ειρωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ειρωνικός < αρχαία ελληνική εἰρωνικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ɾo.niˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.ɾo.niˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.ɾo.niˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]ειρωνικός -ή -ό
- που περιέχει ειρωνεία, που κοροϊδεύει υπαινικτικά πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις
- που χρησιμοποιεί την ειρωνεία
- (ειδικότερα) που δείχνει να αποστασιοποιείται, ως λογοτεχνικός δημιουργός, από τους ήρωες του έργου ή κι από το ίδιο το έργο