τελεσίγραφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τελεσίγραφο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τελεσίγραφο ουδέτερο
- έσχατο, οριστικό έγγραφο, διατύπωση όρων τελειωτικών και αμετάβλητων
- είδος διπλωματικού εγγράφου που περιλαμβάνει αξιώσεις και χρονική προθεσμία με βαρύ αντίκτυπο σε περίπτωση μη απάντησης ως και τη διακοπή διπλωματικών σχέσεων ή και τον πόλεμο