μαργαρίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{-el-}}: συμπλήρωση λήμματος |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
⚫ | |||
{{προσχέδιο}} |
|||
⚫ | |||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' {{γραπτηεμφ|1892}}<ref>{{Π:Κουμανούδης|2|624}}</ref> < {{λενδ|el|fr}} {{λδαν|0=-|fr|el|margarine}} < {{λ|μάργαρον|grc|μάργαρ(ον)}} + {{π|-ίνη}}<ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2010|λήμμα=μαργαρίνη}}</ref> |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < από τη [[γαλλική]] [[margarine]] |
|||
[[Αρχείο:Margarine.jpg|μικρογραφία|Ένα δοχείο με '''μαργαρίνη'''.]] |
[[Αρχείο:Margarine.jpg|μικρογραφία|Ένα δοχείο με '''μαργαρίνη'''.]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
* το τεχνητό βούτυρο |
* {{ετ|τρόφιμο}} το [[τεχνητός|τεχνητό]] [[βούτυρο]] [[φυτική]]ς [[προέλευση]]ς, [[υποκατάστατο]] του [[φρέσκο]]υ ζωικού βουτύρου |
||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 58: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fi}} : {{τ|fi|margariini}} |
* {{fi}} : {{τ|fi|margariini}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
==={{αναφορές}}=== |
|||
<references/> |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{Π:ΛΚΝ}} |
|||
* {{Π:Χρηστικό}} |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 20:15, 30 Μαρτίου 2024
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαργαρίνη (μαρτυρείται από το 1892)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική margarine < μάργαρ(ον) + -ίνη[2]
Ουσιαστικό
μαργαρίνη θηλυκό
- (τρόφιμο) το τεχνητό βούτυρο φυτικής προέλευσης, υποκατάστατο του φρέσκου ζωικού βουτύρου
Δείτε επίσης
- μαργαρίνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
μαργαρίνη
Αναφορές
- ↑ σελ. 624, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ μαργαρίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μαργαρίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαργαρίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)