σανίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σανίδωμα < σανιδώ(νω) + -μα < (ελληνιστική κοινή) σανιδόω / σανιδῶ < αρχαία ελληνική σανίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σανίδωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω
- το στρώσιμο μιας επιφάνειας με σανίδες
- το σύνολο των σανίδων με τις οποίες έχει καλυφθεί μια επιφάνεια
- (νεολογισμός: λαϊκότροπο) το πάτημα του γκαζιού τέρμα, ώστε το όχημα να τρέξει πολύ (μέχρι την τελική του ταχύτητα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σανίδωμα
|