marido
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]marido (es) < από τη λατινική λέξη marītus
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marido (es) πληθ. maridos
- ο σύζυγος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]marido (es)
- πρώτο πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος maridar (συνδυάζω και χρησιμοποιείται επίσης, αλλά σπανίσως για την εννοια παντρεύομαι)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marido (pt) πληθ. maridos
- ο σύζυγος