égard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
égard égards

égard (fr) αρσενικό

  1. ως προς
  2. η ένδειξη εκτίμησης, προσοχής