σύκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σηκό, σήκω
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύκο τα σύκα
      γενική του σύκου των σύκων
    αιτιατική το σύκο τα σύκα
     κλητική σύκο σύκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα σύκο πάνω στη συκιά
ξερά σύκα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύκο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῦκον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐κο
ομόηχο: σήκω
τονικό παρώνυμο: σηκό
παρώνυμο: φίκο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σύκο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]