willingness
Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 01:57, 4 Απριλίου 2024 από τον
Stephilippou
(
συζήτηση
|
συνεισφορές
)
(
διαφ.
)
Παλιότερη αναθεώρηση
| Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
willingness
<
willing
+
-ness
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
willingness
(en)
(
μη
μετρήσιμο
, ενικός
)
η
προθυμία
↪
All that he said indicated his
willingness
to sell.
Αυτά που είπε υποδήλωναν την
προθυμία
του να πουλήσει.
≈
συνώνυμα
:
eagerness
και
readiness
Πηγές
[
επεξεργασία
]
willingness
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Λέξεις με επίθημα -ness (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
English
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Malagasy
മലയാളം
Polski
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Tiếng Việt
中文