édit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.di/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
édit édits

édit (fr) αρσενικό