λαμπρότητα

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 10:16, 5 Μαρτίου 2023 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (νελλ +ref ΔΦΑ / + αρχ κλιτικός)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμπρότητα οι λαμπρότητες
      γενική της λαμπρότητας των λαμπροτήτων
    αιτιατική τη λαμπρότητα τις λαμπρότητες
     κλητική λαμπρότητα λαμπρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαμπρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμπρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν λαμπρότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε λαμπρ(ός) + -ότητα.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lamˈbɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπρό‐τη‐τα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαμπρότητα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

λαμπρότητα θηλυκό