σκάβω
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκάβω < αρχαία ελληνική σκάπτω
Ρήμα
[επεξεργασία]σκάβω
- βγάζω σιγά-σιγά κομμάτια από το έδαφος
- σκάβω για να βρω το χαμμένο θησαυρό
- (μεταφορικά) αφαιρώ σιγά-σιγά κομμάτια από κάτι, τρώω
- βάζε την κρέμα σου, αλλιώς η ακμή θα σου σκάψει το πρόσωπο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκάβω | έσκαβα | θα σκάβω | να σκάβω | σκάβοντας | |
β' ενικ. | σκάβεις | έσκαβες | θα σκάβεις | να σκάβεις | σκάβε | |
γ' ενικ. | σκάβει | έσκαβε | θα σκάβει | να σκάβει | ||
α' πληθ. | σκάβουμε | σκάβαμε | θα σκάβουμε | να σκάβουμε | ||
β' πληθ. | σκάβετε | σκάβατε | θα σκάβετε | να σκάβετε | σκάβετε | |
γ' πληθ. | σκάβουν(ε) | έσκαβαν σκάβαν(ε) |
θα σκάβουν(ε) | να σκάβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσκαψα | θα σκάψω | να σκάψω | σκάψει | ||
β' ενικ. | έσκαψες | θα σκάψεις | να σκάψεις | σκάψε | ||
γ' ενικ. | έσκαψε | θα σκάψει | να σκάψει | |||
α' πληθ. | σκάψαμε | θα σκάψουμε | να σκάψουμε | |||
β' πληθ. | σκάψατε | θα σκάψετε | να σκάψετε | σκάψτε | ||
γ' πληθ. | έσκαψαν σκάψαν(ε) |
θα σκάψουν(ε) | να σκάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκάψει | είχα σκάψει | θα έχω σκάψει | να έχω σκάψει | ||
β' ενικ. | έχεις σκάψει | είχες σκάψει | θα έχεις σκάψει | να έχεις σκάψει | έχε σκαμμένο | |
γ' ενικ. | έχει σκάψει | είχε σκάψει | θα έχει σκάψει | να έχει σκάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκάψει | είχαμε σκάψει | θα έχουμε σκάψει | να έχουμε σκάψει | ||
β' πληθ. | έχετε σκάψει | είχατε σκάψει | θα έχετε σκάψει | να έχετε σκάψει | έχετε σκαμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σκάψει | είχαν σκάψει | θα έχουν σκάψει | να έχουν σκάψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σκαμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σκαμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σκαμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σκαμμένο |