αλευροσακιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αλευροσακιάζω
- κάνω σάκιασμα αλεύρων, γεμίζω σακιά με αλεύρι
- οι εργάτες που αλευροσακιάζουν οφείλουν να τηρούν τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, φορώντας ειδικές μάσκες και γάντια
Παράγωγα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλευροσακιάζω | αλευροσάκιαζα | θα αλευροσακιάζω | να αλευροσακιάζω | αλευροσακιάζοντας | |
β' ενικ. | αλευροσακιάζεις | αλευροσάκιαζες | θα αλευροσακιάζεις | να αλευροσακιάζεις | αλευροσάκιαζε | |
γ' ενικ. | αλευροσακιάζει | αλευροσάκιαζε | θα αλευροσακιάζει | να αλευροσακιάζει | ||
α' πληθ. | αλευροσακιάζουμε | αλευροσακιάζαμε | θα αλευροσακιάζουμε | να αλευροσακιάζουμε | ||
β' πληθ. | αλευροσακιάζετε | αλευροσακιάζατε | θα αλευροσακιάζετε | να αλευροσακιάζετε | αλευροσακιάζετε | |
γ' πληθ. | αλευροσακιάζουν(ε) | αλευροσάκιαζαν αλευροσακιάζαν(ε) |
θα αλευροσακιάζουν(ε) | να αλευροσακιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλευροσάκιασα | θα αλευροσακιάσω | να αλευροσακιάσω | αλευροσακιάσει | ||
β' ενικ. | αλευροσάκιασες | θα αλευροσακιάσεις | να αλευροσακιάσεις | αλευροσάκιασε | ||
γ' ενικ. | αλευροσάκιασε | θα αλευροσακιάσει | να αλευροσακιάσει | |||
α' πληθ. | αλευροσακιάσαμε | θα αλευροσακιάσουμε | να αλευροσακιάσουμε | |||
β' πληθ. | αλευροσακιάσατε | θα αλευροσακιάσετε | να αλευροσακιάσετε | αλευροσακιάστε | ||
γ' πληθ. | αλευροσάκιασαν αλευροσακιάσαν(ε) |
θα αλευροσακιάσουν(ε) | να αλευροσακιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλευροσακιάσει | είχα αλευροσακιάσει | θα έχω αλευροσακιάσει | να έχω αλευροσακιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλευροσακιάσει | είχες αλευροσακιάσει | θα έχεις αλευροσακιάσει | να έχεις αλευροσακιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλευροσακιάσει | είχε αλευροσακιάσει | θα έχει αλευροσακιάσει | να έχει αλευροσακιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλευροσακιάσει | είχαμε αλευροσακιάσει | θα έχουμε αλευροσακιάσει | να έχουμε αλευροσακιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλευροσακιάσει | είχατε αλευροσακιάσει | θα έχετε αλευροσακιάσει | να έχετε αλευροσακιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλευροσακιάσει | είχαν αλευροσακιάσει | θα έχουν αλευροσακιάσει | να έχουν αλευροσακιάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευροσακιάζω
|