garage
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- garage < (άμεσο δάνειο) γαλλική garage
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]garage (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- garage < garer
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
garage | garages |
garage (fr)
- το γκαράζ, σταθμός αυτοκινήτων (δημόσιος ή ιδιωτικός)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]garage (it)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)