διακανονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακανονισμός < διακανονίζω, διακανονισ- + -μός < δια- + κανονίζω < αρχαία ελληνική κανονίζω < κανών
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.ka.no.niˈzmos/ & /ðʝa.ka.no.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κα‐νο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διακανονισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διακανονίζω
- ⮡ εκκαθαριστικός διακανονισμός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις διακανονίζω και κανόνας