επιρρεπής

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 20:07, 7 Μαΐου 2024 από τον Texniths (συζήτηση | συνεισφορές) (Ανάκληση της επεξεργασίας από τον 2A02:1388:2092:CDE:0:0:8BFB:9C5B (συζήτηση) προς την τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από την Sarri.greek)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιρρεπής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιρρεπής η επιρρεπής το επιρρεπές
      γενική του επιρρεπούς* της επιρρεπούς του επιρρεπούς
    αιτιατική τον επιρρεπή την επιρρεπή το επιρρεπές
     κλητική επιρρεπή(ς) επιρρεπής επιρρεπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιρρεπείς οι επιρρεπείς τα επιρρεπή
      γενική των επιρρεπών των επιρρεπών των επιρρεπών
    αιτιατική τους επιρρεπείς τις επιρρεπείς τα επιρρεπή
     κλητική επιρρεπείς επιρρεπείς επιρρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιρρεπής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιρρεπής < αρχαία ελληνική ἐπιρρέπω < ἐπι- + ῤέπω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.ɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πιρ‐ρ‐επής

Επίθετο

[επεξεργασία]

επιρρεπής, -ής, -ές

  • που έχει τάση να κάνει κάτι (συχνά αρνητικό)
    ⮡  το συνεχές στρες μάς κάνει επιρρεπείς στις αρρώστιες
     συνώνυμα: ευεπίφορος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]