αστραπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστραπή | οι | αστραπές |
γενική | της | αστραπής | των | αστραπών |
αιτιατική | την | αστραπή | τις | αστραπές |
κλητική | αστραπή | αστραπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστραπή < αρχαία ελληνική ἀστραπή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾaˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρα‐πή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστραπή θηλυκό
- (μετεωρολογία) το στιγμιαίο φωτεινό φαινόμενο που συνοδεύει τον κεραυνό
- (μεταφορικά) κάτι που γίνεται γρήγορα κι έχει μικρή διάρκεια
- ※ Μας έρριξε στο δρόμο προς τη χώρα / με γρήγορο το χέρι ως αστραπή. / Μαζί στον κόσμο μα μονάχοι τώρα, / μια μοναξιά σαν τάφου σιωπή. (Μαρία Πολυδούρη, (Κ’ ήρθε μοιραία...), από την ποιητική συλλογή Οι Τρίλλιες που Σβήνουν)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (μεταφορικά) καθαρός ουρανός, αστραπές δε φοβάται: ο άνθρωπος με τιμιότητα και ειλικρίνεια δε φοβάται την κριτική των άλλων
- (μεταφορικά) με ταχύτητα αστραπής: πάρα πολύ γρήγορα (είναι αντίστοιχη με την έκφραση: με αστραπιαία ταχύτητα)
- (μεταφορικά) σαν αστραπή: πολύ γρήγορα
- (μεταφορικά) τα μάτια του βγάζουν αστραπές: τα μάτια του σπινθηροβολούν από εξυπνάδα, οργή, ευτυχία, κ.α.
- (μεταφορικά) τα μάτια του πετούν αστραπές: τα μάτια του σπινθηροβολούν από εξυπνάδα, οργή, ευτυχία, κ.α.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (μεταφορικά) επίσκεψη αστραπή: πολύ γρήγορα και σύντομα
- (μεταφορικά) πόλεμος αστραπή: πολύ γρήγορα και σύντομα
- (μεταφορικά) συνάντηση αστραπή: πολύ γρήγορα και σύντομα
- (μεταφορικά) ταξίδι αστραπή: πολύ γρήγορα και σύντομα
Επίρρημα
[επεξεργασία]αστραπή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστραπή
Πηγές
[επεξεργασία]- αστραπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αστραπή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αστραπή'.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)