σῆμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σῆμᾰ | τὰ | σήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | σήμᾰτος | τῶν | σημᾰ́των |
δοτική | τῷ | σήμᾰτῐ | τοῖς | σήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | σῆμᾰ | τὰ | σήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | σῆμᾰ | σήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σῆμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σῆμα ουδέτερο
- σημάδι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 843 (στίχοι 842-843)
- τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας, | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων.
- τρίτος ο Αίας έριξε με το βαρύ του χέρι | και [ο δίσκος] όλα επέρασε των άλλων τα σημάδια.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας, | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 843 (στίχοι 842-843)
- τάφος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 34.1
- αἱ μὲν πρὸ γάμου πλόκαμον ἀποταμόμεναι καὶ περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι ἐπὶ τὸ σῆμα τιθεῖσι
- οι κοπέλες, αφού κόψουν μια πλεξούδα από τα μαλλιά τους και την τυλίξουν γύρω από αδράχτι, την αποθέτουν στον τάφο τους
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- αἱ μὲν πρὸ γάμου πλόκαμον ἀποταμόμεναι καὶ περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι ἐπὶ τὸ σῆμα τιθεῖσι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 34.1
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)