αβανταδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.van.daˈðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐ντα‐δό‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβανταδόρος αρσενικό (θηλυκό αβανταδόρισσα)
- αυτός που βοηθάει, κυρίως σε ανέντιμες δουλειές
- άτομο που υποδύεται τον πελάτη ή τον παίκτη, συνήθως επιδεικτικά, με σκοπό να προσελκύσει άλλους πελάτες ή παίκτες.
- οι παπατζήδες έχουν πάντοτε κάποιον αβανταδόρο
- αυτός που δήθεν αγοράζει από μικροπωλητή, για να προσελκύσει πελάτες· κράχτης.
- (προφορικό) τρακαδόρος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβανταδόρος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβανταδόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αβανταδόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)