Κατηγορία:Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Γραμματικές κατηγορίες » Ρήματα ««« |
για τους συντάκτες: στο κυρίως ρήμα (ενεργητικό ή αποθετικό)
στον παθητικό τύπο (που δεν είναι αποθετικό)
|
Σελίδες στην κατηγορία "Ρήματα (αρχαία ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 3.029 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Ο
- ὀαρίζω
- ὀγκάομαι
- ὀγκῶμαι
- ὁδεύω
- οἰακίζω
- οἶδα
- οἰδέω
- οἰδῶ
- οἰκειόω
- οἰκείω
- οἰκέω
- οἰκίζω
- οἰκοδομέω
- οἰκοδομῶ
- οἶμαι
- οἰμώζω
- οἴομαι
- οἴφω
- οἴχομαι
- οἰῶ
- ὀλιγωρέω
- ὀλιγωρῶ
- ὄλλυμαι
- ὄλλυμι
- ὀλοφύρομαι
- ὁμαδέω
- ὀμείχω
- ὁμηρέω
- ὁμιλέω
- ὁμιλῶ
- ὄμνυμι
- ὀμνύω
- ὁμοιόω
- ὁμοιῶ
- ὀμόργνυμι
- ὀνειροπολῶ
- ὀνθυλεύω
- ὀνίνημι
- ὀνομάζω
- ὀνυμάζω
- ὀξύνω
- ὀπάζω
- ὀπίζω
- ὀπιπτεύω
- ὀπισθοδρομέω
- ὄπτω
- ὁράω
- ὀργάω
- ὁρέω
- ὄρημι
- ὀρθόω
- ὀρθρεύω
- ὀρθρίζω
- ὀρίνω
- ὁρκωμοτῶ
- ὁρμάω
- ὁρμέω
- ὁρμίζω
- ὀρνιθεύω
- ὄρνυμι
- ὀρούω
- ὁρόω
- ὀρρωδέω
- ὀρύσσω
- ὀρύττω
- ὁρῶ
- ὄσσομαι
- ὀσφραίνομαι
- ὀτλεύω
- ὀτλέω
- ὀτοβέω
- ὀτρύνω
- οὐνομάζω
- οὐριοδρομέω
- ὀφλισκάνω
- ὀφλῶ
- ὀχέω
- ὀψωνέω
Π
- παιδεύω
- παίζω
- παλαίω
- παλαιῶ
- πανίσδομαι
- *πάομαι
- παππάζω
- παππίζω
- παραβαίνω
- παραβύω
- παραγίγνομαι
- παραγιγνώσκω
- παράγω
- παραδίδωμι
- παραιρῶ
- παρακαλέω
- παρακαλῶ
- παρακινέω
- παρακινῶ
- παραλαλέω
- παραλαλῶ
- παραλείπω
- παραληρέω
- παραληρῶ
- παραμιλλάομαι
- παραμυθέομαι
- παραμυθοῦμαι
- παραναλίσκω
- παρανομῶ
- παρανοῶ
- παραπέμπω
- παραπίπτω
- παραρρέω
- παραρρήγνυμι
- παρασιωπῶ
- παρασπονδῶ
- παρατάσσω
- παρατίθημι
- παρατίλλω
- παραυδάω
- παραφράζω
- παραφράσσω
- παραφράττω
- παραχωρέω
- παραχωρῶ
- παρεγγράφω
- πάρειμι
- παρεκτείνω
- παρεμφαίνω
- παρέπομαι
- παρέρχομαι
- παρεσθίω
- παρευρίσκομαι
- παρέχω
- παρίστημι
- παριστορέω
- παροικίζω
- παροίχομαι
- παρορμῶ
- παρωθέομαι
- παρωθῶ
- πάσχω
- πατέομαι
- πατέω
- πατῶ
- παύω
- πεζοπορῶ
- πείθω
- πειράζω
- πειράομαι
- πειράω
- πείρω
- πελάζω
- πελεκάω
- πελεκίζω
- πέλω
- πεμπάζω
- πέμπομαι
- πέμπω
- πενθῶ
- πένομαι
- πεπαίνω
- πέπτω
- περατόω
- περάω
- πέρδομαι
- πέρθω
- περιγράφω
- περιζώννυμι
- περιζωννύω
- περιθέω
- περικαταρρέω
- περικόπτομαι
- περικυκλέω
- περικυκλόω
- περικυκλῶ
- περιλείπομαι
- περιλιμπάνω
- περιοδεία
- περιοδεύω
- περιπλέω
- περιρρήγνυμι
- περισσεύω
- περιστρέφομαι
- περιστρέφω
- περισχοινίζω
- περισῴζω
- περιταφρεύω
- περιτείνω
- περιττεύω
- περιφράζομαι
- περιφράσσω
- περιφράττω
- περιφρουρέω
- περιφρουρῶ
- περιχαρακόω
- περιχαράττω
- περιχωρέω
- περιχωρῶ
- πέρνημι
- περῶ
- πέσσω