λουτρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -λουτρο, λουτρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουτρό τα λουτρά
      γενική του λουτρού των λουτρών
    αιτιατική το λουτρό τα λουτρά
     κλητική λουτρό λουτρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λουτρό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λουτρόν[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /luˈtɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐τρό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λουτρό ουδέτερο

  1. μπάνιο
    • ο χώρος του σπιτιού που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο του προσώπου και του σώματος
    • (παρωχημένο) το πλύσιμο του σώματος
    • βάπτισμα, βύθισμα αντικειμένων σε ειδικά υγρά προκειμένου να υποστούν κάποια χημική ή άλλου είδους επεξεργασία
  2. βύθισμα του σώματος σε ειδικό υλικό (άμμο, λάσπη, ιαματικό νερό κλπ) για θεραπευτικούς σκοπούς

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]