νερό
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νερό | τα | νερά |
γενική | του | νερού | των | νερών |
αιτιατική | το | νερό | τα | νερά |
κλητική | νερό | νερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- νερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νερό(ν) < ελληνιστική κοινή νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) < νηρός < αρχαία ελληνική νεαρός < νέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néwos (νέος) < *nu (τώρα)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
το νερό ουδέτερο
- (χημικός τύπος: H2O) το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο υγρό στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται πάγος, ή αέρια, οπότε λέγεται υδρατμός
- πόσιμο νερό, πίνω νερό, βρώμικα νερά
- ιαματικό νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
- επιτραπέζιο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
- ανθρακούχο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη νερά
Εκφράσεις
Δείτε τις εκφράσεις με το νερά μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις με το νερό μόνο στον ενικό:
- κάνω μια τρύπα στο νερό : αποτυγχάνω
- βάζω το νερό στ' αυλάκι : οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο
- ένα ποτήρι νερό : η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον
- το αίμα νερό δεν γίνεται : οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες
- βάζω νερό στο κρασί μου : γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός
- πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό : είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία
- καραβοκύρης του γλυκού νερού: για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος
- το έμαθα νεράκι: έμαθα ένα κείμενο να το λέω γρήγορα, το αποστήθισα
- έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό: έφτασε κοντά σε έναν στόχο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να τον ολοκληρώσει επιτυχώς
- κάνω νερά: φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω
- πίνω νερό στο όνομά του: θαυμάζω κάποιον
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό: για κάποιους μου μοιάζουν πάρα πολύ, σχεδόν ίδιοι
- ήπιε το αμίλητο νερό: για κάποιον που δεν μιλάει πολύ
- είπαμε το νερό νεράκι: διψάσαμε
- (όσα/ό,τι είπαμε) νερό κι αλάτι: ας ξεχάσουμε ότι είπαμε και ας δώσουμε τέλος στην παρεξήγηση
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- νερό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
νερό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες με προβλήματα στο πρότυπο τ
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)