προϊόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προϊόν | τα | προϊόντα |
γενική | του | προϊόντος | των | προϊόντων |
αιτιατική | το | προϊόν | τα | προϊόντα |
κλητική | προϊόν | προϊόντα | ||
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προϊόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής προϊών (από το προέρχομαι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προϊόν ουδέτερο
- αυτό που παράγεται (σε κάποιον τομέα της οικονομίας)
- γεωργικό προϊόν, βιομηχανικό προϊόν
- (μεταφορικά) το αποτέλεσμα
- η μοναξιά είναι προϊόν του σύγχρονου τρόπου ζωής