σανίδωμα

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 11:02, 3 Φεβρουαρίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σανίδωμα τα σανιδώματα
      γενική του σανιδώματος των σανιδωμάτων
    αιτιατική το σανίδωμα τα σανιδώματα
     κλητική σανίδωμα σανιδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σανίδωμα < σανιδώ(νω) + -μα < (ελληνιστική κοινήσανιδόω / σανιδῶ < αρχαία ελληνική σανίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σανίδωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]