épuisement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

épuisement (fr) αρσενικό

  1. η εξάντληση
    l'épuisement des ressources naturelles - η εξάντληση των φυσικών πόρων
  2. η εξουθένωση, η κόπωση, η ταλαιπωρία