σκάβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκάβω < αρχαία ελληνική σκάπτω

σκάβω

  1. βγάζω σιγά-σιγά κομμάτια από το έδαφος
    • σκάβω για να βρω το χαμμένο θησαυρό
  2. (μεταφορικά) αφαιρώ σιγά-σιγά κομμάτια από κάτι, τρώω
    • βάζε την κρέμα σου, αλλιώς η ακμή θα σου σκάψει το πρόσωπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]