ξεμπλέκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεμπλέκω < μεσαιωνική ελληνική < ξε + αρχαία ελληνική ἐμπλέκω
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεμπλέκω, παθ. μτχ.: ξεμπλεγμένος
- λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
- Να δω πώς θα ξεμπλέξω με τις τράπεζες και τα δάνεια
- βοηθώ κάποιον να ξεφύγει από μια περίπλοκη κατάσταση, τον απεμπλέκω
- Είδα κι έπαθα να του βρω δικηγόρο και να τον ξεμπλέξω, με τις παρέες που πήγε και έμπλεξε
- ξεμπερδεύω μαλλιά, νήματα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεμπλέκω | ξέμπλεκα | θα ξεμπλέκω | να ξεμπλέκω | ξεμπλέκοντας | |
β' ενικ. | ξεμπλέκεις | ξέμπλεκες | θα ξεμπλέκεις | να ξεμπλέκεις | ξέμπλεκε | |
γ' ενικ. | ξεμπλέκει | ξέμπλεκε | θα ξεμπλέκει | να ξεμπλέκει | ||
α' πληθ. | ξεμπλέκουμε | ξεμπλέκαμε | θα ξεμπλέκουμε | να ξεμπλέκουμε | ||
β' πληθ. | ξεμπλέκετε | ξεμπλέκατε | θα ξεμπλέκετε | να ξεμπλέκετε | ξεμπλέκετε | |
γ' πληθ. | ξεμπλέκουν(ε) | ξέμπλεκαν ξεμπλέκαν(ε) |
θα ξεμπλέκουν(ε) | να ξεμπλέκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέμπλεξα | θα ξεμπλέξω | να ξεμπλέξω | ξεμπλέξει | ||
β' ενικ. | ξέμπλεξες | θα ξεμπλέξεις | να ξεμπλέξεις | ξέμπλεξε | ||
γ' ενικ. | ξέμπλεξε | θα ξεμπλέξει | να ξεμπλέξει | |||
α' πληθ. | ξεμπλέξαμε | θα ξεμπλέξουμε | να ξεμπλέξουμε | |||
β' πληθ. | ξεμπλέξατε | θα ξεμπλέξετε | να ξεμπλέξετε | ξεμπλέξτε | ||
γ' πληθ. | ξέμπλεξαν ξεμπλέξαν(ε) |
θα ξεμπλέξουν(ε) | να ξεμπλέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεμπλέξει | είχα ξεμπλέξει | θα έχω ξεμπλέξει | να έχω ξεμπλέξει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεμπλέξει | είχες ξεμπλέξει | θα έχεις ξεμπλέξει | να έχεις ξεμπλέξει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεμπλέξει | είχε ξεμπλέξει | θα έχει ξεμπλέξει | να έχει ξεμπλέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεμπλέξει | είχαμε ξεμπλέξει | θα έχουμε ξεμπλέξει | να έχουμε ξεμπλέξει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεμπλέξει | είχατε ξεμπλέξει | θα έχετε ξεμπλέξει | να έχετε ξεμπλέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεμπλέξει | είχαν ξεμπλέξει | θα έχουν ξεμπλέξει | να έχουν ξεμπλέξει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λύνω ένα περίπλοκο πρόβλημα
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια