καταλαβαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καταλαμβάνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλαβαίνω < μεσαιωνική ελληνική καταλαβαίνω < αρχαία ελληνική καταλαμβάνω < κατά + λαμβάνω

καταλαβαίνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]