αμόνω
Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:41, 14 Σεπτεμβρίου 2021 από την
Sarri.greek
(
συζήτηση
|
συνεισφορές
)
(pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
(
διαφ.
)
Παλιότερη αναθεώρηση
| Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
αμόνω
<
μεσαιωνική ελληνική
αμόνω
<
ὀμόνω
<
αρχαία ελληνική
ὀμνύω
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
αμόνω
(
λογοτεχνικό
) (
παρωχημένο
)
ορκίζομαι
Άλλες μορφές
[
επεξεργασία
]
αμώνω
ομόνω
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
αμόνω
→
δείτε
τη λέξη
ορκίζομαι
Κατηγορίες
:
Νέα ελληνικά
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες