κρεμάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρεμάμενος < μετοχή ενεστώτα του ρήματος αρχαίου κρεμάννυμι
Μετοχή
[επεξεργασία]κρεμάμενος, -η, -ο
- που βρίσκεται κρεμασμένος αυτή τη στιγμή, που κρέμεται (Η μετοχή χρησιμοποιειται κυρίως στη φράση επί ξύλου κρεμάμενος ή σε λογοπαίγνια με παρεμφερές νοημα. Η αρχική φράση καθιερώθηκε απο το Χρυσόστομο για τον τρόπο θανάτωσης του Χριστού)
- Είναι επί ξύλου κρεμάμενος : πέρα από το κυριολεκτικό νόημα, μεταφορικά σημαίνει τον "παντελώς αβοήθητο, τον αφημένο να υποφέρει"