρόνως δένει αρμονικά με τον φωτεινό ουρανό πάνω από τα κύματα, όταν παρατηρείται υποβρυχίως, οπότε δεν γίνεται αντιληπτή από τα θηράματά της.[35]
Στη στεριά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την άνοιξη, τα ενήλικα πουλιά επιστρέφουν στη στεριά, συνήθως στην αποικία στην οποία είχαν γεννηθεί. Άτομα που μετακινήθηκαν μετά την εκκόλαψη και απελευθερώθηκαν αλλού ως νεοσσοί, διαπιστώθηκε ότι ξαναγυρίζουν στο σημείο απελευθέρωσής τους.[39] Τα πουλιά συγκεντρώνονται για λίγες ημέρες στη θάλασσα, σε μικρές ομάδες λίγο μακρύτερα από την ακτή, πριν επιστρέψουν στις θέσεις φωλιάσματος, στα βράχια. Κάθε μεγάλη αποικία από φρατέρκουλες του Ατλαντικού υποδιαιρείται σε υπο-αποικίες, που διαχωρίζονται μεταξύ τους από φυσικά εμπόδια, όπως συστάδες από φτέρες ή αγκαθωτούς θάμνους. Τα πουλιά που έρχονται πρώτα καταλαμβάνουν τις καλύτερες θέσεις, που είναι τα πυκνοσκαμμένα λαγούμια σε ολισθηρές πλαγιές ακριβώς επάνω από την άκρη του γκρεμού, εκεί όπου η απογείωση είναι πιο εύκολο να επιτευχθεί. Τα πουλιά που έρχονται καθυστερημένα στην αποικία, μπορεί να διαπιστώσουν ότι όλες οι καλές θέσεις έχουν ήδη καταληφθεί και να παραμείνουν στα «σύνορα», εκεί όμως όπου βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο θήρευσης. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα με τα νεότερα, υπο-ενήλικα (subadults) πτηνά που, μπορεί να έλθουν στην ξηρά έναν (1) μήνα ή περισσότερο μετά τα ώριμα πουλιά και δεν βρίσκουν καθόλου θέσεις φωλιάσματος. Δεν θα αναπαραχθούν μέχρι το επόμενο έτος, αν και έχει βρεθεί ότι, εάν το έδαφος που περιβάλλει την αποικία έχει μειωθεί σε επιφάνεια πριν φτάσουν αυτά τα άτομα, ο αριθμός των επιτυχώς αναπαραγόμενων ζευγαριών μπορεί να είναι αυξημένος.[40]
Οι φρατέρκουλες του Ατλαντικού είναι πολύ προσεκτικές όταν πλησιάζουν την αποικία και αποφεύγουν να καταλαμβάνουν κάποια θέση, πριν ελέγξουν ότι ήδη υπάρχουν και άλλα πτηνά του είδους τους. Γι’ αυτό και κάνουν πολλούς κύκλους πάνω από την αποικία πριν την οριστική τους εγκατάσταση. Στο έδαφος ξοδεύουν πολύ χρόνο περιποιούμενες το πτέρωμά τους, αλείφοντάς το με λιπαρή ουσία και τακτοποιώντας τα φτερά τους, ένα προς ένα, με το ράμφος ή τα νύχια τους. Μπορούν επίσης να περνούν το χρόνο τους μπροστά στις εισόδους των λαγουμιών τους και να «κοκκορομαχούν» με τους περαστικούς.
Η κυριαρχία που θέλουν να επιβάλλουν φαίνεται από τη όρθια στάση, τα αναμαλλιασμένα φτερά στο στήθος και την ανορθωμένη ουρά, το υπερβολικά αργό βάδισμα, τις σπασμωδικές κινήσεις του κεφαλιού και την επίδειξη των χασμών τους. Αντίθετα, η υποταγή εκδηλώνεται με το κεφάλι κάτω, και την οριζοντίωση του σώματος, όταν περνάνε μπροστά από τα κυρίαρχα άτομα. Τα πουλιά συνήθως «κοινοποιούν» την πρόθεσή τους να απογειωθούν χαμηλώνοντας λίγο το σώμα τους πριν αρχίσουν να κατηφορίζουν την πλαγιά για να αποκτήσουν ταχύτητα. Εάν κάποιο πουλί απογειωθεί απροσδόκητα, πανικός μπορεί να εξαπλωθεί στην αποικία, με όλα τα πτηνά να απογειώνονται και να σχηματίζουν κυκλικά σμήνη πάνω από αυτήν.
Η αποικία είναι πιο «ζωντανή» το βράδυ, με τα πουλιά να κάθονται έξω από τα λαγούμια τους, πάνω στο γρασίδι ή να «κάνουν βόλτες». Στη συνέχεια, όταν πέσει η νύχτα, οι ορθοπλαγιές αδειάζουν, με τα πουλιά να κατευθύνονται στη θάλασσα για να κουρνιάσουν και, μάλιστα, συχνά προεπιλέγουν θέσεις ψαρέματος, έτοιμα για να τραφούν νωρίς το πρωί.[40]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πουλιά είναι συνήθως μονογαμικά, αλλά αυτό είναι, περισσότερο, το αποτέλεσμα της επιστροφής στο ίδιο μέρος και όχι της πίστης στους συντρόφους τους. Δηλαδή, τα μέλη ενός ζευγαριού επανασυναντώνται στο ίδιο σημείο και -λογικά- επαναζευγαρώνουν!
Οι φρατέρκουλες του Ατλαντικού είναι τόσο δραστήριες στην εκσκαφή και επισκευή λαγουμιών που, οι ολισθηρές ορθοπλαγιές μπορεί να κινδυνεύσουν με κατάρρευση από τα πυκνά δίκτυα των σηράγγων. Οι κατασκευές αυτές προκαλούν την αποξήρανση του τυρφώδους χλοοτάπητα το καλοκαίρι, με τη βλάστηση να πεθαίνει και το ξερό χώμα να στροβιλίζεται μακριά από τον άνεμο. Μάλιστα, πράγματι κάποια λαγούμια καταρρέουν, αν και σε αυτό συμβάλλουν και οι άνθρωποι που, ηθελημένα ή -τις περισσότερες φορές- αθέλητα, βαδίζουν γρήγορα και άτσαλα στις περιοχές φωλιάσματος.
Έχοντας περάσει μοναχικά τον χειμώνα στον ωκεανό, δεν είναι σαφές αν το κάθε πουλί συναντά τον πρώην σύντροφό του στη θάλασσα, ή όταν επιστρέφουν στα εδάφη φωλιάσματος. Όταν βρεθούν εκεί, τα μέλη του ζευγαριού, σύντομα αρχίζουν να καθαρίζουν και να τακτοποιούν το λαγούμι. Συχνά, το ένα πουλί μένει έξω στην είσοδο, ενώ το άλλο σκάβει με το ράμφος και προωθεί με τα πόδια του τις ποσότητες χώματος, που... «λούζουν» αυτόν που στέκεται έξω. Μερικά πουλιά μαζεύουν βλαστούς και θραύσματα από ξερά χόρτα, για υλικά φωλιάσματος, ενώ άλλα δεν μπαίνουν καν στον κόπο. Μερικές φορές φέρνουν με το ράμφος τους μια αρμαθιά από υλικά στο λαγούμι, μόνο και μόνο για να τα ξαναβγάλουν στην επιφάνεια και να τα πετάξουν!
Εκτός από το κτίσιμο της φωλιάς, άλλος τρόπος με τον οποίο τα πουλιά «συσφίγγουν τη σχέση τους» είναι η ανταλλαγή ραμφισμών (billing). Αυτή είναι μια πρακτική κατά την οποία, τα μέλη του ζευγαριού προσεγγίζουν το ένα το άλλο, το καθένα κουνάει το κεφάλι του από τη μία πλευρά στην άλλη και, στη συνέχεια, χτυπάνε τα ράφη μεταξύ τους. Αυτό φαίνεται να είναι ένα σημαντικό στοιχείο του τελετουργικού ερωτοτροπίας, διότι συμβαίνει κατ' επανάληψιν, με τα πουλιά να συνεχίζουν να ανταλλάσουν ραμφισμούς, σε μικρότερο βαθμό, καθ’ όλη την περίοδο αναπαραγωγής.[40]
Η φρατέρκουλα του Ατλαντικού γίνεται σεξουαλικά ώριμη σε ηλικία τεσσάρων έως πέντε ετών. Τα πουλιά φωλιάζουν κατά αποικίες, σκάβοντας λαγούμια σε χορταριασμένες ορθοπλαγιές ή επαναχρησιμοποιούν τα ήδη υφιστάμενα, ενώ μπορεί επίσης να φωλιάζουν σε ρωγμές ανάμεσα στους βράχους. Εύλογα, βρίσκονται σε ανταγωνισμό με άλλα πουλιά και θηλαστικά για τα λαγούμια. Έτσι, ένα πουλί μπορεί να σκάψει δική του τρύπα ή να μπει σε μιαν άλλη που έχει ανοιχτεί π.χ. από ένα κουνέλι και, χρησιμοποιώντας το ράμφος, να «ξεσπιτώσει» τον ιδιοκτήτη. Οι μύχοι (Puffinus puffinus) φωλιάζουν επίσης υπόγεια και, συχνά, μοιράζονται τον ίδιο χώρο με τις φρατέρκουλες, δραστηριότητα που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της ωοτοκίας.[41]
Η περίοδος ωοοτοκίας ξεκινά τον Απρίλιο στις πιο νότιες αποικίες, αλλά σπάνια συμβαίνει πριν από τον Ιούνιο στις βόρειες, π.χ. στη Γροιλανδία. Το θηλυκό γεννά ένα (1) μόνον αβγό κάθε χρόνο, αλλά αν αυτό χαθεί στις αρχές της περιόδου αναπαραγωγής, μπορεί να γεννήσει και δεύτερο.[42] Σύγχρονη εναπόθεση αβγών παρατηρείται σε γειτνιάζοντα λαγούμια.[43] Το αυγό είναι μεγάλο σε σχέση με το μέγεθος της μητέρας, με μέσες διαστάσεις 60,8 Χ 42,3 χιλιοστά, ενώ ζυγίζει περίπου 62-64 γραμμάρια, εκ των οποίων ποσοστό 7% είναι κέλυφος.[4][44] Οι ευθύνες επώασης ανήκουν από κοινού και στους δύο γονείς. Ο καθένας διαθέτει δύο, ελεύθερες από φτερά, περιοχές επώασης (brood patches), όπου βελτιωμένη παροχή αίματος παρέχει αυξημένη θερμότητα για το αβγό. Κατά την επώαση μέσα στο σκοτεινό λαγούμι, μεγάλο μέρος του χρόνου τού γονέα περνάει με ύπνο και, μόνο περιστασιακά, βγαίνει από την τρύπα για να ξεσκονίσει τα φτερά του ή να κάνει μια σύντομη πτήση προς τη θάλασσα.[42] Γενικά, πάντως, το αρσενικό ξοδεύει περισσότερο χρόνο για τη φύλαξη και την περιποίηση της φωλιάς, ενώ το θηλυκό έχει μεγαλύτερη συμμετοχή στην επώαση και σίτιση του νεοσσού.[45] Ο χρόνος επώασης είναι περίπου 39-45 ημέρες. Έξω από τη φωλιά, η πρώτη ένδειξη ότι έχει πραγματοποιηθεί εκκόλαψη, είναι η άφιξη ενός ενήλικα με το ράμφος γεμάτο με ψάρια.
Για τις πρώτες -λίγες- ημέρες ο νεοσσός τροφοδοτείται ράμφος-με-ράμφος αλλά, αργότερα, τα ψάρια απλά αφήνονται στο δάπεδο της φωλιάς, δίπλα στον νεοσσό που τα καταπίνει ολόκληρα. Ο νεοσσός είναι φωλεόφυγος, καλύπτεται με μαύρο χνούδι, τα μάτια του είναι ανοικτά και μπορεί να σταθεί όρθιος μόλις εκκολαφθεί. Αρχικά ζυγίζει περίπου 42 γραμμάρια, αλλά αναπτύσσεται με ρυθμό 10 γραμμάρια την ημέρα. Ο ένας ή και οι δύο γονείς τον σιτίζουν, αλλά καθώς η όρεξή του αυξάνει σταδιακά, αφήνεται μόνος του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επειδή οι γονείς πρέπει να φέρνουν τροφή.[46] Οι περιοχές κυνηγιού των γονέων, μπορεί να φθάνουν σε απόσταση μέχρι και 100 χιλιομέτρων, από τη θέση της φωλιάς αν και, όταν μεγαλώνουν τα μικρά τους, οι γονείς απομακρύνονται κατά το ήμισυ αυτής της απόστασης.[47] Έχει παρατηρηθεί ότι, οι ενήλικες φέρνοντας ψάρια στους νεοσσούς τους, τείνουν να φθάνουν κατά ομάδες. Αυτό πιστεύεται ότι ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο κλεπτοπαρασιτισμού (kleptoparasitism) από τον στερκοράριο (Stercorarius parasiticus) που παρενοχλεί τις αρκτικές φρατέρκουλες μέχρι να αφήσουν να πέσουν οι ψαριές τους. Αλλά και η θήρευση των ίδιων των ενηλίκων από τον ληστόγλαρο (Catharacta skua) μειώνεται, επίσης, όταν πολλά πουλιά καταφθάνουν ταυτόχρονα.[48]
Στα νησιά Σέτλαντ, τα χέλια της άμμου (Ammodytes marinus) αποτελούν τουλάχιστον το 90% της τροφής που δίνεται στους νεοσσούς. Διαπιστώθηκε ότι, στα χρόνια όπου η διαθεσιμότητα αυτών των χελιών ήταν χαμηλή, τα ποσοστά αναπαραγωγικής επιτυχίας μειώθηκαν, με πολλούς νεοσσούς να πεθαίνουν.[49] Στη Νορβηγία η ρέγγα (Clupea harengus) είναι η βάση της διατροφής τους και, παρομοίως, όταν οι αριθμοί της φθίνουν, το ίδιο συμβαίνει και με τις φρατέρκουλες του Ατλαντικού.[50] Στo Λαμπραντόρ του Καναδά, οι εκεί πληθυσμοί φάνηκαν πιο «ευέλικτοι» και, όταν η βασική λεία -ιχθείς Mallotus villosus- μειώθηκε σε διαθεσιμότητα, ήσαν σε θέση να αρκεστούν και σε άλλα είδη ψαριών.[51]
Οι νεοσσοί πτερώνονται (fledge) στις 34 με 50 ημέρες, ανάλογα με την αφθονία τροφής. Σε χρονιές με έλλειψη ψαριών, ολόκληρη η αποικία μπορεί να παρουσιάσει επιμηκυμένη περίοδο πτέρωσης, αλλά το κανονικό εύρος της είναι 38 έως 44 ημέρες, διάστημα εντός του οποίου, τα νεαρά πουλιά θα έχουν φθάσει περίπου στο 75% του ώριμου σωματικού τους βάρους. Οι νεοσσοί σπάνια κάνουν την εμφάνισή τους έξω από τη φωλιά και, κάποια στιγμή αφήνουν τη φωλιά τους το βράδυ, όταν ο κίνδυνος θήρευσης είναι στο χαμηλότερο σημείο της. Στην αρχή περπατούν γρήγορα και τρέχουν προς τη θάλασσα, διότι δεν μπορούν ακόμη να πετάξουν σωστά. Όταν φτάσουν στο νερό, «κωπηλατούν» με τις πτέρυγές τους και, το πρωί, μπορεί να βρίσκονται μέχρι και τρία χιλιόμετρα μακριά από την ακτή. Δεν συναθροίζονται με άλλα άτομα του είδους τους και δεν θα επιστρέψουν στη στεριά, παρά μόνον `μετά από δύο ή τρία χρόνια.[52]
Θηρευτές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι φρατέρκουλες του Ατλαντικού είναι, πιθανώς, πιο ασφαλείς στην ανοικτή θάλασσα. Εδώ οι κίνδυνοι είναι κάτω από το νερό και όχι από πάνω, γι’ αυτό και μερικές φορές βάζουν τα κεφάλια τους υποβρύχια για να ελέγξουν για τυχόν αρπακτικά ζώα. Οι φώκιες είναι γνωστό ότι σκοτώνουν τις φρατέρκουλες, όπως και τα μεγάλα ψάρια. Οι περισσότερες αποικίες τους βρίσκονται σε μικρά νησιά, και αυτό δεν είναι τυχαίο καθώς, έτσι, αποφεύγουν τη θήρευση από χερσαία θηλαστικά όπως αλεπούδες, αρουραίους, νυφίτσες, γάτες και σκύλους. Όταν έρχονται στη στεριά, τα πουλιά διατρέχουν κίνδυνο κυρίως από αρπακτικά πτηνά.[53]
Στους κύριους θηρευτές της φρατέρκουλας του Ατλαντικού περιλαμβάνονται ο γιγαντόγλαρος (Larus marinus), ο αετοληστόγλαρος (Stercorarius skua), και παρομοίου μεγέθους είδη, τα οποία μπορεί να πιάσουν ένα πουλί εν πτήσει, ή να επιτεθούν σε κάποιο που δεν είναι σε θέση να ξεφύγει αρκετά γρήγορα στο έδαφος. Όταν υπάρξει κίνδυνος, οι φρατέρκουλες απογειώνονται προς τη θάλασσα ή υποχωρούν στα λαγούμια τους, αλλά ακόμη και αν συλληφθούν θα αμυνθούν σθεναρά με το ράμφος και τα αιχμηρά νύχια τους. Τα μικρότερα είδη όπως ο ασημόγλαρος του Βορρά (Larus argentatus) και ο μελανόγλαρος (Larus fuscus), δύσκολα καταφέρνουν να θανατώσουν κάποιο υγιές ενήλικο άτομο. Ωστόσο, λυμαίνονται την αποικία, τρώγοντας όσα αβγά κύλησαν προς τις εισόδους των λαγουμιών ή τους πρόσφατα εκκολαφθέντες νεοσσούς που έχουν αποτολμήσει να απομακρυνθούν από τη φωλιά στο φως της ημέρας.
Κίνδυνοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πετρελαιοκηλίδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεδομένου ότι η φρατέρκουλα του Ατλαντικού περνάει μεγάλο μέρος της ζωής της στην ανοικτή θάλασσα, είναι ευαίσθητη στις ανθρώπινες δραστηριότητες και τις επιπτώσεις τους, όπως είναι οι πετρελαιοκηλίδες. Το ρυπαρό πτέρωμα έχει μειωμένη μονωτική ικανότητα, κάνει το πουλί πιο ευάλωτο στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και με μικρότερη πλευστότητα στο νερό.[54] Αυτό όμως είναι το λιγότερο διότι, πολλά πουλιά πεθαίνουν ενώ προσπαθούν να αφαιρέσουν το πετρέλαιο και έτσι εισπνέουν ή καταπίνουν τοξίνες. Αυτό οδηγεί σε φλεγμονή των αεραγωγών και του εντέρου και μακροπρόθεσμα, βλάβες στο συκώτι και τα νεφρά. Άλλη σοβαρή παρενέργεια είναι η απώλεια της αναπαραγωγικής επιτυχίας και βλάβες στην ανάπτυξη των εμβρύων.
Μια πετρελαιοκηλίδα που σχηματίζεται τον χειμώνα, όταν τα πουλιά είναι μακριά έξω στη θάλασσα, μπορεί να επηρεάσει περισσότερο τα παράκτια πουλιά των άλλων ειδών, διότι σύντομα «σπάζει» και διαχέεται από την ανατάραξη των κυμάτων. Όταν κάποια λαδωμένα πουλιά εκβράζονται στις παραλίες του Ατλαντικού, μόνο το 1,5% είναι φρατέρκουλες αλλά, στατιστικά, πολλά άλλα έχουν πεθάνει μακριά από την ξηρά.[55] Μετά το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου «Torrey Canyon» και την διαρροή πετρελαίου το 1967, μόνο μερικές νεκρές φρατέρκουλες του Ατλαντικού ανακτήθηκαν, αλλά ο αριθμός των πτηνών αναπαραγωγής στη Γαλλία, κατά το επόμενο έτος μειώθηκε κατά 16%.[56]
Υπερθέρμανση του πλανήτη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να έχει επιπτώσεις και στις πληθυσμούς των θαλασσοπουλιών στον βόρειο Ατλαντικό. Η πιο σημαντική συνιστώσα μπορεί να είναι η αύξηση της θερμοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας, η οποία, ωστόσο, μπορεί να έχει οφέλη για ορισμένες αποικίες της φρατέρκουλας του Ατλαντικού.[57] Η αναπαραγωγική επιτυχία εξαρτάται από την ύπαρξη άφθονης τροφής κατά τη στιγμή μέγιστης ζήτησης, όταν δηλαδή μεγαλώνουν οι νεοσσοί. Στη βόρεια Νορβηγία το κύριο θήραμα για τους νεοσσούς είναι οι νεαρές ρέγγες. Η επιτυχής αναπαραγωγή και ο αριθμός των προνυμφών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους εξαρτάται από τη θερμοκρασία του νερού, η οποία ελέγχει την αφθονία του πλαγκτόν που, με τη σειρά του, επηρεάζει την ανάπτυξη και την επιβίωση της ρέγγας του πρώτου έτους, που εκμεταλλεύονται οι φρατέρκουλες, για να κλείσει έτσι ο κύκλος.[58]
Στο Μέιν, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η αλλαγή των πληθυσμών των ψαριών οφείλεται σε αλλαγές στη θερμοκρασία της θάλασσας και έχει κατηγορηθεί για την έλλειψη διαθεσιμότητας της ρέγγας, που είναι η βασική διατροφή των φρατερκουλών στην περιοχή. Μερικά ενήλικα πουλιά αδυνάτισαν υπερβολικά και πέθαναν. Άλλα, αναγκάστηκαν να τροφοδοτήσουν τη φωλιά με ψάρια του είδους Peprilus triacanthus, αλλά αυτά αποδείχθηκαν συχνά πολύ μεγάλα για να τα καταπιούν οι νεοσσοί, με αποτέλεσμα να πεθάνουν από την πείνα.
Τουρισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αποικίες αναπαραγωγής των φρατερκουλών του Ατλαντικού αποτελούν ενδιαφέρον θέαμα τόσο για τους παρατηρητές πουλιών όσο και για τους τουρίστες. Τέσσερις χιλιάδες άτομα φωλιάζουν κάθε χρόνο στα νησιά που βρίσκονται στα ανοικτά των ακτών του Μέιν, και οι επισκέπτες μπορούν να τα δουν από εκδρομικά καραβάκια που λειτουργούν τους καλοκαιρινούς μήνες. Υπάρχει ένα εξειδικευμένο Κέντρο Επισκεπτών στο Ρόκλαντ (Rockland), το οποίο παρέχει πληροφορίες για τα πουλιά και τη ζωή τους.[59] Στην Ισλανδία, η παρατήρηση των πτηνών είναι, επίσης, μια ατραξιόν και περιηγήσεις με βάρκα είναι διαθέσιμες.[60]
Κυνήγι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι φρατέρκουλες του Ατλαντικού έχουν κυνηγηθεί από τον άνθρωπο, από αμνημονεύτων χρόνων. Οι παράκτιες κοινότητες και οι κάτοικοι των νησιών με λίγους φυσικούς πόρους στη διάθεσή τους, χρησιμοποίησαν τα πουλιά ως πηγή τροφής στα βράχια και τις ακτές. Εκτός από το κρέας, τα φτερά τους χρησιμοποιήθηκαν για να γεμίζονται κλινοσκεπάσματα. Αλλά και τα αβγά τους καταναλώνονταν, αν και όχι στον ίδιο βαθμό όπως εκείνα ορισμένων άλλων θαλάσσιων πτηνών, διότι είναι πιο δύσκολο να εξαχθούν από τη φωλιά. Στις περισσότερες χώρες, οι φρατέρκουλες του Ατλαντικού προστατεύονται πλέον από τη νομοθεσία, και στις χώρες όπου το κυνήγι εξακολουθεί να επιτρέπεται, αυστηροί νόμοι εμποδίζουν την υπερθήρευση. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να αλιεύονται και να καταναλώνονται στην Ισλανδία και τις Νήσους Φερόες,[61] αλλά έχουν υπάρξει εκκλήσεις για πλήρη απαγόρευση του κυνηγιού τους στην Ισλανδία, λόγω της ανησυχίας για τον συρρικνούμενο αριθμό τους.[62]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των πτηνών φαίνεται να μειώνεται, η μείωση αυτή δεν περνάει το όριο για να θεωρηθεί ότι το είδος πρέπει να περάσει στην κατηγορία «Τρωτά» (VU), γι’ αυτό και η IUCN το κατατάσσει στα «Ελαχίστης Ανησυχίας» (LC).[20]
Ορισμένες από τις αιτίες της μείωσης του πληθυσμού μπορεί να είναι η αυξημένη θήρευση από γλάρους και ληστόγλαρους, η εισαγωγή αρουραίων, γάτων, σκύλων και αλεπούδων σε κάποια νησιά που χρησιμοποιούνται για φώλιασμα, η μόλυνση από τοξικά κατάλοιπα, ο πνιγμός σε δίχτυα αλιείας, η μείωση της διαθεσιμότητας τροφής και η κλιματική αλλαγή.[63] Σε μερικές περιπτώσεις η μείωση του τοπικού πληθυσμού ήταν εκκωφαντική, όπως στο βρετανικό νησί Λάντι (Lundy), όπου ο αριθμός των φρατερκουλών του Ατλαντικού μειώθηκε από 3.500 ζευγάρια το 1939, σε 10 ζεύγη το 2000. Αυτό οφειλόταν κυρίως στους αρουραίους που είχαν πολλαπλασιαστεί στο νησί και έτρωγαν αυγά και νεοσσούς. Μετά την εξάλειψη των αρουραίων, ελπίζεται ότι ο πληθυσμός θα ανακάμψει,[64] και το 2005, ένα νεαρό άτομο πιστεύεται ότι ήταν ο πρώτος νεοσσός στο νησί, εδώ και τριάντα χρόνια.[65]
Από την άλλη πλευρά, οι αριθμοί του είδους αυξήθηκαν σημαντικά στα τέλη του 20ού αιώνα στη Βόρεια Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των νησιών Μέι (May) και Φέιρν (Farne) του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου οι αριθμοί είχαν αυξηθεί κατά περίπου 10% ετησίως. Στην αναπαραγωγική περίοδο του 2013, περίπου 40.000 ζευγάρια είχαν καταγραφεί στα Φέιρν, μια μικρή αύξηση σε σχέση με την απογραφή του 2008.[66]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτει η Ισλανδία με 2,5 εκατομμύρια αναπαραγωγικά ζευγάρια.[67] Αυτό σημαίνει ότι η φρατέρκουλα του Ατλαντικού αποτελεί το πιο πολυπληθές πτηνό στο συγκεκριμένο νησιωτικό κράτος.[68] Αυτό, όμως, μόνο τυχαίο δεν είναι, διότι στα νησιά Βέστμαν (Vestmannaeyjar) της χώρας, όπου αναπαράγεται ο μισός πληθυσμός της Ισλανδίας, τα πουλιά είχαν σχεδόν εξαφανιστεί γύρω στο 1900 και τέθηκε σε εφαρμογή απαγόρευση του κηνυγιού για τριάντα χρόνια (!). Όταν οι αριθμοί ανέκαμψαν, μια διαφορετική μέθοδος θήρας χρησιμοποιήθηκε, και τώρα το κυνήγι διατηρείται σε ένα βιώσιμο επίπεδο για το είδος.[69] Ωστόσο, περαιτέρω απαγόρευση του κυνηγιού για το σύνολο της Ισλανδίας πραγματοποιήθηκε το 2011, αν και η προσωρινή μείωση που καταγράφηκε, οφειλόταν στην ανεπάρκεια τροφής και όχι στην υπερθήρευση.[67]
Κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φρατέρκουλα του Ατλαντικού είναι το επίσημο σύμβολο στις επαρχίες της Νέας Γης και του Λαμπραντόρ, του Καναδά.[70] Ο νορβηγικός δήμος Værøy την έχει απεικονίσει, επίσης, στον θυρεό του.[71]
Κάποια νησιά έχουν πάρει το όνομά τους από το πουλί. Το νησί Λάντι (Lundy) στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει αντλήσει την ονομασία του από τη σκανδιναβική λέξη lund-ey «νησί-φρατέρκουλα».[72] Το νησί είχε εκδόσει δικά του νομίσματα και, το 1929, δικά του γραμματόσημα με την εικόνα του πουλιού.[73] Άλλες χώρες ή εξαρτήσεις που έχουν απεικονίσει κατά καιρούς τη φρατέρκουλα του Ατλαντικού στα γραμματόσημά τους είναι ο Καναδάς, οι Φερόες, η Γαλλία, το Γιβραλτάρ, τα νησιά Γκέρνσεϊ στη Μάγχη, η Ισλανδία, η Ιρλανδία, η Νήσος του Μαν, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, η Ρωσία, η Σλοβενία, το Σαιν Πιερ και Μικελόν και το Ηνωμένο Βασίλειο.[74]
Η LPO, ένας γαλλικός οργανισμός βιοποικιλότητας με επίκεντρο την προστασία των πτηνών, χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι φρατέρκουλας του Ατλαντικού ως έμβλημά της.[75]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Σύμφωνα με αυτά που αναφέρονται στην ονοματολογία του είδους (βλ. Ονοματολογία), δεν είναι δυνατή η μονολεκτική απόδοση της λατινικής λέξης fratercula στην ελληνική γλώσσα, ούτε και κάποιος ευρέως αποδεκτός ελληνικός όρος για τη -λόγια- ονομασία του γένους. Ως εκ τούτου ο όρος fratercula μεταφράζεται ως έχει από τα λατινικά, ως φρατέρκουλα ή φρατερκούλη.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Howard and Moore, p. 155
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=177025
- ↑ 3,0 3,1 ΠΛΜ: 60, 142
- ↑ 4,0 4,1 4,2 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob6540.htm
- ↑ Simpson & Weiner
- ↑ Lockwood
- ↑ Lee & Haney (1996)
- ↑ 8,0 8,1 8,2 Mullarney et al, p. 194
- ↑ NGM, p. 85
- ↑ 10,0 10,1 http://ibc.lynxeds.com/species/atlantic-puffin-fratercula-arctica
- ↑ Guthrie et al
- ↑ Mayr
- ↑ http://www.env.gov.nl.ca
- ↑ 14,0 14,1 Boag & Alexander, p. 24-9
- ↑ Petersen
- ↑ http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22694927
- ↑ Boag & Alexander, p. 30
- ↑ http://projectpuffin.audubon.org/cabot-discovery
- ↑ Harris et al
- ↑ 20,0 20,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22694927/0
- ↑ 21,0 21,1 Harrison & Greensmith, p. 157
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2014.
- ↑ http://www.planetofbirds.com/charadriiformes-alcidae-atlantic-puffin-fratercula-arctica
- ↑ Boag & Alexander, p. 19-23
- ↑ Flegg, p. 142
- ↑ Heinzel et al, p. 190
- ↑ Perrins, p. 134
- ↑ Bruun, p. 162
- ↑ Scott & Forrest, p. 128
- ↑ Singer, p. 217
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ Falk et al
- ↑ Piatt & Nettleship
- ↑ Burger & Simpson
- ↑ 35,0 35,1 Boag & Alexander, p. 30-43
- ↑ Harris
- ↑ Rodway & Montevecchi
- ↑ NGM, p. 91
- ↑ Kress & Nettleship
- ↑ 40,0 40,1 40,2 Boag & Alexander, p. 44-65
- ↑ Boag & Alexander, p. 107
- ↑ 42,0 42,1 Boag & Alexander, p. 78-81
- ↑ Ehrlich et al
- ↑ Harrison, p. 186
- ↑ Creelman & Storey
- ↑ Boag & Alexander, p. 82-95
- ↑ Lilliendahl et al
- ↑ Merkel et al
- ↑ Martin
- ↑ Barrett et al
- ↑ Baillie & Jones
- ↑ Boag & Alexander, p. 85-99
- ↑ Boag & Alexander, p. 102-3
- ↑ Dunnet et al
- ↑ Mead
- ↑ Goethe
- ↑ Sandvik et al
- ↑ Durant et al
- ↑ "Bird watching: Puffins". Maine. Maine Office of Tourism
- ↑ Oswell, Paul "Iceland holidays: Volcano walks and puffin spotting (or not) in the Westman Islands"
- ↑ Lowther et al
- ↑ "Outright puffin hunting ban suggested in face of population crisis". IceNews. 1 November 2011
- ↑ Mitchell et al
- ↑ http://www.bbc.co.uk/devon/content/articles/2005/06/08/lundy_rats_feature.shtml
- ↑ http://www.birdforum.net/showthread.php?t=37853
- ↑ Puffin census on Farne Islands shows numbers rising". BBC News: Science and Environment
- ↑ 67,0 67,1 http://www.icenews.is/2011/11/01/outright-puffin-hunting-ban-suggested-in-face-of-population-crisis/ Αρχειοθετήθηκε 2013-12-07 στο Wayback Machine.
- ↑ Kristjánsson
- ↑ http://www.icelandontheweb.com/
- ↑ Higgins
- ↑ "Værøy". Heraldry of the World. Retrieved August 2014
- ↑ Swann
- ↑ "Lundy Island Cinderella". King George V Silver Jubilee
- ↑ Gibbins
- ↑ http://www.lpo.fr/
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Baillie, Shauna M.; Jones, Ian L (2003). "Atlantic Puffin (Fratercula arctica) chick diet and reproductive performance at colonies with high and low capelin (Mallotus villosus) abundance". Canadian Journal of Zoology 81 (9): 1598–1607. doi:10.1139/z03-145.
- Barrett, R.T., Anker-Nilsson, T., Rikardsen, F., Valde, K., Røv, N. and Vader, W. 1987. The food, growth and fledging success of Norwegian puffin chicks Fratercula arcitica in 1980-1983. Ornis Scandinavica 18: 73-83.
- Boag, David; Alexander, Mike (1995). The Puffin. London: Blandford. ISBN 0-7137-2596-6.
- BirdLife International. 2000. The Development of Boundary Selection Criteria for the Extension of Breeding Seabird Special Protection Areas into the Marine Environment. OSPAR Convention for the Protection of the Marine Environment of the North-East Atlantic. Vlissingen (Flushing).
- Burger, A.E. and Simpson, M. 1986. Diving depths of Atlantic puffins and common murres. Auk 103: 828-830.
- Corkhill, P. 1973. Food and feeding ecology of puffins. Bird Study 20(3): 207-220.
- Creelman, E. and Storey, A.E. 1991. Sex-differences in reproductive-behavior of Atlantic puffins. Condor 93(2): 390-398.
- del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
- Dunnet, G.; Crisp, D.; Conan, G.; Bourne, W. (1982). "Oil pollution and seabird populations". Philosophical Transactions of the Royal Society of London B 297 (1087): 413–427. doi:10.1098/rstb.1982.0051.
- Durant, J.; Anker-Nilssen, T.; Stenseth, N. C. 2003. Trophic interactions under climate fluctuations: the Atlantic puffin as an example. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270: 1461-1466.
- Ehrlich, P.R.; Dobkin, D.S.; Wheye, D. (1988). The Birder's Handbook: A Field Guide to The Natural History of North American Birds (Atlantic Puffin ed.). New York: Simon & Schuster. pp. 207, 209–214. ISBN 0-671-62133-5.
- Falk, Knud; Jensen, Jens-Kjeld; Kampp, Kaj (1992). "Winter diet of Atlantic Puffins (Fratercula arctica) in the Northeast Atlantic". Colonial Waterbirds 15 (2): 230–235. doi:10.2307/1521457. JSTOR 1521457.
- Gibbins, Chris. "Atlantic Puffin Stamps". Birds of the World on Postage Stamps
- Goethe, Friedrich (1968). "The effects of oil pollution on populations of marine and coastal birds". Helgoländer wissenschaftliche Meeresuntersuchungen 17 (1–4): 370–374. doi:10.1007/BF01611237.
- Guthrie Daniel A., Howell W. Thomas and George L. Kennedy: A new species of extinct late pleistocene puffin (aves: Alcidae) from the southern California Channel Islands
- Harris, M.P. 1984. A. & C. Black Publishers Ltd, London, UK.
- Harris, M.P. and Hislop, J.R.G. 1978. The food of young puffins. Journal of Zoology 185: 213-236.
- Harris, M.P. and Riddiford, N.J. 1989. The food of some young seabirds on Fair Isle in 1986-88. Scottish Birds 15: 119-125.
- Harris, M.P. and Wanless, S. 1986. The food of young razorbills on the Isle of May and a comparison with that of young guillemots and puffins. Ornis Scandinavica 17: 41-46.
- Harris, M. P.; Anker-Nilssen, T.; McCleery, R. H. (2005). "Effect of wintering area and climate on the survival of adult Atlantic puffins Fratercula arctica in the eastern Atlantic". Marine Ecology Progress Series 297: 283–296
- Higgins, Jenny (2011). "The Arms, Seals, and Emblems of Newfoundland and Labrador". Newfoundland and Labrador Heritage. Memorial University of Newfoundland
- Hislop, J.R.G. and Harris, M.P. 1985. Recent changes in the food of young puffins (Fratercula arctica) on the Isle of May in relation to fish stocks. Ibis 127: 234-239.
- https://web.archive.org/web/20150924001219/http://www.env.gov.nl.ca/env/publications/parks/reserves_web.pdf
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
- Kress, Stephen W.; Nettleship, David N. (1988). "Re-establishment of Atlantic Puffins (Fratercula arctica) at a former breeding site in the Gulf of Maine". Journal of Field Ornithology 59 (2): 161–170. JSTOR 4513318.
- Kristjánsson, Jóhann K. (22 July 2012). "Lundi (Fratercula artica)" (in Icelandic). Retrieved August 2014.
- Lilliendahl, K.; Solmundsson, J.; Gudmundsson, G. A.; Taylor, L. (2003). "Can surveillance radar be used to monitor the foraging distribution of colonially breeding alcids?". Condor 105 (1): 145–150. doi:10.1650/0010-5422(2003)105[145:CSRBUT]2.0.CO;2.
- Lockwood, W. B. (1993). The Oxford Dictionary of British Bird Names. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-866196-2.
- Lowther, Peter E.; Diamond, A. W.; Kress, Stephen W.; Robertson, Gregory J.; Russell, Keith (2002). "Atlantic Puffin (Fratercula arctica)". The Birds of North America Online (A. Poole, Ed.). Ithaca: Cornell Lab of Ornithology.
- Martin, A.R. 1989. The diet of Atlantic puffin Fratercula arctica and northern gannet Sula bassana chicks at a Shetland colony during a period of changing prey availability. Bird Study 36(3): 170-180.
- Mayr, Ernst (1969). "Discussion: Footnotes on the philosophy of biology". Philosophy of Science 36 (2): 197–202. doi:10.1086/288246. JSTOR
- Mead, C. J. (1974). "The results of ringing auks in Britain and Ireland". Bird Study 21 (1): 45–86. doi:10.1080/00063657409476401.
- Merkel, Flemming Ravn; Nielsen, Niels Kurt; Olsen, Bergur (1998). "Clumped arrivals at an Atlantic Puffin colony". Colonial Waterbirds 21 (2): 261–267. doi:10.2307/1521918. JSTOR 1521918
- Mitchell, P. I.; Newton, S. F.; Ratcliffe, N.; Dunn, T. E. (1 August 2011). "Seabird Populations of Britain and Ireland: Results of the Seabird 2000 Census (1998–2002)". Joint Nature Conservation Committee. Retrieved August 2014.
- National Geographic Magazine (NGM), issue 225/6
- Pearson, T.H. 1968. The feeding ecology of sea-bird species breeding on the Farne Islands, Northumberland. Journal of Animal Ecology 37: 521-552.
- Petersen, Aevar (1976). "Size variables in puffins Fratercula arctica from Iceland, and bill features as criteria of age". Ornis Scandinavica 7 (2): 185–192. doi:10.2307/3676188. JSTOR 3676188
- Piatt, J.F., Nettleship, D.N. 1985. Diving depths of four alcids. The Auk 102: 293-297.
- Rodway, M.S., Montevecchi, W. A. 1996. Sampling methods for assessing the diets of Atlantic puffin chicks. Marine Ecology Progress Series 144(1-3): 41-55.
- Sandvik, H.; Erikstad, K. E;, Barrett, R. T.; Yoccoz, N. G. 2005. The effect of climate on adult survival in five species of North Atlantic seabirds. Journal of Animal Ecology 74: 817-831.
- Simpson, J.; Weiner, E., eds. (1989). "Puffin". Oxford English Dictionary (2nd ed.). Clarendon Press. ISBN 0-19-861186-2.
- Stone, C.J., Harrison, N.M., Webb, A. & Best, B.J. Seabird distribution around Skomer and Skokholm Islands, June 1990. 1992. Seabird distribution around Skomer and Skokholm Islands, June 1990.
- Stone, C.J., Webb, A., Barton, T.R. & Gordon, J.R.W. 1993. Seabird distribution around Skomer and Skokholm Islands, June 1992.
- Swann, H. Kirke (1913). A dictionary of English and Folk-names of British Birds. London: Witherby and Co. p. 149
- Wanless, S., Harris, M.P. and Morris, J.A. 1990. A comparison of feeding areas used by individual common murres (Uria aalge) razorbills (Alca torda) and an Atlantic puffin (Fratercula arctica) during the breeding season. Colonial Waterbirds 13: 16-24.
- Webb, A., Tasker, M.L. and Greenstreet, S.P.R. 1985. The distribution of guillemots (Uria aalge), razorbills (Alca torda) and puffins (Fratercula arctica) at sea around Flamborough Head, June 1984.