αλευροσακιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλευροσακιάζω < αλεύρι + σακιάζω

αλευροσακιάζω

  1. κάνω σάκιασμα αλεύρων, γεμίζω σακιά με αλεύρι
    οι εργάτες που αλευροσακιάζουν οφείλουν να τηρούν τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας, φορώντας ειδικές μάσκες και γάντια

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]